Αφιερώματα

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ο συγγραφέας που αποτυπώνει το βίωμα των Ελλήνων

Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, βλέποντας κάποιες στιγμές νά τόν πνίγουν τ’ ἀδιέξοδα, βρίσκει ἀποκοῦμπι σέ δυό μεγάλους Ἕλληνες καί πνευματικούς του προγόνους, τούς πρώτους τῆς νεοελληνικῆς μας λογοτεχνίας:

« Ὅπου καί νά σᾶς βρίσκει τό κακό, ἀδελφοί,
    ὅπου καί νά θολώνει ὁ νοῦς σας,
    μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό,
    καί μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
    Ἡ λαλιά πού δέν ξέρει ἀπό ψέμα
    θ’ ἀναπαύσει τό πρόσωπο τοῦ μαρτυρίου» 
(Ἄξιόν ἐστι ΙΑ).

Θά μνημονεύσουμε κι ἐμεῖς τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ἁπλά καί ἀπέριττα, πενιχρά καί φτωχικά, κοντά σέ τόσους πολλούς ἄλλους, διακεκριμένους καί μή,  πού τόν ἔχουν θαυμάσει καί ἔχουν ἀσχοληθεῖ μαζί του…

Πόσο θά θέλαμε νά τόν βλέπαμε νά κάθεται σέ μιά σκιερή γωνιά τοῦ μικροῦ παραλιακοῦ καφενείου τοῦ νησιοῦ του, ἀνάμεσα σέ λιγοστούς ἁπλοϊκούς συγχωριανούς του, κι ἀνάμεσά τους νἄμασταν κι ἐμεῖς· νά τόν θωρούσαμε  ἔτσι ὅπως πάντοτε ἦταν· φτωχοντυμένο, κουμπωμένο ὥς τό λαιμό, ἀσκητικό, μέ τό κεφάλι ἐλαφρά σκυμμένο πρός τά κάτω, μέ τά χέρια σταυρωμένα, σεβάσμιο, μέ ὄψη καί ἄρωμα ἁγίου. Ἐλάχιστα νά λέει ἀραιά καί ποῦ, καί πιό πολύ ν’ ἀκούει τούς γύρω του· μέ βαθειά κατανόηση, μέ ἀπέραντη στοργή καί συμπόνια. Κι αὐτά τά λίγα πού θἄλεγε νά τά μαζεύαμε σάν πολύτιμα μαργαριτάρια καί νά τά φυλάγαμε μέσα στήν καρδιά μας!

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (4 Μαρτίου 1851 – 3 Ἰανουαρίου 1911) εἶναι ἡ «κορυφή τῶν κορυφῶν», κατά τόν Κωνσταντίνο Καβάφη, «ὁ μεγαλύτερος διηγηματογράφος πού γέννησε ἡ ἑλληνική γῆ», κατά τόν Παῦλο Νιρβάνα, «ὁ μεγαλύτερος Ἕλλην ποιητής», γιά τόν Μιλτιάδη Μαλακάση, «ἡ μεγάλη μουσική φύση», κατά τόν Σπύρο Μελᾶ, «ὁ μάγος τοῦ ὕφους», κατά τόν Μιχάλη Περάνθη, «ὁ συγγραφεύς ἔργων πνοῆς σαιξπηρικῆς» καί «αὐτός πού ὁδήγησε τήν γλώσσαν εἰς τό ἀπροχώρητον τῆς μουσικότητος», ὅπως λέει ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «ὁ ἄπραγος καί ἀθῶος» καί ὁ ἄνθρωπος πού μέ τά ἔργα του μᾶς κάνει νά ζήσουμε μιάν «ἀληθινή μαγεία», κατά πώς γράφει ὁ Ἐλύτης, «ὁ ἄνθρωπος», γιά τόν Βάρναλη, «ὁ Κοσμοκαλόγερος» ἤ «ὁ Ἅγιος τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων», ὅπως ἔμεινε νά λέγεται.

Τόν ἀναγνωρίζουν ὡς μεγάλο ἀκόμα κι ὅσοι γιά λόγους ἰδεολογίας στέκονται ἀπέναντί του. Τόν ἀρνοῦνται ἐλάχιστοι, ἀλλά οὕτως ἤ ἄλλως ὁ ἴδιος δέν θά σκοτιζόταν καθόλου γιά ὅλα αὐτά. Οὔτε γιά τό ὅτι ἦταν ἀναγνωρισμένος ὡς κορυφή ἐν ὅσῳ ἀκόμα ζοῦσε. Ρωτᾶ ὁ Γιῶργος Ἰωάννου: «Τόν Παπαδιαμάντη ποιός καί τί τόν ἀνέβασε σ’ αὐτό τό εἰκονοστάσι;». Καί ὁ ἴδιος ἀπαντᾶ: «Φυσικά τό σύνολο τῆς προσωπικότητάς του καί τοῦ ἔργου του. Εἶναι ὁ ἐκφραστής μιᾶς ἐποχῆς πού πέρασε, ἀλλά καί μιᾶς λαϊκῆς ψυχῆς πού πάντοτε ὑπάρχει. Καί εἶναι ἕνας συγγραφέας πού διαβάζεται εὐχάριστα καί διαβάστηκε πολύ». (Γιώργου Ἰωάννου, Ἐπιζωγραφισμένης εἰκόνας ἀποκατάσταση).

