Τον τίτλο του βιβλίου «Λιόγερμα» , πώς τον επέλεξες; Είναι πολύ ωραίος, απλός και ζεστός.
Ένας φίλος μου, ο οποίος ήταν στο εξωτερικό μου έστειλε μια εκπληκτική φωτογραφία, όπου αντικατοπτριζόταν ο ήλιος σε πάρα πολλά διαφορετικά τζάμια, αυτό ήταν καθοριστικό και έτσι σκέφτηκα, μόλις την είδα ότι αυτός θα ήταν ο τίτλος του βιβλίου: Λιόγερμα.
Είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα από όλους, έχει κατάθεση ψυχής. Τί ήταν αυτό που σε ώθησε να γράψεις; Έχει βιωματικά στοιχεία; Τί κοινά έχεις με την πρωταγωνίστρια;
Βιωματικά στοιχεία έχουν όλα τα συγγράμματα, ακόμα και τα ποιήματα αλλά αυτό το βιβλίο στηρίζεται καθαρά στη μυθοπλασία. Κάποια κομμάτια του, όπως τα ταξίδια για παράδειγμα, είναι βιωματικά γιατί έχω κάνει και εγώ πολλά. Με την πρωταγωνίστρια έχουμε πολλά κοινά όσον αφορά την επαγγελματική μας πορεία. Ασχοληθήκαμε με τη μόδα και οι δύο, με τα ρούχα, τα ταξίδια και κυρίως την κοινή
μας αγάπη για την γυναίκα, εκεί ακριβώς σταματάνε οι ομοιότητές μας.
Τίποτα κοινό στο χαρακτήρα. Η Βερονίκη είναι αρκετά υπομονετική, μεθοδική και αρκετά διαλλακτική, εγώ αντίθετα από πολύ μικρή ήμουν πολύ παρορμητική, είχα το ρίσκο στο αίμα μου, κάποια ρίσκα μου βγήκαν σε καλό και κάποια όχι.
Υπάρχει κάποιο μήνυμα που ήθελες να περάσεις με το βιβλίο όταν το έγραφες;
Ήθελα να πραγματευτώ το θέμα του «me too» το οποίο είχε ξεκινήσει την δεκαετία του ‘50 στην Αμερική, ενώ εμείς στην Ελλάδα το ανακαλύψαμε μόλις πρόσφατα, δυστυχώς. Η δική μας στάση μέχρι τώρα διέπεται από ταμπού και έτσι τα κρύβαμε όλα κάτω από το χαλί. Επίσης ήθελα να θίξω το θέμα της ευθανασίας, το οποίο δεν το έχει ακουμπήσει κανένας ως τώρα γιατί είναι κάτι που κάνει «τζιζ», κάτι που πονάει. Η ευθανασία, ανάγεται στην πνευματικότητα του κάθε ανθρώπου κι αυτό επι της ουσίας είναι θέμα πολύ προσωπικής επιλογής
Θεωρώ ότι πρέπει να γίνουμε περισσότερο ανθρωποκεντρικοί. Γιατί εντέλει σε όποια ερώτηση και αν κάνεις, η απάντηση είναι ο άνθρωπος.
Πώς γράφεται ένα βιβλίο; Είχες σκεφτεί όλη την ιστορία από την αρχή; Πόσο καιρό χρειάστηκες για να το γράψεις;
Όλα δημιουργήθηκαν γράφοντας.
Σχημάτισα μια προφόρμα – περίληψη – σκελετό, στην πορεία όλο αυτό μεγάλωνε με ιδέες που μου έρχονταν και το άλλαζα διανθίζοντας συνεχώς.
Η αρχή ειδικά άλλαξε πολλές φορές, να σκεφτείς πως οι πρώτες σαράντα σελίδες έκαναν τουλάχιστον ένα ολόκληρο χρόνο έως ότου πάρουν την τελική μορφή.
Η κεντρική ιδέα, ήταν ότι ήθελα να μοιραστώ με τον αναγνώστη τα δύο αυτά σημαντικά θέματα, το «me too» και το θέμα της ευθανασίας. Γιατί για μένα ήταν πολύ ουσιώδες να τα εντάξω. Το πώς δημιουργήθηκε η πλοκή, αυτό έγινε σιγά σιγά. Το βιβλίο αυτό ξεκίνησε το 2017, έμεινε στο συρτάρι για πολύ καιρό, άρχισε ξανά και κάποια στιγμή που τελείωνε η επαγγελματική μου καριέρα αποφάσισα να το τελειώσω. Ήταν το αντίμετρο για μένα η συγγραφή. Τότε συνέπεσε και η καραντίνα του κορονοϊού, οπότε βρήκα τον χρόνο να το ολοκληρώσω.
Από που παίρνεις έμπνευση;
Δε νομίζω πως υπάρχει «έμπνευση» και δε νομίζω πως υπάρχει «τυχαίο». Δεν πιστεύω στην τύχη, όλα είναι συμπωματικά. Μπορεί στον ύπνο μου να ονειρευτώ κάτι και από αυτό να γράψω μια ιστορία, ή περπατώντας στη Βασιλίσσης Σοφίας να δω ένα δέντρο και από αυτό το δέντρο να δημιουργηθεί το έναυσμα ώστε να αρχίσει να γράφεται κάτι. Επίσης, μπορεί να δημιουργηθεί μια ολόκληρη ιστορία, γιατί είδα
ένα νεαρό που φιλούσε μια κοπέλα κάτω από το δέντρο, η έμπνευση δεν είναι κάτι που σου έρχεται, είναι μια στιγμή σκέψης ή μια στιγμή εικόνας.
Πώς γίνεται συγγραφέας κάποιος; Ποια βήματα ακολούθησες;
Καμία περπατημένη, απλά πάντα έγραφα ή σημείωνα. Στο πέρασμα του χρόνου αρθρογραφούσα σε κάποια περιοδικά για τη μόδα. Ο
γραπτός λόγος για μένα είναι το φετίχ μου, μου αρέσει να διαβάζω και να γράφω. Αντίθετα δεν μου αρέσει να μιλάω, όχι ότι σιωπώ και στις παρέες μου και στην ζωή μου λαλίστατη είμαι αλλά αν με ρωτήσεις προτιμώ να το γράψω παρά να το πώ.
Πώς αποφάσισες να γίνεις συγγραφέας;
Δεν τολμώ να αποκαλώ τον εαυτό μου έτσι και αυτό δεν είναι λόγω ταπεινοφροσύνης αλλά θεωρώ ότι με ένα βιβλίο κάποιος δεν γίνεται συγγραφέας. Συγγραφή μπορεί να θεωρείται μια έκθεση, ένα ποίημα, τέσσερεις στοίχοι ενός τραγουδιού, όλα αυτά
συγγραφή είναι. Πραγματικός λογοτέχνης για εμένα, είναι αυτός που ασχολείται κατά κύριο λόγο με τη γραφή για όλη του τη ζωή.
Εγώ δεν το έκανα αυτό, οπότε δεν ξέρω αν δικαιούμαι να ονομάζομαι έτσι, απλά έκανα κάτι που μου άρεσε.
Πόσες μέρες χρειάζεται κάποιος για να γράψει ένα βιβλίο;
Αυτό είναι πολυπαραγοντικό, εξαρτάται από το πόσο μεγάλο βιβλίο θες να γράψεις, δηλαδή πόσες σελίδες θα έχει, τί χρόνο διαθέτεις, τι θες να πεις πώς θα το πεις, με τι ροή γράφεις, γιατί άλλο να συγγράφεις οχτώ ώρες την ημέρα και άλλο μια ώρα, έχει διαφορά. Επίσης, πόσο καλά σου βγαίνει, αν έχεις πισωγυρίσματα, αν προσθαφαιρείς.
Πιστεύω πως ο άνθρωπος ο οποίος ασχολείται με την δημιουργική γραφή πρέπει να αφήνει το σύγγραμμα στην άκρη και να το ξαναδιαβάζει αφού πάρει χρονική απόσταση. Κατά αυτόν τον τρόπο δηλαδή κάνει μια αυτόματη επιμέλεια από μόνος του. Το δικό μου γραπτό, που αποτελείται από 400 σελίδες, με δυσκόλεψε πολύ. Και αυτό γιατί έπρεπε να ξαναδιαβάζω κάθε φορά που σταματούσα, γιατί δεν ήταν μια
πραγματική ιστορία να έχει μια ροή.
Στη μυθοπλασία ξεχνάς και τί έχεις γράψει, πρέπει να το ξαναδιαβάζεις ώστε να είσαι συνεπής, άρα χρειάζεται χρόνος. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να μην θεωρούμε ότι έχουμε κάνει το τέλειο γραπτό, πρέπει οπωσδήποτε να το ξανακοιτάμε από μακριά, να του δίνουμε χρόνο και να διορθώνουμε, παρότι είναι γέννημα δικό μας.
Το όνομα της πρωταγωνίστριας, Βερονίκη, είναι τυχαίο;
Είναι της γιαγιάς μου, ήταν η μητέρα της μητέρας μου.
Η πρωταγωνίστρια αποπειράται να αυτοκτονήσει και σε όλο το βιβλίο υπάρχουν διάχυτα στοιχεία ψυχολογίας. Ποια είναι η σχέση σου με την ψυχολογία;
Έχω διαβάσει πάρα πολλά βιβλία που έχουν σχέση με την ψυχολογία, την ψυχιατρική, έχω κάνει και εγώ αναλύσεις πολλές στον εαυτό μου , ήμουν εθελόντρια σε κάποια προγράμματα και κάπως έτσι απορρέουν όλα αυτά.
Κάνεις λόγο για «γνωσιακή ψυχιατρική». Έχεις κάποια εμπειρία σ’ αυτή την θεραπεία; Γιατί αναφέρεις αυτή συγκεκριμένα;
Γιατί θεωρώ ότι είναι η θεραπεία του μέλλοντος, δεν έχει καμία σχέση με την παλιά ψυχιατρική που δεν σου έλεγε ποτέ ο ψυχίατρος τί έχεις.
Η γνωσιακή σου λέει ακριβώς την διάγνωση Καθώς επίσης και τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίσεις την ασθένειά σου.
Ποιον αναγνώστη είχες στο μυαλό σου όταν το έγραφες; Σε ποιους απευθύνεται; Σε ποιόν ήθελες να έχεις απήχηση;
Όταν το έγραφα δεν είχα κανέναν αναγνώστη στο μυαλό μου, γιατί δεν είχα καν ιδέα ότι μπορεί να εκδοθεί το βιβλίο. Ούτε κατά διάνοια! Απλά το έγραφα, όπως μια γυναίκα κεντάει ή πλέκει, εγώ έτσι έγραφα. Στην αρχή δεν ξεκίνησε σαν βιβλίο, ξεκίνησα σαν ιστοριούλα ή σαν σημειώσεις. Το ότι κατάφερα να το τελειώσω και να έχει γίνει ένα μυθιστόρημα 400 σελίδων είναι τελείως συμπτωματικό.
Ποιο είναι το αναγνωστικό σου κοινό;
Δεν νομίζω πως με ένα μόνο βιβλίο αποκτάς αναγνωστικό κοινό. Το αγόρασαν αρκετοί, και αυτό φυσικά με χαροποιεί, αλλά πόσοι το διάβασαν πραγματικά, δεν το γνωρίζω. Εκείνο που μου δίνει όμως χαρά και με συγκινεί είναι πως αρκετοί ζητούν τη συνέχεια. Ίσως αυτό σημαίνει πως κάποιοι συνδέθηκαν με την ιστορία και τους ήρωες — κι αυτό, για μένα, είναι το πιο ουσιαστικό. Ίσως έτσι έτσι αρχίζει να
διαμορφώνεται ένα μικρό, αληθινό κοινό.
Το βιβλίο δημιουργεί πολλά συναισθήματα στον αναγνώστη, συγκίνηση, αγωνία… πώς το κατάφερες;
Το συναίσθημα που απορρέει από το βιβλίο, είναι κυρίως από την ιστορία του. Οι περισσότεροι άνθρωποι που το διάβασαν, ταυτίστηκαν με κάποια κομμάτια του. Ένας πολύ καλός μου φίλος, μου είπε πως το διάβασε δύο φορές για αυτό τον λόγο και σε κάποια σημεία του έκλαψε κιόλας. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, ο κόσμος να μπορεί να ταυτίζεται με τα γραπτά σου. Το να τον κάνει να γελάει είναι πάρα πολύ
ωραίο, αν τον κάνει να κλαίει σημαίνει ότι ανοίγει η βαλβίδα αποσυμπίεσης κι αυτό είναι ακόμη ομορφότερο.
Από τη στιγμή που το ολοκλήρωσες, πώς αποφάσισες να το εκδόσεις; Ήταν δύσκολος ο δρόμος μέχρι να εκδοθεί; Συνάντησες δυσκολίες;
Ο πρώτος αναγνώστης αυτού του βιβλίου ήταν ο μέντοράς μου, η Αθηνά Καρτάλου, γλωσσολόγος, η οποία με ενθάρρυνε συνεχώς, ο δεύτερος που το διάβασε ήταν ο Βασίλης Βασιλικός, ο συγγραφέας. Ο σπουδαίος Βασίλης Βασιλικός. Τα λόγια του λειτούργησαν σαν καταλύτης ώστε να πιστέψω ότι έχω κάνει κάτι που ίσως αξίζει να το διαβάσει το αναγνωστικό κοινό. Μου είπε τόσο πολύ καλά λόγια, μου τα έγραψε κιόλας σε ένα ιδιόχειρο σημείωμα που πραγματικά κάπου εκεί κάμφθηκαν και οι τελευταίες μου αμφιβολίες για το αν έπρεπε να το στείλω σε εκδοτικό.
Οι εκδόσεις «Υδροπλάνο», το αγκάλιασαν αμέσως κυρίως η Αναστασία Κορινθίου που το διάβασε, ως η τότε υπεύθυνη του εκδοτικού. Ουσιαστικά για μένα η έκδοση του βιβλίου ήταν περίπατος εκδόθηκε χωρίς καν να το στείλω σε δεύτερο εκδοτικό.
Έχεις ξεκινήσει να γράφεις το επόμενο;
Υπάρχει σαν σκέψη στο μυαλό μου η συνέχεια του πρώτου βιβλίου. Έχει γίνει ένας σκελετός στο χαρτί αλλά δεν είναι εύκολη η συγγραφή.
Είναι στα πλάνα μου να γράψω τη συνέχεια από το «Λιόγερμα», κυρίως τι έγινε στην ζωή της πρωταγωνίστριας. Επίσης έχω ξεκινήσει και γράφω κάτι άλλο, το οποίο είναι τελείως διαφορετικό, είναι μια μαύρη κωμωδία, μια πολιτική σάτιρα, με πολύ πιο διαφορετικό ύφος από το Λιόγερμα, και αυτό με ξεκουράζει σε σχέση με τη προηγούμενη γραφή. Στο Λιόγερμα, υπήρξαν πάρα πολλές οι φορές που έγραφα και
έκλαιγα. Τώρα σε αυτό το καινούριο γελάω. Γράφω κάτι και γελάω, δηλαδή είναι δυο τελείως διαφορετικά βιβλία. Θα μου πεις κλαυσίγελος… οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς το ξέρανε πολύ καλά αυτό, το αρχαίο θέατρο είχε κλαυσίγελο και για μένα, είναι ένα βιβλίο με πολύ συναίσθημα αλλά και γέλιο.
Τί συμβουλές έχεις να πεις στους επίδοξους συγγραφείς;
Ως αναγνώστης και μέσα από την εμπειρία μου στη συγγραφή του βιβλίου, θα ήθελα να τους πω να αφήνουν αχαλίνωτη τη φαντασία τους, μην σταματάνε πουθενά. Άμα φρενάρεις τη φαντασία σου και αρχίσεις τα «μη» και τα «πρέπει», αν φοβάσαι να θίξεις ευαίσθητα θέματα ή να γράψεις σκηνές σεξ για παράδειγμα, τότε καλύτερα ας το. Όλα είναι μέσα στη ζωή, να τα γράψεις απολύτως ρεαλιστικά γιατί μόνο τότε
κερδίζεις τον αναγνώστη.
Η φαντασία και ζωή είναι ταυτόσημα γιατί το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο.
Η συνύπαρξη τους μπορεί να δώσει στο τέλος της μέρας αριστουργήματα.
Η αγάπη υπάρχει παντού και ο πόλεμος υπάρχει το ίδιο, και το σεξ και το μίσος, για
αυτό τα γράφουμε όλα στην πραγματική τους διάσταση.
Τα γραπτά δεν είναι θέμα αισθητικής είναι θέμα ρεαλισμού.
Για να γίνει κάποιος συγγραφέας, (εκτός αν είναι γεννημένος με φυτεμένη στην υπόφυσή του την συγγραφή), θα πρέπει να διαβάζει πάρα πολύ. Όταν γράφεις χωρίς να έχεις διαβάσει, θα γράψεις οκ αλλά τι θα γράψεις ένας θεός ξέρει.
Πρέπει να την κατέχεις τη γλώσσα που μιλάς. Το αν έχει πλοκή ή όχι ιστορία σου είναι άλλο θέμα κι άλλο θέμα πως θα τοποθετηθείς.
