Σήμερα στην πατρίδα μας, δυστυχώς οι ελληνικοί κινηματογράφοι είναι μετρημένοι στα δάκτυλα, βλέπετε η τεχνολογία η κρίση και άλλοι παράγοντες μας οδήγησαν να μην πηγαίνουμε στις αίθουσες με αποτέλεσμα να κλείνουν.
Αξίζει όμως να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω και να δούμε την ιστορία του κινηματογράφου στην Ελλάδα.
Η πρώτη προβολή κινηματογραφικών εικόνων στην Αθήνα γίνεται στις 28 Νοεμβρίου 1896, γίνεται σε ένα μαγαζί της στοάς Κολοκοτρώνη. Με εισιτήριο ακριβό, το πρόγραμμα περιλαμβάνει διάφορα αξιοπερίεργα, όπως άλογα που έτρεχαν στα Ηλύσια Πεδία και χορούς της διάσημης χορεύτριας του αμερικανικού βαριετέ Λόιε Φούλερ. Η ιστορία διασώζει τα ονόματα των επιχειρηματιών Ψυχούλη και των αδελφών Κασσέλα, την περίοδο δηλαδή που ο κινηματογράφος δεν έχει στέγη και περιφερόταν στις πλατείες και τα καφενεία.
Ο ελληνικός αλλά και ο Βαλκανικός κινηματογράφος ξεκινάει το 1906 με τους αδερφούς Γιαννάκη και Μίλτο Μανάκια που αρχίζουν να κινηματογραφούν στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, όταν ακόμα βρίσκεται στην επικράτεια της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Μανάκια δημιουργούν ένα μοναδικής αξίας αρχείο με πάνω από 60 ταινίες. Η πρώτη σωζόμενη ταινία τους χρονολογείται από το 1905 και αντλεί το θέμα της από το χωριό καταγωγής των Μανάκια, την Αβδέλλα Γρεβενών, πρόκειται για τις «Υφάντρες», με πρωταγωνίστρια την ηλικίας…116 ετών γιαγιά τους, στην αυλή του εξοχικού σπιτιού τους.
Το 1907 ανοίγει ο πρώτος κινηματογράφος στην Αθήνα
Οι πρώτες ελληνικές παραγωγές και εταιρείες παραγωγής
Το 1911, ο Κώστας Μπαχατώρης, παρουσίασε στην οθόνη, το κωμειδύλλιο του Περισιάδη «Γκόλφω», που γνώρισε στο θέατρο μεγάλη επιτυχία. Πρωταγωνίστρια η βεντέτα του θεάτρου της εποχής Ολυμπία Δαμάσκου. ¨ηταν η πρώτη μεγάλη ταινία. Είχε μήκος δύο χιλιάδες μέτρα, διαρκούσε δηλαδή περίπου μια ώρα και δέκα λεπτά, και γυρίστηκε εξ ολοκλήρου σ’ ένα φωτογραφικό στούντιο. Η ταινία είχε πολλά ελαττώματα και λάθη, αλλά ο κόσμος την υποδέχθηκε με ενθουσιασμό, πράγμα που παρακίνησε πολλούς να μιμηθούν τον Μπαχατώρη.
Η πρώτη επιχείρηση παραγωγής ταινιών γίνεται το 1912 από τον κωμικό Σπυρίδωνα Δημητρακόπουλο που συστήνει την «Αθήνη φιλμ» και γυρίζει την πρώτη της ταινία ήταν ένα μικρό ντοκιμαντέρ γύρω από τη ζωή των νεαρών Ελλήνων πριγκίπων και συνεχίζει με μερικές κωμωδίες σύντομης διάρκειας (Κβο Βάντι Σπυριντιόν, Σπυριντιόν Χαμαιλέων, Σπυριντιόν Μπέμπης κ.α.), παίζοντας ταυτόχρονα το ρόλο του παραγωγού, του σκηνοθέτη και του πρωταγωνιστή. Ύστερα από αυτό γυρίστηκε μία άλλη ταινία μήκους χιλίων μέτρων με τίτλο «Η τύχη της Μαρούλας», που αποτελούσε την πρώτη ελληνική ταινία με αξιώσεις στοιχειώδους καλλιτεχνικού και τεχνικού επιπέδου και γυρίστηκε από την εταιρεία «Άστυ φιλμ» που ιδρύθηκε το 1916. Σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου, η μετατροπή του θερινού θεάτρου Αττικόν οριστικά σε κινηματογράφο το 1912.
ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1920
Η πρώτη μεγάλη εμπορική επιτυχία έρχεται το 1920 με το φιλμ “Ο Βιλλάρ στα γυναικεία λουτρά του Φαλήρου”, στο οποίο είναι σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής ο κωμικός ηθοποιός Βιλλάρ – ψευδώνυμο του κρητικής καταγωγής Νικολάου Σφακιανάκη. Ο πίο διάσημος κινηματογραφικός αστέρας στα χρόνια του 20 είναι ο Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ που γνώρισε κι αυτός μια πρόσκαιρη δόξα. Αξιοσημείωτες είναι οι προσπάθειες του Αχιλλέα Μαδρά που γυρίζει τον “Μάγο της Αθήνας” και τη “Μαρία Πενταγιώτισσα”.
Την χρονική περίοδο 1928- 1931 μεγαλουργεί η κινηματογραφική επιχείρηση “Νταγκ- Φιλμ” που λειτουργούσε ήδη από το 1918 και ασχολήθηκε με ιστορικές ταινίες και την κινηματογράφηση λογοτεχνικών έργων. Ξεχωρίζουν οι ταινίες “Δάφνις και Χλόη” (1931 σε σκηνοθεσία Ο. Λάσκου), “Έρως και κύματα” (1928 σε σκηνοθεσία Δ. Γαζιάδη). Στην ταινία “Δάφνις και Χλόη” εμφανίζεται το πρώτο γυμνό του Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου
ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1930
Το 1932 παίζεται στους κινηματογράφους η πρώτη ομιλούσα ταινία ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας, της “Ολύμπια Φιλμ” σε σκηνοθεσία Δ. Τσακίρη. “Οι Απάχηδες των Αθηνών” που είναι μια μεταφορά της πετυχημένης οπερέτας του Νίκου Χατζηαποστόλου, θεωρείται μια από τις πιο αξιόλογες προσπάθειες του ομιλούντα κινηματογράφου και η προβολή της συνοδεύεται από τα τραγούδια του έργου και κάποιους ήχους γραμμένους σε ένα γραμμόφωνο που κρύβεται πίσω από την οθόνη.
Ο Φιλοποίμην Φίνος εμφανίζεται στο προσκήνιο της Ελληνικής παραγωγής ιδρύοντας μαζί με συνεταίρους το 1939 στο Καλαμάκι τα “Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο” και γυρίζει την πρώτη του ταινία σαν παραγωγός, αλλά και σκηνοθέτης, “Το τραγούδι του χωρισμού”, που είναι η πρώτη κι η τελευταία που σκηνοθετεί.
Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1940
Μέσα στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής που ακολουθεί, ο Φίνος ιδρύει τη “Φίνος Φιλμ” (1942) που έμελλε να σφραγίσει την ιστορία του Ελληνικού κινηματογράφου. Μέσα στην κατοχή γυρίζονται δύο σημαντικές ταινίες, Η φωνή της καρδιάς (1943, σε σκηνοθεσία Δ. Ιωαννόπουλου) και Χειροκροτήματα (1944, σε σκηνοθεσία Γ. Τζαβέλα). Και στις δύο εμφανίζεται στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση ο νεαρός πρωταγωνιστής του θεάτρου Δημήτρης Χορν προκαλώντας αίσθηση. Στην ουσία αυτές οι δύο ταινίες είναι που εγκαινιάζουν μια νέα πολύ δημιουργική περίοδο για το ελληνικό σινεμά.
Δεκαετία 50
Την δεκαετία του ’50 και ως τις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο ελληνικός κινηματογράφος χαράζει ανοδική πορεία και μεγαλώνει το ενδιαφέρον για τα εγχώρια φιλμ που καθρεφτίζουν την σύγχρονη ζωή.
Εμφανίζονται νέοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί που γνωρίζουν την αποδοχή του κινηματογραφικού κοινού όπως ο Αλέκος Σακελάριος, ο Νίκος Τσιφόρος, η Έλλη Λαμπέτη, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, η Ειρήνη Παπά, ο Λογοθετίδης με ταινίες που γυρίστηκαν σε σύγχρονα στούντιο της Αιγύπτου κ.α. Διαπιστώνεται αύξηση της κινηματογραφικής παραγωγής που ξεπερνά τα 60 φιλμ τον χρόνο. Το μεγαλύτερο μέρος των φιλμ ωστόσο ήταν μελοδράματα (μελό) και εμπορικές κατασκοπευτικές περιπέτειες.
Το 1956, θα προβληθεί στους ελληνικούς κινηματογράφους η πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία, «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας», σε σενάριο και σκηνοθεσία Ηλία Παρασκευά και πρωταγωνιστές τους Δημήτρη Παπαμιχαήλ, Καίτη Λαμπροπούλου, Ανδρέα Φιλιππίδη, Στέλλα Γεωργιάδη, Χριστόφορο Νέζερ κ.ά. Ωστόσο, η πρώτη (χρονολογικά) έγχρωμη ελληνική ταινία είναι οι «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» (1956) σε σενάριο Ηλία Λυμπερόπουλου και σκηνοθεσία Γιάννη Πετροπουλάκη. Στην ταινία κάνει την πρώτη κινηματογραφική της εμφάνιση η Ρένα Βλαχοπούλου. Η επεξεργασία της ταινίας κράτησε αρκετά, με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσει στις αίθουσες δεύτερη, μετά τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας». Πριν αυτών, είχε προηγηθεί ΤΟ 1931 η πρώτη προσπάθεια για τεχνητή έγχρωμη ελληνική ταινία και ήταν ο «Μάγος της Αθήνας». Γυρίστηκε σε αρνητικό ασπρόμαυρο και χρωματίστηκε καρέ-καρέ στο χέρι. Ήταν παραγωγή της «Aζάξ Φιλμ» του Aχιλλέα Mαδρά σε σκηνοθεσία του ιδίου.
Ορισμένες ταινίες που ξεχωρίζουν αυτή την περίοδο είναι «Η κάλπικη λύρα» (1955 σε σκηνοθεσία Γ. Τζαβέλα), η ταινία «Πικρό Ψωμί» (1951 σε σκηνοθεσία Γ. Γρηγορίου), η ταινία «Ο Δράκος» (1956 σε σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου), η ταινία «Στέλλα» (1955, σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη και σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλη).
Η «Φίνος Φίλμ» σφραγίζει αυτή την περίοδο την εμπορικό ελληνικό κινηματογράφο με ταινίες όπως «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Η θεία από το Σικάγο», «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» κ.ά.
Δεκαετία 60 – Ο «χρυσός αιώνας» του ελληνικού κινηματογράφου- Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ΕΩΣ 1974)
Η δεκαετία του 1960 είναι η δεκαετία ακμής του ελληνικού κινηματογράφου (πληθώρα παραγωγής ταινιών, βραβεύσεις και αριθμητικές συγκρίσεις με διεθνείς παραγωγές), η δεκαετία που η ελληνική κινηματογραφική παραγωγή αναδεικνύει ινδάλματα: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Τζένη Καρέζη, Ανδρέας Μπάρκουλης, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Αλέκος Αλεξανδράκης, Νίκος Κούρκουλος, Ζωή Λάσκαρη κ.α. είναι μερικά από τα ονόματα που γνώρισαν μεγάλες επιτυχίες την περίοδο εκείνη.
Ένα μεγάλο ποσοστό των ταινιών που έγιναν την δεκαετία του 60, ήταν κωμωδίες που δείχνει την επιθυμία να ξεχάσουν τα βάσανα και τις εντάσεις του άμεσου παρελθόντος. Το σενάριο της ταινίας ήταν τυπική κωμωδία αρκετά απλή και έξυπνη και σχεδόν σε κάθε ταινία υπάρχει μια σκηνή από μια βραδινή έξοδο στα μπουζούκια (που ηταν το απαραίτητο βαριετέ). Αυτό έδωσε την ευκαιρία να παίρνουν μέρος στις ταινίες διάσημοι μουσικοί και τραγουδιστές και να αναπτύχθει η λαϊκή μουσική της εποχής. Από τα πιο δημοφιλή ονόματα που πέρασαν απο τις ταινίες αυτης της εποχής ήταν οι μεγάλοι του ελληνικού τραγουδιού όπως ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Μανώλης Χιώτης και η Μαίρη Λίντα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς και πολλοί άλλοι.
Επίσης στις περισσότερες ελληνικές ταινίες, ο παραγωγός ή ο σκηνοθέτης. χρησιμοποιούν συχνά παλαιούς ή νέους δίσκους ή φωνοταινίες με κλασικά ή μοντέρνα κομμάτια. Αυτό δεν είναι βέβαια δημιουργική δουλειά. Στις φροντισμένες όμως ελληνικές ταινίες, η μουσική επένδυση ανατίθεται σε δόκιμους συνθέτες. Τέτοιοι συνθέτες αναδείχθηκαν πολλοί και καλοί στον ελληνικό κινηματογράφο. Ο Μάνος Χατζηδάκης (Ποτέ την Κυριακή, Μανταλένα) και ο Μίκης Θεοδωράκης (Ζορμπάς), με παγκόσμια αναγνώριση, ο Κώστας Καπνίσης (Παπαφλέσσας, Υπολοχαγός Νατάσα), ο Σταύρος Ξαρχάκος (Κορίτσια στον ήλιο, Διπλοπενιές, Λόλα, Τα κόκκινα φανάρια), ο Γιάννης Μαρκόπουλος (Επιχείριση Απόλλων, Ντάμα σπαθί), ο Νίκος Μαμαγκάκης (Η νεράιδα και το παλικάρι, Η αρχόντισσα και ο αλήτης), ο Γιώργος Κατσαρός (Η κόμισσα της Κέρκυρας), ο Μίμης Πλέσσας (Οι θαλασσιές οι χάντρες) κ.ά .
Άλλα είδη ήταν τα ελληνικά γουέστερν όπως ΤΟ ΧΩΜΑ ΒΑΦΤΗΚΕ ΚΟΚΚΙΝΟ, τα βουκολικά-φουστανέλας (Ο ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑΣ, ΑΣΤΕΡΩ, κλπ), τα μιούζικαλ που εισήγαγε ο Δαλιανίδης (ΜΕΡΙΚΟΙ ΤΟ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΚΡΥΟ, ΚΑΤΙ ΝΑ ΚΑΙΗ) , τα πολυάριθμα δράματα και μελό, τα αστυνομικά φιλμ-νουάρ (Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ, ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ, ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ) ενώ πλάθονται χαρακτήρες όπως Καββαδία η κακιά, Μάτσας ο προδότης, Ζαφειρίου η μάνα, Ξανθόπουλος το παιδί του λαού, Βέγγος ως πράκτωρ ΘΒ, Φούντας ο σκληρός , Μακρής ο μεθύστακας κλπ.
Μια “χρυσή” εποχή που έχει σημείο αναφοράς τα ….πάντα:
Και την ΠΟΣΟΤΗΤΑ παραγωγής έργων και την ΠΟΙΟΤΗΤΑ παραγωγής και τους ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ και την ΔΙΕΘΝΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ και τη ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ.
Ο Ελληνικός Κινηματογράφος αυτής της εποχής συναγωνίζεται σε αριθμό στα ίσια το HOLYWOOD
Την διετία 1966-1967 είχαμε 118 ταινίες μέσα σε 2 χρόνια…..!
Την περίοδο 1960-1967 έχουμε 450 ταινίες πρώτου επιπέδου.
Στο 1960 μονάχα λειτουργούν 350 Κινηματογραφικές αίθουσες μονάχα στην ΑΘΗΝΑ…!!!
Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1970
Στη δεκαετία του 70 ανθούν πολύ οι ιστορικού και πολεμικού περιεχομένου ταινίες (ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ, ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΝΟΥΣ, ΟΧΙ, ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ, ΟΙ ΓΕΝΝΑΙΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ, ΔΩΣΤΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ) όπως επίσης και τα κοσμοπολίτικα φιλμ περιπέτειας όπως ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ, ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΣΑΡΚΑ.
Επίσης βγαίνουν αρκετές ταινίες ερωτικού κινηματογράφου, Από το 1970 μέχρι τις αρχές του 1980 έχουμε περίπου 180 Κινηματογραφικές ταινίες του είδους.
δημιουργός κατ’ εξοχήν του είδους Σκηνοθέτης ΟΜΗΡΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ γύρισε τις περισσότερες (ΠΙΟ ΘΕΡΜΗ ΚΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ, ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ κλπ)
Το 1974 ιδρύεται η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών του κινηματογράφου
Όμως αυτή η φόρα που παίρνει ο κινηματογράφος με τη μεταπολίτευση και την είσοδο νέων δημουργών, δεν κρατάει για πολύ. Η τηλεόραση είναι νέο μέσο για την Ελλάδα και η άνοδος της μουδιάζει το κοινό που αποσύρεται σιγά σιγά από τις κινηματογραφικές αίθουσες. Η τηλεόραση επίσης απορροφάει πολλούς από τους δημιουργούς του κινηματογράφου.
Η έλλειψη χρημάτων κάνει την κινηματογραφική παραγωγή να εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις κρατικές επιχορηγήσεις.
Η συνέντευξη του Φιλοποίμενα Φίνου που ακολουθεί δόθηκε στην Σούλα Αλεξάνδρου και δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό Επίκαιρα, στο τεύχος 220 (20-26 Οκτωβρίου 1972). Αναδημοσιεύεται, εδώ, ολόκληρη και με τις απολύτως απαραίτητες ορθογραφικές-γραμματικές προσαρμογές και επεξηγήσεις.
— Κύριε Φίνο, μιλήστε μου για εκείνη την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, τότε που όλα έδειχναν πως τα πράγματα θα βάδιζαν έναν άλλο δρόμο, ακόμη και στον κινηματογράφο…
Ναι, ήταν μια εποχή έξαρσης και ανασυγκρότησης. Ελπίζαμε πως θα φτιαχτούμε, θα πάμε μπροστά. Διαψευστήκαμε.
— Αν μετρήσουμε τα χρόνια από το ’45 έως σήμερα (σ.σ. 1972) έχουμε 27. Σ’ αυτό το διάστημα, που δεν είναι ευκαταφρόνητο, ο ελληνικός κινηματογράφος βάδισε το δρόμο που έπρεπε;
Παραπάνω απ’ ό,τι έπρεπε. Πέστε μου μια ανάλογη πορεία σε μια άλλη χώρα.
— Μήπως είστε επιεικής; Ο ιταλικός κινηματογράφος δημιούργησε μεταπολεμικά αριστουργήματα, κι ένα κινηματογραφικό κίνημα που ούτε να μιμηθούμε καταφέραμε μέχρι σήμερα…
Ναι, αλλά αναρωτηθήκατε τι ήταν ο ιταλικός κινηματογράφος πριν τον πόλεμο; Και πόση κρατική βοήθεια είχε μετά; Εμείς είμαστε 6-7 εκατομμύρια ρακένδυτοι και πεινασμένοι, χωρίς τεχνική ή πολιτιστική παράδοση. Ας μην έχουμε παράλογες απαιτήσεις. Τα μηχανήματα που χρησιμοποιούσαμε ήταν αυτά που οι άλλες χώρες είχαν τοποθετήσει σε μουσεία.
Εγώ δεν είμαι καλλιτέχνης, είμαι τεχνικός. Καλλιτέχνης είναι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Όσο για μένα, υπηρετώ την τεχνική μέσα από την οποία εκφράζεται η τέχνη. Και φροντίζω να την υπηρετώ όσο μπορώ πιο σωστά.
— Κύριε Φίνο ας προχωρήσουμε από τα μηχανήματα στους ανθρώπους. Το έμψυχο υλικό είναι κυρίως που βαραίνει και κάνει θαύματα…
Κι αυτό ήταν χωρίς παράδοση. Ό,τι ξέραμε το ξέραμε από ένστικτο. Ωστόσο με τον ερασιτεχνισμό δεν κάνεις θαύματα.
— Ποια ήταν όλα αυτά τα χρόνια η επίσημη κυβερνητική πολιτική απέναντι στην έβδομη Τέχνη;
Ανύπαρκτη. Μόνο επί υπουργίας Μάρτη οι αρμόδιοι σταμάτησαν να γελάνε ακούγοντας για ελληνικό κινηματογράφο. (σ.σ. ο Νικόλαος Μάρτης ήταν υπουργός Βιομηχανίας της κυβέρνησης της ΕΡΕ, στο διάστημα 1958-1961– ο κινηματογράφος υπαγόταν τότε στη «βιομηχανία»).
— Περάσαμε ωστόσο από μια περίοδο κάποιας ακμής σε μια άλλη τέλειας παρακμής. Από μια χρονολογία και ύστερα άρχισαν οι συνταγές «κλισέ», η θεματολογική μίμηση. Εξαφανίστηκε ακόμη και η διάθεση για κάποια ποιότητα…
Δεν θα απαντήσω, γιατί θα πρέπει να θίξω συναδέλφους.
— Ας περιοριστούμε τότε στις δικές σας ταινίες. Παλαιότερα είχαν μια μικρή ή μεγάλη σχέση με την ελληνική πραγματικότητα. Ακόμη και τα μελό ήταν πιο κοντινά και πιο ανθρώπινα από τις δήθεν κοινωνικές ταινίες αμερικάνικου τύπου, που στήνουν είδωλα ψεύτικα και ανεδαφικά…
Στην περίοδο που αναφέρεσθε γύριζα μια-δυο ταινίες το χρόνο. Τώρα γυρίζω δώδεκα-δεκατρείς. Μέσα σ’ αυτές προσπαθούμε να γυρίσουμε και μια-δυο καλύτερες. Χρειάζεται να τροφοδοτήσουμε τους δύο χιλιάδες πελάτες του κυκλώματος (σ.σ. εννοεί τους αιθουσάρχες). Τα βασικά μας μόνο έξοδα φτάνουν τις 500.000 δραχμές την εβδομάδα. Πώς θα υπάρξουμε αν κάνουμε πειράματα με ταινίες τέχνης και χάνουμε χρήματα; Αυτό είναι δουλειά του κράτους. Ύστερα, αυτά τα σενάρια που δεν άρεσαν σ’ εσάς άρεσαν στο κοινό.
— Σύμφωνοι. Οι προτιμήσεις του κοινού είναι φυσικό να παίζουν ρόλο καθοριστικό στην παραγωγή σας. Ωστόσο, στη διαμόρφωση της αισθητικής του κι εσείς παίξατε το ρόλο σας. Έχετε λοιπόν κάποιο μέρος της ευθύνης…
Η ευθύνη ανήκει στο κράτος. Εκείνο θα διαμορφώσει το γούστο και την αισθητική του κοινού, ξεκινώντας από την παιδεία. Πώς λέει «πάρτε εκατομμύρια και φτιάξτε ξενοδοχεία». Ο δικός του ρόλος είναι εκπολιτιστικός. Εγώ είμαι επαγγελματίας. Φροντίζω να μην κάνω καμιά απάτη.
Έχετε την απαίτηση να μιλήσουμε για ποιότητα όταν στην ΥΕΝΕΔ (σ.σ. το στρατιωτικό κανάλι της τότε κρατικής τηλεόρασης) στέλνουν γράμματα και απειλούν πως θα κάνουν παρέλαση με μαύρες σημαίες αν εκτελεστεί η Χριστίνα Ψάχου; (σ.σ. ηρωίδα του σίριαλ «Ο Άγνωστος Πόλεμος», την υποδυόταν η Γκέλυ Μαυροπούλου).
Όταν αυτό είναι το κοινό, κι όταν το κράτος δεν κάνει τίποτα, γιατί θα γίνω εγώ ο «πιονέρος»; Το εμπόριο είναι παντού το ίδιο. Και στις γαλλικές εργατικές συνοικίες αγνοούν τον Γκοντάρ και τον Ρενέ. Μόνο που υπάρχει εκεί μια Σορβόνη, πολιτιστικό επίπεδο ανεβασμένο, αγωνία για την παιδεία.
— Και το μεράκι κύριε Φίνο; Εκείνο που σας έκανε να κατασκευάσετε σχεδόν με τα χέρια το πρώτο σας μηχάνημα; Πέθανε οριστικά, εξαφανίστηκε από τις οικονομικές ευθύνες;
Αυτό αφορά εμένα κι όχι αυτούς που θέλουν να το εκμεταλλευτούν. Σε μια εποχή που ούτε υπήρχε καν σκέψη για ταινίες ποιότητος εγώ γύρισα τη «Νεκρή Πολιτεία» (σ.σ. ταινία του 1951 σε σκηνοθεσία Φρίξου Ηλιάδη). Αν δεν ήταν αριστούργημα εντάξει, όμως μόνο αυτή την πρόταση είχα τότε. Και την πίστεψα. Ήταν μια περίοδος που είχα χρήματα στο συρτάρι μου. Τα ‘δωσα και τα ‘χασα κι ούτε έβαλα μυαλό. Γύρισα τους «Παράνομους» του Κούνδουρου, μπήκα συμπαραγωγός στο «Ποτάμι», που δεν παίχτηκε ποτέ και συνέχισα με την «Κεφαλή της Μέδουσας» (σ.σ. το γνωστό και ως Vortex), που ήταν αποτυχία.
— Αυτές οι παρενθέσεις είναι η δικαίωσή σας;
Είναι παρενθέσεις ακριβά πληρωμένες.
— Ωστόσο, το οικονομικό θέμα δεν μου φαίνεται να σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Αλήθεια, σας αποκαλούν μεγιστάνα. Είστε;
Δεν είμαι, και πραγματικά δεν με ενδιαφέρει να μαζεύω χρήματα. Ζω άνετα κι αυτό μου φτάνει, δεν έχω απογόνους, κι όσα κερδίζω πάλι στη δουλειά
— Σαν επιχειρηματία, άλλοι σας θεωρούν επιτυχημένο κι άλλοι αποτυχημένο. Λένε πως δεν τολμήσατε να ξανοιχθείτε στην ξένη αγορά, να απομακρυνθείτε από το κοινό της ελληνικής συνοικίας…
Επιχειρηματίας είμαι, μάλλον αποτυχημένος. Πετυχημένος είμαι μόνο σαν τεχνικός. Όσο για τόλμη ήμουν συμπαραγωγός στην «Ηλέκτρα» (σ.σ. ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη από το 1962). Κέρδισα μάλιστα στο Φεστιβάλ των Καννών το πρώτο βραβείο για την ποιότητα του ήχου, έχοντας συναγωνιστές Αμερικανούς, Άγγλους και Γερμανούς. Απόπειρες έγιναν. Μόνο που για να γίνονται συχνότερα πρέπει να αντέχει ο μπεζαχτάς. Και δεν αντέχει πάντα.
— Κύριε Φίνο, γιατί δεν γυρίσατε το «Λάθος» του Σαμαράκη; Λέτε συχνά πως δεν υπάρχουν σενάρια…
Πιστεύετε πως θα το αφήσουν να γυριστεί, ακόμη και με την ξένη εταιρεία; (σ.σ. εννοεί πως θα λογοκρινόταν) Ύστερα μόνο το «Λάθος»; Χρόνια τώρα σκοντάφτουμε στη λογοκρισία. (σ.σ. το «Λάθος» γυρίστηκε τελικά από τον Peter Fleischmann το 1975). Το 1948 κινδύνευσα να πάω φυλακή γιατί γύρισα μια ταινία όπου γυναίκα Έλληνα αξιωματικού ερωτεύεται Γερμανό. (σ.σ. πρόκειται για την ταινία «Η τελευταία αποστολή» του Νίκου Τσιφόρου).
