Στα βράχια του Αιγιοπέλαγου θρηνεί η Αλκυόνη Η οργή του Δία τον Κήυκα σ’όρνιο μεταμορφώνει.
«Ήρα εγώ, Δίας εσύ» ασέβεια μεγάλη, Κήυκα να εξισωθείς με των θεών τα κάλλη.
Ω! δυστυχία ανείπωτη, ω! πόνος που σκοτώνει μάταια αναζητά παντού τον Κήυκα η Αλκυόνη.
Φτερά στους ώμους τής φορά η λύπηση του Δία Θαλασσοπούλι γίνεται η όμορφη κυρία.
Τον λατρεμένο Κήυκα στα βράχια ανταμώνει.
Ο έρωτας γεννά αυγά κι η αγάπη τα πυρώνει.
Μα μανιασμένος ο βοριάς κι αγριεμένο κύμα
ω! συμφορά εξαφάνισαν τα αυγά και είναι κρίμα.
Δέηση στέλνει στους θεούς η άμοιρη Αλκυόνα
Ήλιο να στείλουν γελαστό στην μέση του χειμώνα. Μες του Γενάρη την καρδιά, στην πεθαμένη πλάση
έρχεται ο ήλιος πάνοπλος τα αυγά να επωάσει.
άρθρο της Ελένης Μανιωράκη Ζωιδάκη