Δημοσία δαπάνη θα τελεστεί το Σάββατο, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, η κηδεία του Διονύση Σαββόπουλου, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών. Την απόφαση υπέγραψαν οι Υπουργοί Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών και Πολιτισμού, αναγνωρίζοντας το τεράστιο αποτύπωμα του δημιουργού στη σύγχρονη ελληνική μουσική και κουλτούρα.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο αγαπημένος «Νιόνιος» των Ελλήνων, υπήρξε μία από τις πλέον εμβληματικές μορφές της νεοελληνικής τέχνης. Με το ιδιαίτερο ύφος, τον ευρηματικό λόγο και τους πρωτοποριακούς συνδυασμούς του, ανανέωσε ριζικά το ελληνικό τραγούδι, επηρεάζοντας γενιές καλλιτεχνών και ακροατών.
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944, εγκατέλειψε τη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου για να ακολουθήσει τη μουσική. Στην Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του ’60, αυτοδίδακτος και αποφασισμένος, ξεκίνησε να γράφει τραγούδια που δεν έμοιαζαν με τίποτα ως τότε. Το 1966 κυκλοφόρησε το «Φορτηγό» και δύο χρόνια αργότερα το «Περιβόλι του Τρελλού» — δίσκοι που άλλαξαν το τοπίο του ελληνικού τραγουδιού.
Στη διάρκεια της δικτατορίας, ο Σαββόπουλος φυλακίστηκε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, αλλά δεν σιώπησε ποτέ. Αντίθετα, μέσα από τη μουσική του, τον λόγο και την ειρωνεία, μιλούσε για την ελευθερία, τη συνείδηση, τη συλλογική μνήμη. Από τον «Μπάλλο» και τα «Τραπεζάκια έξω» έως το «Ζεϊμπέκικο» και το «Ας κρατήσουν οι χοροί», έγραψε τραγούδια που έγιναν σημεία αναφοράς μιας ολόκληρης εποχής.
Πέρα από τραγουδοποιός, υπήρξε θεατρικός και κινηματογραφικός συνθέτης, παρουσιαστής, συγγραφέας, αλλά κυρίως ένας στοχαστής της ελληνικής ταυτότητας. Οι παραστάσεις του είχαν θεατρική διάσταση, πνευματικότητα και χιούμορ. Το έργο του συνδύασε τη λαϊκή παράδοση με την ευρωπαϊκή κουλτούρα, το προσωπικό με το συλλογικό, το βιωματικό με το πολιτικό.
Το 2024 εξέδωσε την αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», έναν στοχασμό πάνω στη ζωή, τις επιλογές και την πορεία του, συμφιλιωμένος με όσα σημάδεψαν τον δρόμο του.
Ήταν παντρεμένος από το 1967 με την Άσπα Αραπίδου και είχε δύο γιους, τον Κορνήλιο και τον Ρωμανό. Η οικογένειά του, σε λιτή ανακοίνωση, μίλησε με λόγια γεμάτα αγάπη και σεβασμό:
«Ο αγαπημένος μας Διονύσης έφυγε ήρεμα, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που δεν μπορεί να χωρέσει σε καμία κατηγορία. Ήταν για όλους μας φως και καθρέφτης».
Η σύζυγός του Άσπα, οι δύο του γιοι και τα εγγόνια του βρέθηκαν στο πλευρό του μέχρι το τέλος. Συνεργάτες και φίλοι του, όπως ο Μάνος Ξυδούς, ο Θάνος Μικρούτσικος (με τον οποίο είχε πορευτεί σε κοινούς δρόμους ιδεών), αλλά και νεότεροι δημιουργοί όπως ο Φοίβος Δεληβοριάς και η Νατάσσα Μποφίλιου, μίλησαν με συγκίνηση για την επίδρασή του.
«Ήταν ένας άνθρωπος που σου μάθαινε να σκέφτεσαι μελωδικά», είπε ο Δεληβοριάς. «Ο Νιόνιος ήταν δάσκαλος, χωρίς να το επιδιώκει», πρόσθεσε η Μποφίλιου.
Από τη στιγμή που έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του, τα κοινωνικά δίκτυα κατακλύστηκαν από μηνύματα, φωτογραφίες και βίντεο. Ραδιοφωνικοί σταθμοί άλλαξαν το πρόγραμμά τους για να μεταδώσουν αφιερώματα, ενώ πλήθος πολιτών άφησε λουλούδια έξω από το σπίτι του στο Ψυχικό. Οι παλαιότεροι θυμήθηκαν τα πρώτα του τραγούδια, οι νεότεροι ανακάλυψαν τη διαχρονικότητά του. Το κοινό ένιωσε πως χάνει όχι απλώς έναν καλλιτέχνη, αλλά ένα κομμάτι της συλλογικής του μνήμης.
Η απώλεια του Διονύση Σαββόπουλου προκάλεσε συγκίνηση και στον πολιτικό κόσμο.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε: «Η βραχνή φωνή του θα μας συνοδεύει για πάντα. Ήταν ποιητής της ελληνικής ψυχής και ανήκει πλέον στο πάνθεον των μεγάλων μας δημιουργών».
Ο πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Τασούλας σημείωσε:
«Ο Σαββόπουλος ενσάρκωσε το πνεύμα της αμφισβήτησης και της ελευθερίας. Ήταν ο τραγουδοποιός της ελληνικής αυτογνωσίας».
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος έγραψε:
«Ο Νιόνιος μάς πήρε μακριά, μας έδειξε πως η Ελλάδα μπορεί να τραγουδήσει τον εαυτό της χωρίς να φοβάται. Του το χρωστάμε όλοι».
Πολλές προσωπικότητες του πολιτισμού και της τέχνης, από τον Γιώργο Νταλάρα και τη Χάρις Αλεξίου έως τον Σταμάτη Κραουνάκη και τη Μελίνα Ασλανίδου, τον αποχαιρέτησαν με λόγια ευγνωμοσύνης.
Ο Σαββόπουλος υπήρξε κάτι παραπάνω από μουσικός. Ήταν ένας αφηγητής της Ελλάδας του χτες, του σήμερα και του αύριο. Η ματιά του συνδύαζε το πολιτικό με το υπαρξιακό, το χιούμορ με τη συγκίνηση, την παράδοση με τη ροκ κουλτούρα.
Τα τραγούδια του θα συνεχίσουν να διδάσκονται και να τραγουδιούνται, γιατί μιλούν για τον άνθρωπο, για την πατρίδα, για τη ζωή.
Όπως ο ίδιος έγραψε κάποτε: «Όλα είναι εδώ. Τίποτα δεν χάνεται. Κι αυτοί που έφυγαν, εδώ είναι».
Ο «Σάββο» του ελληνικού τραγουδιού πέρασε στην αιωνιότητα, αφήνοντας πίσω του έργο που ενώνει ποίηση, μουσική και ελληνική ψυχή.
άρθρο Αθηνά Καινούργιου