Είναι μεγάλη ικανότητα να μπορείς να πεις αυτό που κάποιος λέει σε τέσσερις σελίδες, εσύ σε τέσσερις αράδες. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξέρεις να χειρίζεσαι πάρα πολύ καλά τη γλώσσα, να γνωρίζεις την οικονομία της και να την τηρείς ευλαβικά. Η γλώσσα μας είναι ένα φοβερό εργαλείο , έχει τρομακτικούς κώδικες, οι περισσότερες λέξεις από αυτές που χρησιμοποιούμε είναι αρχαίες απλά δεν το έχουμε
εμπεδώσει. Την λέξη «ισμος» τη χρησιμοποιούμε κατά κόρον και σημαίνει προτίμηση, χριστιανισμός, κουμμουνισμός, εγωισμός αλλά δεν το καταλαβαίνουμε.
Έχουμε μια γλώσσα που έχει μια συνέχεια 4.000 ετών, ένα πολύεργαλείο που δυστυχώς δεν μας το διδάσκουν σωστά, αυτός που θέλει να γράψει λοιπόν πρώτα πρέπει να διαβάσει.
Τα παιδιά σου τί σου είπαν για το βιβλίο; Ήταν κάτι αιφνίδιο για τον κύκλο σου; Πώς αντέδρασαν;
Τα παιδιά μου δεν ήξεραν ότι έγραφα το «Λιόγερμα», όταν το έμαθε πρώτη η κόρη μου, με «τρόλαρε» κανονικά. Όταν όμως το διάβασε μου είπε: «Σοβαρά τώρα; Δεν σου το χα. Το διάβασα απνευστί».
Ο γιός μου, ήταν πιο αδιάφορος αλλά όταν το εξέδωσα, ήταν ο πρώτος που ήρθε και μου το ζήτησε για να το διαβάσει.
Ο κύκλος μου ήταν πολύ υποστηρικτικός, γιατί στην παρουσίαση του βιβλίου μου, ενώ δεν είχα καλέσει κανέναν, μόνο μια ανάρτηση έκανα της εκδήλωσης στα social και ήρθαν πάνω από 180 άτομα και αυτό με συγκίνησε πάρα πολύ εκείνη τη βραδιά.
Υπήρξε κάποια περίεργη αντίδραση από κάποιον αναγνώστη;
Μια άγνωστη , εγκληματολόγος, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε τόσο συγκινητικά πράγματα, που εκείνη τη μέρα είπα πώς: «οκ, όταν έχεις κάτι να πεις και αξίζει, καλό είναι να το καταθέτεις».
Από τους φίλους μου θα πω για τον Γιάννη από την Καβάλα, ένα άτομο φυλαγμένο καλά μέσα στη καρδιά μου, τον αγαπώ πάρα πολύ.
Ξαφνικά ήρθε ένα courier στην εξώπορτα του σπιτιού μου και μου λέει «να παραλάβετε κάτι», δεν είχα παραγγείλει, ούτε περίμενα κάτι οπότε κατεβαίνω ξαφνιασμένη και μου λέει «δεν θα το πάρετε μαζί σας, θα το ανοίξετε και θα μου το δώσετε πάλι πίσω» λέω «τί πράμα είναι αυτό, τελικά θα πάρω δέμα ή δεν θα πάρω;», μου λέει «όχι δεν θα πάρετε αλλά και θα πάρετε», τελικά ήταν το βιβλίο μου, το είχε
αγοράσει ο φίλος μου ο Γιάννης και μου το έστειλε για να του το υπογράψω μαζί με δύο μπουκάλια κρασί. Ξαναέφυγε πίσω το βιβλίο και εγώ κράτησα τα δύο μπουκάλια κρασί που με συντρόφευαν για πολύ καιρό.
Η έκδοση του βιβλίου σου έφερε θαυμαστές, σου την έπεσε κανένας καλός; Είχες κανένα τυχερό;
Οι μόνοι που μου την έπεσαν πραγματικά είναι οι αναγνώστες του βιβλίου, κάποιοι δηλαδή όχι όλοι που με ρωτούν συνέχεια για το επόμενο. Τώρα όσο για θαυμαστές για ένα βιβλίο αυτό είναι λιγάκι κουφό, το λέω στην καθομιλουμένη έτσι απλά είναι κουφό και μου φέρνει γέλια.
Όχι δυστυχώς δεν έχω θαυμαστές αντίθετα με την Τζένιφερ Λόπεζ που έχει πολλούς διότι έχει και τα προσόντα.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΕΛΕΝΗ ΝΕΝΟΥ
Η Ελένη Νενού ζει και εργάζεται στην Αθήνα, με καταγωγή από τον Μπούμπουκα Καλαβρύτων.
Σπούδασε στην Ελλάδα και στην Ισπανία. Της αρέσει πολύ η πυγμαχία.
Στον ελεύθερο χρόνο της παίζει κιθάρα.