— Κατηγορείσθε ότι κατασκευάσατε είδωλα, σε μια χώρα όπου το βιοτικό και πολιτιστικό της επίπεδο κάνει αυτούς τους μύθους επικίνδυνους και φυσικά αδόκιμους. Αυτά τα είδωλα, τώρα που ο ελληνικός κινηματογράφος περνά κρίση, στρέφονται εναντίον σας. Παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ποιότητα της παραγωγής και στο κόστος της και σας προσάπτουν την κατηγορία πως εσείς φταίτε για την καλλιτεχνική πορεία τους. Παράδειγμα η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Νομίζω πως έλεγε κάτι σχετικό σε πρόσφατη συνέντευξή της στο περιοδικό μας. Αλήθεια, άνθρωπος έξυπνος, δεν προείδατε τους κινδύνους; Τι σας ανάγκασε να προχωρήσετε στη δημιουργία ειδώλων;
Θα αρχίσω λέγοντας τι με ανάγκασε. Η ανυπαρξία σεναρίων. Αν έχω ένα γερό σενάριο, δεν έχω ανάγκη από σταρ. Ένα μέτριο σενάριο όμως, που στηρίζεται σ’ ένα σταρ θα φέρει χρήματα. Αναγκαίο κακό λοιπόν, μια και δεν γίνεται αλλιώς.
Όσο για τις ευθύνες που καταλογίζουν οι σταρ στους παραγωγούς είναι κωμικό. Γιατί παίρνανε τα χρήματα; Εγώ είμαι έμπορος, αυτό πουλάω. Εκείνοι που είναι καλλιτέχνες ήθελαν τα σπίτια και τα αυτοκίνητα με ξένα κόλλυβα; Κανένας πρωταγωνιστής δεν είναι υποχρεωμένος να γυρίσει σενάριο, που δεν του αρέσει. Και είμαι έτοιμος να δημοσιεύσω το συμβόλαιο, αν υπάρχει κάποιος που να αμφισβητεί τα λόγια μου.
Πρέπει κάποτε να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Ευθύνη δεν έχουμε για τους καθιερωμένους. Άσε που και στους νέους εγώ δεν επέβαλα ποτέ να γυρίσουν ταινία που δεν ήθελαν. Ας μη λένε λοιπόν πως τα πήραμε στο λαιμό μας τα παιδάκια. Ήξεραν τι έκαναν. Και χαίρομαι τον Κούρκουλο, γιατί είναι θαυμάσιο παιδί κι έχει το θάρρος να ομολογεί πως γυρίζει ταινίες, για να κάνει το θέατρο που θέλει.
— Η εταιρεία σας ωστόσο δεν ανανέωσε το έμψυχο υλικό της. Οι ίδιοι άνθρωποι γυρίζουν χρόνια τώρα τις ίδιες ταινίες με τους ίδιους ηθοποιούς…
Προσπαθούμε πάντα. Δεν είναι εύκολο να βρίσκεις ανθρώπους. Άλλους απορροφά η τηλεόραση, το εύκολο ψωμί, με άλλους δεν συμφωνείς. Μπήκα συμπαραγωγός στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου (σ.σ. «Μέρες του ’36»), όχι για να του κάνω χάρη, αλλά γιατί την πίστεψα. Και σκέφτηκα σαν έμπορος πως είναι μια ταινία που θα δουλέψει.
— Θα ήθελα να μιλήσουμε για τον θεατή Φίνο. Τον ιδιώτη, όχι τον παραγωγό. Τι ταινίες βλέπει, ποιες προτιμά;
Δύσκολο να απαντήσω. Θα έλθω σε αντίθεση με όσα είπα. Ωστόσο θα προχωρήσω. Κατ’ αρχάς βλέπω όλες τις ταινίες επαγγελματικά. Σαν ιδιώτης χαίρομαι τη «Χιροσίμα αγάπη μου», αλλά αρνούμαι το «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ» (σ.σ. ταινίες του Αλέν Ρενέ). Απολαμβάνω το «Δράκο» του Κούνδουρου, αλλά δεν μου άρεσε η «Μέδουσα» του ίδιου. Μ’ άρεσαν ακόμη και οι «Γυμνοί στο δρόμο» που δεν δούλεψαν (σ.σ. ταινία του ’69 σε σκηνοθεσία Δαλιανίδη).
— Χαίρομαι για το θεατή Φίνο. Αλήθεια, πέστε μου, αυτά τα χρόνια τόσοι και τόσοι πέρασαν από κοντά σας. Κάποιους θα αγαπήσατε περισσότερο. Ποιοι ήταν;
Δεν μπορώ να σας απαντήσω. Θα γίνω κακός με άλλους. Ο Χορν οπωσδήποτε ήταν ένας θαυμάσιος συνεργάτης, για να πάμε στους παλιότερους. Για τους πιο νέους το μόνο που μπορώ να πω είναι πως τρέφω μια αδυναμία στη Ζωίτσα (σ.σ. Λάσκαρη). Παρά τα λάθη που μπορεί να κάνει.
— Αυτός ο κόσμος του άγχους και της ψευτιάς που σας περιβάλλει σας άφησε τελείως αλώβητο; Δεν είδα ποτέ να κάνετε κοσμικές εμφανίσεις, να κυκλοφορείτε με «αυλή» ανθρώπων, να εμφανίζεστε, έστω, έξω από το χώρο της εταιρείας σας…
Όλα αυτά δεν βρίσκω να έχουν καμιά σημασία. Δεν με έθελξαν ποτέ.
