ΥΑΚΙΝΘΟΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ
«Όταν φυτρώνει ένα δέντρο γεννιέται μια Δρυάδα και πεθαίνει όταν αυτό χάνεται»
Πρώτα το δάσος. Μετά ο ήλιος. Μετά μια χρυσακτίνα, που ξέφυγε από το στέμμα του ήλιου και τύλιξε σαν ζώνη το δάσος και μετά η κόλαση. Τα δέντρα ύψωναν το φλεγόμενο ανάστημά τους, δέηση ελέους στις δυνάμεις τού σύμπαντος.
Τα ζώα φλεγόμενες, ρομφαίες αναζητούν ματαίως έξοδο σωτηρίας. Αυτός απλός παρατηρητής, στην μέση της πύρινης λαίλαπας, την αναζητά. Περιφέρει το τρομαγμένο βλέμμα του ολόγυρα στο φλεγόμενο δάσος και την αναζητά. Νιώθει την παρουσία της κάπου εκεί κοντά του, νιώθει την αύρα της να τον περικυκλώνει και την μυρωδιά της, μια μυρωδιά από καμένα μοσχολούλουδα να τον περιλούει. Το απεγνωσμένο τρεχαλητό των παγιδευμένων ζώων του δάσους και τα απελπισμένα πεταρίσματα των φτερωτών του ενοίκων πολιορκούν ανελέητα τα αφτιά του, ενώ κόκκινες φλόγες ζωγραφίζουν μπροστά του την εικόνα της κόλασης, όπως τους την περιέγραφε ο παπάς στα χρόνια της αμάθειας. Στέκεται ακίνητος. Οι φλόγες φαίνεται να μην τον αγγίζουν, σαν να έχει αλείψει το σώμα του με την μαγική αλοιφή που η Μήδεια είχε προμηθεύσει στον Ιάσονα, όταν έσπερνε δόντια δράκοντα, η οποία κατέστησε το σώμα του άτρωτο. Σαν καρφιτσωμένος στο ίδιο σημείο περιστρέφει το βλέμμα απεγνωσμένα αναζητώντας την παρουσία της.
Προσπαθούσε να την ανακαλύψει να στέκεται εκεί « εν τω μέσω των φλογών» με τα μαλλιά ανακατωμένα με λουλούδια κι αγριοβότανα, ξεριζωμένη Αμαδρυάδα να θρηνεί. Ο θρήνος της απαλός, πονεμένος, κάτι σαν τραγούδι λυπητερό, κάτι σαν παράπονο, σαν ενοχή που δεν μπόρεσε αυτή μια μόνιμη κάτοικος του δάσους, να το προστατεύσει και να γλυτώσει τους φίλους της από το πύρινο στόμα, που όλα, μα όλα απαιτούσε να τα καταπιεί.
Με μάτια ορθάνοιχτα αποτυπώνει στου μυαλού του το αρχείο όλα τα παράδοξα της στιγμής ψιθυρίζοντας επικλήσεις στο ανώτερο «ΈΝΑ» να σώσει αν μπορεί, ή αν θέλει, ότι απέμεινε από το δείπνο της φωτιάς. Η προσευχή του χωρίς αποδέκτη και οι φλόγες με συνδρομητή τον άνεμο καταπίνουν κι αφανίζουν ότι συναντούν στο διάβα τους. Πανίσχυροι σύμμαχοι αλήθεια, από την εποχή της κοσμογονίας, τα ατίθασα αυτά στοιχεία της φύσης. Φωτιά και αήρ κι ο μόνος που μπορεί να τα νικήσει είναι το ύδωρ. Όχι το ύδωρ που τρέχει κελαριστό στο ποταμάκι, ούτε το νεράκι των πηγών αλλά μόνο το νερό της θυμωμένης μπόρας. Ικετεύει για μια ουρανόσταλτη βοήθεια, μια καταιγίδα μανιακή γιατί μόνο αυτή θα μπορέσει να δαμάσει την δύναμη του φοβερού αυτού θεριού, κι έτσι ίσως σωθεί η μικρή του ερημίτισσα. Ο Νεφεληγερέτης όμως αδιάφορος κι οι φλόγες θεριεμένες καταπίνουν τις σάρκες δέντρων και ζώων. Η μυρωδιά του καμένου που πλανιέται στην ατμόσφαιρα του κόβει την ανάσα. Ζαλίζεται. Επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις και στέκεται όρθιος. Το βλέμμα του διαπερνά καπνούς και στάχτες και κοιτάζει με δέος την πύρινη λαίλαπα. Και τότε την είδε να στέκεται όρθια εν μέσω φλογών και καπνών, με το κεφάλι ψηλά και τα χέρια σε θέση ικεσίας. Δεητικά ψελλίσματα κραυγής σιωπηλής, ζωγραφίζονται στα άλαλα χείλη της. Σε ποιον άραγε θεό να προσεύχεται; Θυμήθηκε κάποτε τού ζωγράφισε ένα περίεργο τραγοπόδαρο πλάσμα που με κινήσεις λατρευτικές τού έδωσε να καταλάβει ότι αυτός ήταν ο θεός του δάσους. Ήταν ο θεός Πάνας, μια ανθρωπόμορφη θεότητα που εικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου. Σίγουρα σ’ αυτόν απευθύνει την προσευχή του το κορίτσι του δάσους. Αμίλητος, αποσβολωμένος συνεχίζει να την κοιτάζει.
Τα ζώα του δάσους (λαγοί, χελώνες, κουνάβια, νυφίτσες, ερπετά) μαζεμένα στα πόδια της ζητούσαν προστασία, ενώ ο ανάπηρος κοκκινολαίμης έχει κουρνιάσει γεμάτος σιγουριά στην χούφτα της. Εκείνη ξεριζωμένη νύμφη του δάσους ακίνητη μέσα στις κινούμενες φλόγες δεν τον βλέπει.
Αμαρυλλιιιιίς! Τις σπαρακτικές του κραυγές τις ρούφηξε το τραγούδι της φωτιάς. Αμαρυλλί ι ι ις….
Αδιάφορη στις επικλήσεις του, μέσα στους καπνούς και στην αντάρα, η νεράιδα του, λαμπάδα αναμμένη, ανελήφθη στους ουρανούς. Ένας υπερκόσμιος θρήνος αντηχεί απ’ άκρη σ’ άκρη στο καιγόμενο δάσος .
Οι Αμαδρυάδες θρηνούν.
Αμαρυλλί ι ι ι ις…..
Ξύπνησε από την ίδια του την κραυγή. Το εφιαλτικό όνειρο είχε ξανακτυπήσει.
Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι με τα μεταξωτά σεντόνια, αλαφιασμένος. Η εικόνα του φλεγόμενου δάσους χοροπηδάει αδιάντροπα μπροστά στα ξύπνια, διεσταλμένα μάτια του.