Η 4η Δεκεμβρίου 1944 σηματοδοτεί μία από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ελληνικής ιστορίας, καθώς η Αθήνα βυθίζεται ακόμα βαθύτερα στον Εθνικό διχασμό. Μετά τη φονική διαδήλωση της 3ης Δεκεμβρίου, που άφησε δεκάδες νεκρούς στους δρόμους της πρωτεύουσας, η επόμενη μέρα βρίσκει την πόλη σε αναβρασμό. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, ενώ οι συγκρούσεις κλιμακώνονται με θανάσιμα αποτελέσματα.
Την προηγούμενη ημέρα, μια ειρηνική διαδήλωση του ΕΑΜ στο Σύνταγμα κατέληξε σε σφαγή, όταν οι αστυνομικές δυνάμεις και Βρετανοί στρατιώτες άνοιξαν πυρ στο πλήθος με απολογισμό 28 νεκρούς, μεταξύ των οποίων έφηβοι και γυναίκες. Το πρωινό εκείνης της Κυριακής, περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο Σύνταγμα για να διαδηλώσουν κατά των απαιτήσεων αφοπλισμού του ΕΛΑΣ, της στρατιωτικής πτέρυγας του ΕΑΜ, φωνάζοντας συνθήματα όπως «Ζήτω ο Τσώρτσιλ» και «Ζήτω ο Στάλιν».
Όλα άλλαξαν, όμως, όταν το πλήθος πλησίασε τη Βουλή και οι αστυνομικές δυνάμεις, σύμφωνα με μαρτυρίες, έλαβαν εντολή να ανοίξουν πυρ. Πυροβολισμοί ακούστηκαν από τις ταράτσες της Βουλής και του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Βρετανοί (οι οποίοι υπό την ηγεσία του στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι, είχαν φτάσει στην Ελλάδα για να υποστηρίξουν την αποκατάσταση της μοναρχίας και την επαναφορά της τάξης) ως αρχηγείο. Η σφαγή διήρκεσε περίπου μισή ώρα και προκάλεσε χάος, σοκ και πανικό.
Ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, τότε μόλις 16 ετών, θυμάται σε παλιότερο άρθρο του Guardian: «Μπορώ να δω ακόμη το αίμα να ρέει, τα σώματα που κείτονταν στους δρόμους, το σοκ και την απόγνωση. Ήμουν βέβαιος ότι θα νικούσαμε, αλλά η σφαγή αυτή έδειξε ότι το μέλλον θα ήταν σκοτεινό».
Την επομένη, το ΕΑΜ διοργανώνει γενική απεργία και νέα μεγάλη διαδήλωση διαμαρτυρίας για τα θύματα της προηγούμενης ημέρας. Η νεκρώσιμη ακολουθία στη Μητρόπολη Αθηνών μετατρέπεται σε πορεία προς το Σύνταγμα, με χιλιάδες πολίτες να φωνάζουν συνθήματα κατά της καταπίεσης. Στην κεφαλή της πομπής, τρεις μαυροφορεμένες γυναίκες κρατούν ένα πανό που γράφει: «Όταν ο Λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα».
Η πορεία, ωστόσο, βάφεται ξανά με αίμα. Πυροβολισμοί από ταράτσες ξενοδοχείων και από μέλη της οργάνωσης Χ σκορπούν τον θάνατο, με αποτέλεσμα περίπου 40 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες. Η κατάσταση βγαίνει εκτός ελέγχου, ενώ οι μάχες στους δρόμους γενικεύονται.
Η ένταση φτάνει στο αποκορύφωμα, όταν ο Βρετανός στρατηγός Σκόμπι, έχοντας λάβει εντολές από τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, κηρύσσει στρατιωτικό νόμο στην Αθήνα. Η πόλη γεμίζει με στρατιωτικές δυνάμεις, ενώ βρετανικά τανκ και αεροπλάνα καταλαμβάνουν θέσεις-κλειδιά. Η σύγκρουση αποκτά πλέον χαρακτηριστικά ανοιχτού πολέμου.
Ο ΕΛΑΣ, από την πλευρά του, ξεκινά αντεπιθέσεις κατά αστυνομικών τμημάτων, παραστρατιωτικών οργανώσεων και κυβερνητικών δυνάμεων. Η πόλη μετατρέπεται σε πεδίο μάχης, με τους Αθηναίους να βρίσκονται παγιδευμένοι ανάμεσα σε δύο πυρά.
Τα γεγονότα της 4ης Δεκεμβρίου ήταν μόνο η αρχή ενός εφιαλτικού Δεκέμβρη που έμελλε να σημαδέψει την πορεία της χώρας. Οι Βρετανοί και οι κυβερνητικές δυνάμεις από τη μία πλευρά, και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από την άλλη, οδηγούνται σε μια μετωπική σύγκρουση, που άφησε πίσω της χιλιάδες νεκρούς και έφερε την πρωτεύουσα (μόλις δύο μήνες μετά την απελευθέρωσή της από τους Γερμανους.