— Μένει να μιλήσουμε για την εισπρακτική κρίση που σας απειλεί. Για την τηλεόραση που λέγεται πως τη δημιούργησε. Τι θα κάνετε, ποιος είναι ο δρόμος σωτηρίας;
Κατ’ αρχάς δεν πιστεύω πως για την κρίση φταίει η τηλεόραση. Κρίση ποιότητας έχουμε. Θα ξαναπώ αυτό που είχα πει πριν από καιρό, και που τόσο παρεξηγήθηκε. Ο ελληνικός κινηματογράφος βρίσκεται εν πολλοίς κάτω του μηδενός. Πρέπει να γυρίζουμε καλύτερες ταινίες, με θέματα πιο ενδιαφέροντα, με ερμηνείες καλύτερες, πιο καλά σκηνοθετημένες. Δεν μπορούμε να ζητήσουμε να κατέβει το βιοτικό επίπεδο, για να αφήσει ο κόσμος τα κέντρα, τη βόλτα και τις ταβέρνες και να γυρίσει στις κινηματογραφικές αίθουσες. Ούτε να κλείσει η τηλεόραση. Αλλά να τον τραβήξουμε με ταινίες καλύτερες.
— Και οι σταρ; Τι ρόλο παίζουν εμπορικά αυτή την κρίσιμη ώρα;
Σχετικό. Αυτό που βαραίνει στην ταινία είναι η ιστορία. Ύστερα η σκηνοθεσία και μετά ο ηθοποιός. Βοηθά κι αυτός, όταν βοηθιέται. Μια ταινία καλή, χωρίς εμπορικό όνομα, θα δουλέψει. Μια κακή ταινία, όσο εμπορικός και να είναι ο πρωταγωνιστής, δεν θα δουλέψει. Είναι κάτι απλό και απόλυτα σωστό
Το κλείσιμο αυτή της δεκαετίας, σφραγίζεται το 1977 με το κύκνειο άσμα της θρυλικής «Φίνος Φίλμς» και την ταινία «Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται» η οποία αποτελεί στην ουσία και την ταφόπλακα του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου που άνθισε την δεκαετία του 60.
Η δεκαετια του 80
Η Απαρχή της δεκαετίας του 1980 θα συνδεθεί με την εισβολή της εκτός τηςΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ και του βίντεο στο Ελληνικό σπίτι.
Ο Κόσμος σταδιακά αποτραβιέται από τις Κινηματογραφικές αίθουσες, η Κοινωνία ξεκινάει το μακρύ της ταξίδι στην εσωστρέφεια, οι παλιές γειτονιές της δεκαετίας του 1970 πεθαίνουν σταδιακά και ο Κινηματογράφος αρχίζει να στερείται από το “οξυγόνο” του, που δεν είναι άλλο από τους θεατές.
Η Δεκαετία του 1980 σηματοδοτείται με την εποχή της ΒΙΝΤΕΟ-ΤΑΙΝΙΑΣ και του CULT ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ.
Γαρδέλης, Μουστάκας, Ψάλτης, Ντούζος, Μιχαλόπουλος φέρνουν ταινίες κοινωνικού προβληματισμού, σχολείων και ντισκοτέκ, παπαδίστικες κομπανίες,
Μια περίοδος που διαπερνάει όλη τη δεκαετία του 1980 και λειτουργεί σπάζοντας το Κοινό στα δύο: Στο ψαγμένο και απαιτητικό κοινό του Ν.Ε.Κ. και το “ξέγνοιαστο” εύκολο κοινό της Βιντεο-ταινίας η οποία κι αυτή με τη σειρά της δίνει και αρκετά καλά δείγματα και αποκτά φανατικούς θαυμαστές που παραμένουν ακόμα και σήμερα
Μερικές από τις αξιοπρόσεκτες παραγωγές αυτής της δεκαετίας στον κινηματογράφο, αποτελούν οι ταινίες «Παραγγελιά» που βασίζονταν στην πραγματική ιστορία του Σπύρου Κοεμτζή και η «Λούφα και παραλλαγή» που γυρίστηκε λίγα χρόνια αργότερα και σατίριζε τα τηλεοπτικά πράγματα επί δικτατορίας. Μια ακόμα όαση στην κινηματογραφική ξηρασία της εποχής αυτής, αποτέλεσε και το «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη. Την δεκαετία αυτή σφραγίζει και η κωμωδία του Θόδωρου Μαραγκού «Μάθε παιδί γράμματα», με πρωταγωνιστές τους Βασίλη Διαμαντόπουλο, Νίκο Καλογερόπουλο και Κώστα Τσάκωνα.Ο Βέγγος συνεχίζει με επιτυχία περισσότερες κωμωδίες, αλλά αυτή τη φορά με δραματικά στοιχεία.
Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ του 1990
Η Δεκαετία αυτή έρχεται να αμβλύνει τα χαρακτηριστικά του Ν.Ε.Κ. και τις αναζητήσεις του αλλά να κάνει την Ελληνική Κινηματογραφική παραγωγή πιο συστηματική, να κάνει ανοίγματα συμπαραγωγής με τον Ευρωπαϊκό χώρο και συνάμα να σπάει και τα σύνορα της διάκρισης.
Κορυφαίος της περιόδου ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ που συνεχίζει την παγκόσμια καθιέρωσή του και το 1998 στο τέλος μιας μεγάλης εποχής βραβεύεται με ΧΡΥΣΟ ΦΟΙΝΙΚΑ στο “ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ”, έχοντας δώσει και πιο πριν μεγάλες ταινίες όπως το 1991 “ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΒΗΜΑ ΤΟΥ ΠΕΛΑΡΓΟΥ”, “ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ”.
Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ του 21ου ΑΙΩΝΑ
(2000 έως σήμερα)
O Nέος αιώνας σηματοδοτεί κάποιες σημαντικές αλλαγές στον Ελληνικό Κινηματογράφο, που τώρα πλέον εγκαταλείπει το κλίμα του Ν.Ε.Κ. και την πληθώρα των συντελεστών του και ξανοίγεται σε νέα πεδία.
Ορισμένα του χαρακτηριστικά είναι η άμεση βελτίωση των τεχνικών μέσων παραγωγής και η αύξηση της παραγωγής ταινιών.
Ο Σύγχρονος Ελληνικός Κινηματογράφος παλινωδεί ανάμεσα σε πρόχειρες εμπορικές παραγωγές που δεν έχουν τίποτα να πουν και μάλιστα θα έλεγε κανείς ότι περισσότερο μοιάζουν στη φιλοσοφία μιας τηλεοπτικής μίνι σειράς και σε σοβαρές προσπάθειες να χτιστεί ένα κύρος και μια συνέχεια ταυτότητας.
Μέσα σε αυτήν την διαπάλη, που συνεχίζεται και στις μέρες μας, ξεχώρισαν πάρα πολλές ταινίες.
Οι μεγάλες επιτυχίες εκείνης της εποχής ήταν η “ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ” με 1.600.000 εισιτήρια, αριθμός τεράστιος όπως και οι “ΝΥΦΕΣ” με 700.000 εισιτήρια αντίστοιχα και ο “EL GRECO” με 800.000 εισιτήρια.
Πάμε λοιπόν να δούμε τις πιο εμπορικές ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου:
#32 – Το Κλάμα Βγήκε απ’ τον Παράδεισο (2001) 500.000 εισιτήρια
#31 – Μικρά Αγγλία (2013) με 500.000 εισιτήρια
#30 – Η Νήσος / Νήσος (2009) με 510.343 εισιτήρια
#29 – Ένα Αστείο Κορίτσι (1970) με 549.614 εισιτήρια
#28 – Το Δόλωμα (1964) με 557.303 εισιτήρια
#27 – Τζένη Τζένη (1966) με 587.323 εισιτήρια
#26 – Το χώμα βάφτηκε κόκκινο (1965) με 588.101 εισιτήρια
#25 – Χτυποκάρδια στο θρανίο (1963) με 591.675 εισιτήρια
#25 – Κοινωνία ώρα μηδέν (1966) με 596.298 εισιτήρια
#24 – Αν… (2012) με 600.000 εισιτήρια
#23 – ΟΧΙ (1969) με 602.264 εισιτήρια
#22 – Μια κυρία στα μπουζούκια (1968) με 615.483 εισιτήρια
#21 – Ραντεβού στον Αέρα (1966) με 617.423 εισιτήρια
#20 – Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο (1980) με 618.533 εισιτήρια
#19 – Κορίτσια για Φίλημα (1965) με 619.236 εισιτήρια
#18 – Η Νεράιδα και το Παλικάρι (1969) με 625.540 εισιτήρια
#17 – Οι Γενναίοι του Βορρά (1970) με 626.676 εισιτήρια
#16 – Τι Έκανες στον Πόλεμο, Θανάση; (1971) με 640.471 εισιτήρια
#15 – Ορατότης Μηδέν (1969) με 640.720 εισιτήρια
#14 – Το Πιο Λαμπρό Αστέρι (1967) με 652.661 εισιτήρια
#13 – Η Κόρη Μου Η Σοσιαλίστρια (1966) με 659.671 εισιτήρια
#12 – Κάτι να Καίει (1964) με 660.791 εισιτήρια
#11 – Ένας Άλλος Κόσμος (2015) με 663.940 εισιτήρια
#10 – Στα Σύνορα της Προδοσίας (1968) με 710.995 εισιτήρια
#9 – Η Δασκάλα με τα Ξανθά Μαλλιά (1969) με 739.001 εισιτήρια
#8 – Λούφα και Απαλλαγή Αϊ Φορ (2008) με 750.000 εισιτήρια
#7 – Νύφες (2004) με 750.000 εισιτήρια
#6 – Η Αρχόντισσα και ο Αλήτης (1968) με 750.380 εισιτήρια
#5 – Υπολοχαγός Νατάσσα (1970) με 751.117 εισιτήρια
#4 – ElGreco (2007) με 1.200.000 εισιτήρια
#3 – Λούφα και Παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο (2005) με 1.370.000 εισιτήρια
#2 – SafeSex (1999) με 1.500.000 εισιτήρια
#1 – Πολίτικη Κουζίνα (2003) με 1.560.000 εισιτήρια
ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ έχει τεράστια καλλιτεχνική και πολιτιστική προσφορά όλα αυτά τα χρόνια της ύπαρξής του
Έχει γαλουχήσει εκατομμύρια Ελλήνων, έχει γίνει κτήμα ζωής, έχει γίνει τρόπος ζωής και κουβέντας.
Και σίγουρα έχει υποτιμηθεί διεθνώς καθώς, αν είχε είτε περισσότερα μέσα αλλά και πιο οργανωμένη στήριξη θα είχε διεκδικήσει την έτσι κι αλλιώς μεγαλύτερη διάκριση που δικαιούται.Εμείς είμαστε εδώ για να τον ζούμε, να τον αγαπάμε, να συνοδεύει τις στιγμές μας.
Μέχρι σήμερα έχουν επίσημα προβληθεί 2751 ταινίες (η τελευταία το 1968). Από το 1980 δε βρήκαν αίθουσα περίπου 280 ταινίες.