Σε μια εποχή ρευστότητας και αβεβαιότητας, οι πρόσφατες εξελίξεις στο παγκόσμιο εμπορικό σκηνικό αποτελούν αναμφίβολα ένα από τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα της σύγχρονης Ιστορίας. Η επιστροφή στον εμπορικό προστατευτισμό μέσω της επιβολής υψηλών δασμών σηματοδοτεί μια δραστική απομάκρυνση από τις θεμελιώδεις αρχές του ελεύθερου εμπορίου, της πολυμερούς συνεργασίας και της παγκοσμιοποίησης, οι οποίες οικοδομήθηκαν σταδιακά τον τελευταίο αιώνα.
Οι επιθετικές εμπορικές τακτικές που υιοθετούνται θυμίζουν περισσότερο επιχειρηματικά παζάρια παρά διεθνείς συμφωνίες μεταξύ κρατών. Η λογική του διαλόγου και της αμοιβαίας ωφέλειας φαίνεται να υποχωρεί μπροστά σε μια πιο επιθετική στρατηγική, που βασίζεται στον εκφοβισμό, την αβεβαιότητα και τον αιφνιδιασμό. Η παγκόσμια κοινότητα παρακολουθεί με σκεπτικισμό αυτή τη μετατόπιση, καθώς είναι σαφές ότι οι συνέπειες δεν περιορίζονται σε αριθμούς και στατιστικά μεγέθη. Αφορούν την ίδια τη σταθερότητα της διεθνούς τάξης, τη βιωσιμότητα των οικονομιών και, τελικά, την ποιότητα ζωής των πολιτών.
Ανακύπτει, ωστόσο, το ερώτημα: υπάρχει σαφές σχέδιο ή πρόκειται για μια πολιτική που κινείται περισσότερο με βάση το ένστικτο και τη συγκυρία; Μέχρι στιγμής δεν διαφαίνεται κάποια δομημένη στρατηγική που να στοχεύει σε ένα ισορροπημένο νέο εμπορικό πλαίσιο. Αντιθέτως, επικρατεί μια αίσθηση πρόχειρης διαχείρισης και παγκόσμιου «τζόγου» με υψηλό ρίσκο για όλους. Εάν δεν υπάρξει σύντομα αποκλιμάκωση και διάθεση για εξεύρεση κοινών λύσεων, το πλήγμα για το διεθνές εμπόριο και τις διεθνείς σχέσεις θα είναι βαθύ και μακροπρόθεσμο. Κι ενώ ο κόσμος αναζητά νέα σημεία ισορροπίας σε παγκόσμιο επίπεδο, στην ελληνική κοινωνία αναδύονται διαρκώς ζητήματα που αναδεικνύουν χρόνιες παθογένειες του κρατικού μηχανισμού. Το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη αποτέλεσε οδυνηρό ξύπνημα για ένα πλήθος προβλημάτων που σχετίζονται με την ασφάλεια, τη διαφάνεια και την αξιοπιστία της πληροφόρησης.
Ωστόσο, η ζημιά είχε ήδη γίνει: η ανασφάλεια και η σύγχυση ενίσχυσαν την κοινωνική οργή και την αίσθηση πως η αλήθεια αποκρύπτεται ή χειραγωγείται. Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ότι στοιχεία φαίνεται πως ήταν γνωστά στις αρμόδιες υπηρεσίες από νωρίς, χωρίς να υπάρξει έγκαιρη και ξεκάθαρη ενημέρωση της κοινής γνώμης. Αυτό φέρνει στο προσκήνιο ένα θεμελιώδες ερώτημα: πώς διαχειρίζεται το κράτος την κρίση; Και κυρίως, πώς μεταφέρεται η πληροφορία και σε ποιον βαθμό αυτή παραμένει αντικειμενική, τεκμηριωμένη και αξιόπιστη; Όταν οι θεσμοί αποτυγχάνουν να πουν την αλήθεια ή διστάζουν να το πράξουν έγκαιρα, ανοίγουν επικίνδυνα παράθυρα για συνωμοσιολογία, απογοήτευση και δυσπιστία των πολιτών.
Η ελληνική κοινωνία απαιτεί δικαιοσύνη και διαφάνεια. Η δίκη που αναμένεται να ξεκινήσει τους επόμενους μήνες οφείλει να δώσει απαντήσεις, να αποδώσει ευθύνες και να λειτουργήσει ως καταλύτης για βαθύτερες μεταρρυθμίσεις. Παράλληλα, είναι επιτακτική η ανάγκη να γίνουν ουσιαστικές παρεμβάσεις στο ζήτημα της σιδηροδρομικής ασφάλειας. Όχι άλλες υποσχέσεις. Όχι άλλη αναβλητικότητα. Η τεχνολογία υπάρχει, τα πρότυπα είναι γνωστά και οι ανθρώπινες ζωές δεν επιτρέπεται να τίθενται σε κίνδυνο.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει με ρυθμούς καταιγιστικούς και συχνά απρόβλεπτους, δύο αξίες πρέπει να παραμείνουν αδιαπραγμάτευτες: η αλήθεια και η ευθύνη. Είτε μιλάμε για τις παγκόσμιες ισορροπίες είτε για τα τραγικά γεγονότα στην καθημερινότητα μιας χώρας, η ειλικρίνεια απέναντι στους πολίτες και η συνέπεια στη διαχείριση κρίσεων είναι το μόνο θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορεί να οικοδομηθεί ένα βιώσιμο και αξιόπιστο μέλλον.
Συνοψίζοντας, είτε αναφερόμαστε στις διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις είτε στις αποτυχίες του εγχώριου κρατικού συστήματος, το κοινό σημείο είναι η ανάγκη για αλήθεια, διαφάνεια και λογοδοσία. Σε μια εποχή όπου η παραπληροφόρηση και ο κυνισμός αποκτούν έδαφος, η μοναδική λύση για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι να λέγονται τα πράγματα με ειλικρίνεια – ακόμα και αν αυτό σημαίνει να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια χωρίς περιστροφές.
Χριστιάνα Θεοφάνους