Ήταν μιά από τις λίγες, ελάχιστες φορές των τελευταίων χρόνων, που η γαλάζια ουράνια απεραντοσύνη εκείνο το μεσημέρι του Ιανουαρίου, είχε απαλλαγεί – για πόσο άραγε; – από τους αποκρουστικούς λεκέδες της σύγχρονης πραγματικότητας.
Απελευθερωμένη πια, σαν Μάνα, είχε σκεπάσει με την στοργική της διάπλατη
φτερούγα το έρημο σπίτι με τα κεραμίδια στη στέγη, σαν χάδι παρηγοριάς για
τη μοναξιά που το παιδεύει. Προφανώς θα είδε και τα κλειστά παράθυρα, σαν
μάτια στερημένα από φως και ελπίδα. Τα κλαδιά των δέντρων στο φύσημα του αέρα, φαντάζουν με ολάνοιχτα πνευμονία καθαρότητας που ανεμίζουν σαν πελώρια χέρια. Κι όσο πιο γρήγορα κινούνται, άλλο τόσο δίνουν την έντονη αίσθηση, πώς το χάδι τους είναι αγάπης και κατανόησης προς τον ουρανό• αλλά και ικεσίας απελπισία,
για μιά δίποδη, αρνητικά εξελικτική κατάσταση, που η αχαριστία της, η ανενδοίαστη και κρετινική συμπεριφορά της, ανάλογη είναι σε διαστάσεις με τη γη. Τη Γη!
Αυτή την ευλογημένη θεότητα που μπορεί να καλύψει ικανοποιητικά κάθε ανθρώπινη ανάγκη• όχι όμως την απληστία.
άρθρο του Κώστα Λιάκου.
( Μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εθνικής Εταιρίας των
Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρίας Κορινθίων Συγγραφέων.).