ΑφιερώματαΣαν σήμερα

Λίγα λόγια για την Ρίτα Σακελλαρίου

Με ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων στις 6 Αυγούστου του 1999 το Mega Channel πληροφόρησε το ελληνικό κοινό πως «η μεγάλη λαϊκή τραγουδίστρια Ρίτα Σακελλαρίου» έφυγε από τη ζωή. Ήταν μια εποχή χωρίς Internet (υπήρχε ασφαλώς, αλλά όχι στην σημερινή του μορφή), όπου η ενημέρωση του κόσμου γινόταν από λίγα μεγάλα κανάλια και 5 το πολύ εφημερίδες υψηλής κυκλοφορίας. Οι εν λόγω εφημερίδες προχώρησαν τις επόμενες μέρες σε πολυσέλιδα αφιερώματα κι όσο για το Mega, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια, πως ήταν μια από κείνες τις φορές που έλεγε 100% την αλήθεια.

 Η Ρίτα Σακελλαρίου υπήρξε ο ορισμός της «μεγάλης λαϊκής τραγουδίστριας», μια γυναίκα που διεκπεραίωσε όλη της την καριέρα στα νυχτερινά κέντρα κυκλοφορώντας σχεδόν κάθε χρόνο ένα καινούργιο δίσκο γεμάτο «σουξέ» και λαϊκά τραγούδια ευρύτατης απήχησης. Η Ρίτα Σακελλαρίου δεν επιχείρησε ποτέ κάποια στροφή προς δήθεν ποιοτικές κατευθύνσεις, δεν πέρασε στους συναυλιακούς χώρους, δεν πειραματίστηκε τραγουδώντας έντεχνο – παρέμεινε πιστή στα λεγόμενα «μπουζούκια» και στην αναζήτηση ασμάτων που είχαν ως στόχο την επιτυχία. Αν σκεφτεί κανείς πως ακόμα και οι : Λευτέρης Πανταζής, Άντζελα Δημητρίου, Γιάννης Φλωρινιώτης έχουν ενδώσει στα παραπάνω εγχειρήματα (με τραγικά κάποιες φορές αποτελέσματα) τότε μιλάμε για την πιο ατόφια παρουσία στο χώρο της νύχτας και του λαϊκού τραγουδιού που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα.

 Η ίδια η Ρίτα υπήρξε σε όλα τα επίπεδα απενοχοποιημένη. Ήξερε από ένστικτο ποιο είναι το γνήσιο λαϊκό τραγούδι (η καριέρα της είναι γεμάτη από τέτοια) και ποιο φτιάχνεται για να προκαλέσει έναν πρόσκαιρο χαλασμό – δίχως απαραίτητα μετά να εξαφανιστεί. Σε αυτές τις δυο κατηγορίες τραγουδιού επένδυσε τη φωνή της προσβλέποντας πάντοτε στην αναγνώριση του κόσμου. Η πορεία της στο τραγούδι ξεκινάει ήδη από τη δεκαετία του `50 και για χρόνια ολόκληρα έκανε σεγκόντα στον Τσιτσάνη και τον Παπαϊωάννου χτίζοντας λιθαράκι-λιθαράκι ένα καλό όνομα στην πιάτσα και ανεβαίνοντας σταθερά τα σκαλιά της αναγνώρισης. Η μεγάλη επιτυχία που θα την κάνει ευρύτερα γνωστή είναι το τραγούδι «Κάθε Ηλιοβασίλεμα» (1970) ενώ δυο χρόνια αργότερα το «Ιστορία μου, Αμαρτία μου» θα την τοποθετήσει μια για πάντα στην κορυφή της λαϊκής – εμπορικής διασκέδασης (στη λάθος πλευρά του ελληνικού τραγουδιού, θα έλεγε κάποιος). Πράγματι, ως το θάνατό της το 1999, κι ενώ πλείστα άλλα ονόματα εμφανίστηκαν στο προσκήνιο, η Ρίτα Σακελλαρίου δεν απώλεσε ούτε στιγμή το status της.

διάβασε και αυτό  11 Mαρτίου-Σαν Σήμερα

 Οι συναντήσεις της με τους δημιουργούς Τάκη Μουσαφίρη (στα τέλη της δεκαετίας του `70) και Νίκο Καρβέλα, Γιάννη Καραλή (β` μισό δεκαετίας `80) θα είναι οι just οn time συνεργασίες που χρειάζεται ο μύθος που έχει ήδη δημιουργήσει για να αναζωπυρωθεί εκ νέου. Από ένστικτο ή ευχάριστη συγκυρία και λες και είναι ικανή να συγχρονιστεί με το λαϊκό αισθητήριο θα βρει τους ανθρώπους εκείνους που θα την εισάγουν στις νέες τάσεις τη στιγμή που πρέπει. Θηριώδη σουξέ θα συνυπάρξουν με λαϊκά διαμάντια (το «Έλα μια νύχτα» με το ανεπανάληπτο «Ένα τραγούδι πες μου ακόμα» , ο «Κοντός με τη γραβάτα» -τον οποίο δίσταζε αρχικά να ερμηνεύσει- με το υπέροχο «Σώσε με»). Οι πωλήσεις των δίσκων της θα σημειώσουν μια σχετική κάμψη μόνο στις αρχές της δεκαετίας του `90 χωρίς στιγμή ωστόσο να μειωθεί το εκτόπισμα του ονόματος και η ικανότητα της να γεμίζει ασφυκτικά τα νυχτερινά κέντρα στα οποία εμφανίζεται. Παραδόξως οι διανοούμενοι και όσοι συντεταγμένα κριτικάρουν το εμπορικό τραγούδι θα κρατήσουν σε ένα σχετικό απυρόβλητο το όνομα «Ρίτα Σακελλαρίου» ακόμα κι όταν εκείνη επιλέξει τραγούδια-δηλώσεις όπως το πολυσυζητημένο «Εγώ δεν πάω Μέγαρο» το οποίο στιχουργικά ωστόσο υπέγραψε ο πολύς Γιώργος Παυριανός. Καταλαβαίνουν πιθανόν κι αυτοί πως οι αληθινοί λαϊκοί τραγουδιστές όχι μόνο δεν κατασκευάζονται (αναρωτηθείτε γιατί η εξαιρετική Νατάσσα Θεοδωρίδου -δεν- είναι μεγάλη λαϊκή τραγουδίστρια) αλλά ούτε καν κρίνονται με τα συνηθισμένα μέτρα και σταθμά. Μπορούν να φέρονται αρκετά εκκεντρικά (πως αλλιώς να χαρακτηρίσεις το απίθανο χιούμορ της Ρίτας Σακελλαρίου που σχολίασε live στην Κορομηλά τα ίδια της τα κιλά : «μετά τις γέννες ξεχείλωσα», το ντύσιμό της, τα μαλλιά α-λα Τίνα Τάρνερ, τις απίστευτες πλάκες που οι συνεργάτες της λένε πως έκανε, τις επιλογές της στους άντρες, τη βοήθεια που αφειδώς έδινε σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη, την πιθανόν λάθος στάση που κράτησε στο γάμο του γιού της με την Κατερίνα Στανίση, την αποκαθαρμένη από πολιτικές σκοπιμότητες σχέση λατρείας με τον Αντρέα Παπαντρέου και τόσες ακόμα στάσεις και πράξεις που έχουν περάσει στη λαϊκή μυθολογία;) αφού κάθε κίνησή τους φέρει το γνήσιο της υπογραφής και οι ίδιοι αποτελούν sui generis προσωπικότητες.

διάβασε και αυτό  Θέατρο Σοφούλη: "Ποιος ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος" του Κρίτωνα Ζαχαριάδη

 Κοινώς : λαϊκός τραγουδιστής είσαι- ή δεν είσαι. Σε κατασκευάζει η ίδια η χώρα, οι στερήσεις των προηγούμενων δεκαετιών, ίσως ακόμα και η έλλειψη η προσωπική που έχεις σε γνωστικές πληροφορίες. Ο χαρακτήρας σου. Η αδυναμία σου να αφομοιώσεις την πρόοδο. Τι θα μπορούσε να κάνει η Ρίτα Σακελλαρίου στην εποχή του Internet; Να τραγουδάει Κραουνάκη; Το κάνουν άλλες καλύτερα. Όπως ο Στέλιος Διονυσίου, το αρσενικό της αντίστοιχο, η Ρίτα είχε την μοναδική ικανότητα να κάνει τα ασήμαντα σπουδαιότερα των σημαντικών, ένα παράδειγμα απ` αυτού είναι -κατά την ταπεινή μου γνώμη- το τραγούδι «Άνοιξε». Μετριότατο μουσικά και στιχουργικά μετατρέπεται σε κομματάρα μόνο από τη φωνή της και την ψυχή της – τέτοια άλματα μόνο οι αληθινοί καλλιτέχνες μπορούν να τα κάνουν. Δεν είναι πως υστερεί σε πραγματικά μεγάλο ρεπερτόριο (οι ερμηνείες της στο «Βουνό» και στα «Λιμάνια» είναι κλασσικές) αλλά μπορείς να πεις -με μια δόση υπερβολής- πως δεν το έχει απαραιτήτως ανάγκη.

Γι` αυτό σήμερα πια, είναι πολύ δύσκολο να ενημερωθούμε από κάποιο ΜΜΕ πως «ένας μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής έφυγε από τη ζωή». Ναι, τα κανάλια θα το πουν και εμείς θα το αναπαράγουμε αλλά από τις συζητήσεις που θα ακολουθήσουν θα λείπει εκείνος ο ιδιαίτερος κραδασμός που πηγάζει από την ίδια την κοινωνία όταν την διαπερνά η είδηση του χαμού ενός ανθρώπου που όλοι -μηδενός εξαιρουμένου- είχαν αντιληφθεί την αυθεντικότητά του.

Άρθρο του συγγραφέα Κώστα Ζαχαράκη

Facebook Comments Box

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: