Ο σεισμός στον Μαρμαρά ( μιλάμε για τον πρόσφατο ισχυρό σεισμό στην περιοχή της Τουρκίας) σίγουρα είναι ένα σημαντικό γεγονός, γιατί αυτή η περιοχή — η ρηξιγενής ζώνη της Βόρειας Ανατολίας (North Anatolian Fault) — είναι ιδιαίτερα ενεργή και έχει μια ιστορική τάση να «μεταφέρει» σεισμική ενέργεια δυτικά. Τι δείχνει ένας χάρτης σεισμικής επικινδυνότητας;
Είναι ουσιαστικά ένας γεωγραφικός χάρτης που δείχνει το μέγιστο πιθανό επίπεδο σεισμικής επιτάχυνσης (σεισμικής δόνησης) που μπορεί να προκύψει σε μια περιοχή μέσα σε έναν μεγάλο χρονικό ορίζοντα (π.χ. 475 χρόνια ή 50 χρόνια με πιθανότητα υπέρβασης 10%).
Κύριες ενδείξεις/στοιχεία στον χάρτη:
Χρωματική κλίμακα:
Συνήθως από πράσινο (χαμηλή επικινδυνότητα) έως κόκκινο ή σκούρο μοβ (υψηλή επικινδυνότητα).
Όσο πιο έντονο το χρώμα, τόσο πιο πιθανό είναι να βιώσει η περιοχή έντονη σεισμική δόνηση.
PGA (Peak Ground Acceleration) σε g (π.χ. 0.16g, 0.36g):
Αντικατοπτρίζει τη μέγιστη επιτάχυνση του εδάφους.
Π.χ. 0.36g σημαίνει ότι το έδαφος μπορεί να επιταχυνθεί με το 36% της επιτάχυνσης της βαρύτητας.
Δεν είναι η πιο επικίνδυνη περιοχή, αλλά δεν είναι και “χαμηλού κινδύνου”.
Ιστορικά έχει σεισμούς (όπως το 1999), αλλά όχι με τη συχνότητα και ένταση περιοχών όπως τα Επτάνησα.
Τι προσέχουμε:
Τοπικές γεωλογικές συνθήκες:
Ένα έδαφος με πολλά ιζήματα (π.χ. κάμποι) ενισχύει τα σεισμικά κύματα — γι’ αυτό στην Αθήνα, περιοχές σαν το Μενίδι ή το Περιστέρι μπορεί να έχουν μεγαλύτερη κίνηση από π.χ. το Λυκαβηττό.
Οι νέοι χάρτες βοηθούν στην κατηγοριοποίηση των περιοχών και στον τρόπο που χτίζονται τα σπίτια. Πιο επικίνδυνες περιοχές απαιτούν αυστηρότερα μέτρα.
Η επιστημονική θέση:
Οι σεισμολόγοι γενικά είναι επιφυλακτικοί στο να πουν ότι ένας σεισμός σε μια χώρα «προκαλεί» άμεσα σεισμό σε άλλη. Όμως, υπάρχει ένα ενδεχόμενο λεγόμενο «σεισμικός συντονισμός» ή έμμεση επιρροή, μέσω αλλαγών στο πεδίο τάσεων (stress field). Το 1999 υπήρξαν επιστημονικές μελέτες που πρότειναν πως ο σεισμός στην Τουρκία ενδέχεται να επηρέασε τη ρηξιγενή ζώνη της Πάρνηθας, που ήδη βρισκόταν κοντά στην αστοχία.
Σήμερα, όμως, δεν έχουμε ισχυρές ενδείξεις ότι ο πρόσφατος σεισμός στον Μαρμαρά αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα άμεσου σεισμού στην Αττική. Η σεισμικότητα στην Ελλάδα είναι έτσι κι αλλιώς αυξημένη σε πολλές περιοχές, αλλά δεν υπάρχει ξεκάθαρη «σεισμική αλληλουχία» όπως το 1999.
Συμπέρασμα:
Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τίποτα, αλλά δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή επιστημονικά δεδομένα που να λένε ότι περιμένουμε μεγάλο σεισμό στην Αθήνα εξαιτίας του σεισμού στον Μαρμαρά. Πάντα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι στην Ελλάδα, γιατί είναι σεισμογενής χώρα — αλλά όχι να ζούμε με τρόμο.
Η Χριστιάνα Θεοφάνους γεννήθηκε στον Πειραιά. Φοίτησε στην Γαλλική Ακαδημία ενώ είναι πτυχιούχος Οικονομικών και πληροφορικής. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει