Ο Νίκος Ξυλούρης με καταγωγή από τα Ανώγεια Ρεθύμνου, γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936. Έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια λόγω της εισβολής των Γερμανών το 1941 και την ολοσχερή καταστροφή του χωριού του από λεηλασίες και φωτιές, αλλά επιπλέον λόγω των δυσχερειών και της φτώχειας που επικρατούσαν στα χρόνια του
‘40.
Αφήνει γρήγορα τα Ανώγεια και μετακομίζει στο Ηράκλειο για να μάθει γράμματα τότε ευχή όλων των γονιών, αλλά η κλίση και η αστείρευτη αγάπη του για τη λύρα και τη μουσική, του πλέκουν ήδη το εγκώμιο. Ξεπερνώντας το σκόπελο των γονικών αντιρρήσεων και με αρωγό του τον δάσκαλο Μενέλαο Δραμουντάνη, κάθε φορά που
κρατά τη λύρα στα χέρια του, εκείνη ζωντανεύει και σκορπά απλόχερα μελωδίες – ύμνους – μαντινάδες που αγγίζουν στο έπακρο την Κρητική ψυχή.
Δύσκολες εποχές, με στερήσεις και εγκράτεια διότι οι κόποι του αμείβονται ελάχιστα, επιπλέον οι αρκετοί μέχρι τότε λυράρηδες βλέπουν με κακεντρέχεια την είσοδό του στο χώρο τους και τέλος οι ξενόφερτοι ρυθμοί των βαλς και σάμπα, αποτελούν δέλεαρ για τη διασκέδαση της νέας γενιάς. Σε πείσμα των καιρών, ο Ψαρονίκος τιμά την Κρητική παράδοση, την τραγουδά απ’ άκρη σ’ άκρη του νησιού και μένει πιστός στους αγνούς στίχους που μιλούν για αγάπες, έρωτες, βάσανα, ξενιτιές και πίκρες.
Απρόσμενα γνωρίζει τη γυναίκα της ζωής του την Ουρανία Μελαμπιανάκη, ανήκουν σε διαφορετικούς μεν, αλλά η ζωή δεν υπολογίζεται με τον παρά, αλλά με την αγάπη.
Την πολιορκεί, της κάνει καντάδες και ως γνήσιος Κρητικός κλέβει την αγαπημένη του, αδιαφορώντας για τις ταξικές τους ανισότητες. Θα παντρευτούν το 1958, θα αποκτήσουν δύο υπέροχα παιδιά τον Γιώργο και τη Ρηνιώ και θα μείνουν μαζί μέχρι τη στιγμή που το πεπρωμένο απροσδόκητα και άδικα θα εισβάλει στη ζωή τους…
Ο τροβαδούρος Νίκος Ξυλούρης με υπομονή και επιμονή ανεβαίνει σταθερά τα σκαλιά της επιτυχίας και φανερώνει στους υπόλοιπους Έλληνες την Κρήτη μέσα από τα τραγούδια του με τη χαρακτηριστική φωνή του. Το 1966 ο Κρητικός λυράρης, σε ένα διαγωνισμό δημοτικής μουσικής στο Σαν Ρέμο Ιταλίας, παίζοντας με τη λύρα του ένα μελωδικό συρτάκι, αποκτά το 1 ο βραβείο, το οποίο δέχεται διακριτικά και συνετά, όπως άλλωστε αρμόζει στο χαρακτήρα του.
Το 1969, κάνουν το μεγάλο βήμα και ανεβαίνουν οικογενειακώς στην Αθήνα, μια πόλη που ο κόσμος της τον αγκαλιάζει και τον αποθεώνει σε κάθε του εμφάνιση. Η καριέρα του εκτοξεύεται, η φήμη του οργώνει την Ελλάδα και η φωνή του γίνεται σύμβολο και αργότερα γίνεται σημαία της αντίστασης στα χρόνια της Δικτατορίας.
Το 1973, συμμετέχει στο θεατρικό έργο της εποχής «Το μεγάλο μας τσίρκο» με τους Τζένη Καρέζη και Κώστα Καζάκο, τραγουδά Σταύρο Ξαρχάκο και αποκτά το προσωνύμιό του Αρχάγγελος της Κρήτης, από την Καρέζη η οποία μαγεμένη, υποκλίνεται στο μεγαλείο της ψυχής και της αρχαγγελικής μορφής του…
Η προ των πυλών εξέγερση του Πολυτεχνείου, λούζεται με τη φωνή του και ο φωτογραφικός φακός τον αποθανατίζει πίσω από τα κάγκελα, να δίνει το ρυθμό με τα τραγούδια του Αγρίμια και αγριμάκια μου, πότε θα κάνει ξαστεριά, μπήκαν στην πόλη οι οχτροί. Η συνέχεια προδιαγεγραμμένη. Τα τραγούδια λογοκρίνονται και απαγορεύονται, η μπουάτ που εμφανίζεται κλείνει, του στερείται κάθε είδους εμφάνιση, και φυσικά όλος αυτός ο συρφετός εντείνει το κλίμα κι αντί να τον αφανίσει τον απογειώνει ακόμα πιότερο.
Το 1979, μεταφέρεται εσπευσμένα στη Νέα Υόρκη όπου θα διαγνωστεί ότι πάσχει από καρκίνο. Εγχειρίζεται και επιστρέψει για να πολεμήσει στον τόπο του τον ύπουλο εχθρό, αλλά δυστυχώς δε θα τα καταφέρει. Αφήνει την τελευταία του πνοή στις 8 Φεβρουαρίου του 1980 σε ηλικία 44 ετών και μετακομίζει στη γειτονιά των αγγέλων,
προκαλώντας το θρήνο χιλιάδων ανθρώπων που με δάκρυα στα μάτια τον συνοδεύουν στην τελευταία του κατοικία σιγοτραγουδώντας:
Έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά
και ο πατέρας του στον Άδη άκουσε μια τουφεκιά…
Συνεργάστηκε άψογα με βετεράνους του καλλιτεχνικού χώρου (Μαρκόπουλος, Ξαρχάκος, Χατζηδάκις, Χάλαρης) και κάθε τι που δημιουργούσε στεφόταν με μεγάλη επιτυχία. Τραγούδια του όπως Ερωτόκριτος, ήταν μια φορά, μια παντρεμένη αγαπώ (φιλεντέμ), η μπαλάντα του κυρ Μέντιου, φίλοι και αδέρφια, χίλια μύρια κύματα, ζαβαρακατρανέμια, γεια σου χαρά σου Βενετιά, πρωταγωνιστούν σε συναυλίες και ραδιοφωνικές εκπομπές, μας συντροφεύουν σε διάφορες καμπές της ζωή μας, επισφραγίζοντας ότι ο αρχάγγελος βρίσκεται ανάμεσά μας.
Φοβάμαι να αποτολμήσω την κατακλείδα του άρθρου. Που να αναφερθώ, στο καθάριο βλέμμα του, στη μελαγχολική χροιά του, στη λεβεντιά της ψυχής του, στην αυθεντική του έκφραση, στη ζωντάνια της φωνής του ή στην αγγελική μορφή του; Όλα μαζί δημιούργησαν ένα κράμα ανθρώπου σπάνιας ομορφιάς που στη θύμηση του, σχεδόν 40 χρόνια μετά το θάνατό του, ακόμα συγκινείσαι…
Κατερίνα Σιδέρη