Διηγεῖται ὁ διηγηματογράφος Ἰωάννης Δαμβέργης:

«Δέν ξέρω πῶς μοῦ ἦλθε ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα νά σηκωθῶ ἀπό τό γραφεῖον μου (στήν ἐφημερίδα ‘Ἀκρόπολις’), νά κάμω ὀλίγα βήματα καί νά πλησιάσω τόν κυρ  Ἀλέξανδρον, πού μέ ἀστραπιαίαν ταχύτητα ἐγέμιζε χειρόγραφα μεταφράσεων καί τά ἐπέτα, ὑγρά ἀκόμη, τό ἕνα ἐπί τοῦ ἄλλου, ἐπάνω εἰς τό πέντε βήματα ἀπέχον τοῦ ἰδικοῦ μου γραφεῖον του.

Ὁ Παπαδιαμάντης, χωρίς νά διακόψει τό γράψιμο, ἔστρεψε ἐπάνω μου γελαστά καί φιλόστοργα τά μάτια του καί σάν νά μέ ἠρώτα, γιατί τόν διακόπτω.

– Τίποτε, τοῦ ἀπήντησα, μέ ἴσην ἀγάπην. Καί εἰς μίαν ἀνάγκην διαχύσεως ὑπακούων, ἅπλωσα τό χέρι μου καί τοῦ ἐχάιδεψα τήν κεφαλήν.

Ὁ Παπαδιαμάντης τότε ἄφησε τήν πένναν του καί μέ ὕφος ἐλαφρᾶς δυσαρεσκείας μέ ἠρώτησε:

– Γιατί τό κάνεις αὐτό;

– Ἔτσι. Μοῦ ἦλθε νά σέ ξεκουράσω λιγάκι…

Ὁ Παπαδιαμάντης, πού δέν ἦτο συνηθισμένος εἰς τοιαύτας διαχύσεις, οὐδέ θά τάς ἐπέτρεπε βεβαίως εἰς τούς ἄλλους, ἐδιάβασε εἰς τά μάτια μου τήν ἀλήθειαν τοῦ λόγου μου καί ἔλαμψαν τά ἰδικά του ἀπό καλωσύνην.

– Εὐχαριστῶ! Μοῦ εἶπεν. Καί ἐξανάπιασε τήν πένναν του…».

διάβασε και αυτό  Ο Αντώνης Συκάρης κατέκτησε και το “βουνό-δολοφόνο”

Ὅταν νύχτωσε, ὁ Παπαδιαμάντης πλησίασε τόν Δαμβέργη καί τόν προσκάλεσε στήν ἀγρυπνία τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου, ὅπου ἔψελνε καί ἔκανε τόν τυπικάρη. Ἦταν ἡ ὕψιστη τιμή πού θά μποροῦσε νά ἀνταποδώσει.

Τοῦ Παπαδιαμάντη τοῦ ἄρεσε, ὅπως γράφει, νά γυροφέρνει ξανά καί ξανά στά προσκυνητάρια τῶν παιδικῶν του ἀναμνήσεων, τά στερημένα, ἀλλά καί τόσο γλυκά. Μέ τήν ὑψηλῆς ποιότητας τέχνη του ἑλκύει ἀβίαστα κι ἐμᾶς νά κάνουμε τό ἴδιο μέ τόν ἑαυτό μας. Κι αὐτή ἡ ἀναπόληση καί ἡ ἐπιστροφή ἀφήνει μέσα μας μιά γλυκύτατη αἴσθηση, κι ἡ ψυχή μας ὀμορφαίνει καί ἐξωραΐζει ἀκόμη καί τίς πιό δυσάρεστες στιγμές· ἀρκεῖ αὐτές νά συνδέονται μέ πρόσωπά μας αὐθεντικά κι ἀγαπημένα. Ὁ κόσμος πού ἀναδύεται ἀπό τό παρελθόν τοῦ Παπαδιαμάντη ταυτίζεται τελικά μέ τόν προσωπικό μας κόσμο. Κι αὐτό μᾶς ἀρέσει πάρα πολύ. Καί τελικά γίνεται ὁ ἴδιος γιά μᾶς «προσκυνητάρι» τῶν παλαιῶν μας ἀναμνήσεων καί ἀντικείμενο τῆς βαθειᾶς μας ἀγάπης. Ἄς τόν ἀναπαύει ὁ ἅγιος Θεός. 

ΚΑΠΟΙΕΣ ΓΝΩΣΤΕΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στή Σκιάθο στίς 4 Μαρτίου τοῦ 1851. Πατέρας του ἦταν ὁ λόγιος ἱερέας Ἀδαμάντιος Ἐμμανουήλ (1810-1896) καί μητέρα του ἡ Ἀγγελική (Γκιουλιώ), κόρη τοῦ Ἀλέξανδρου  Μωραΐτη, γόνου παλαιᾶς ἀρχοντικῆς οἰκογένειας τοῦ νησιοῦ. Το ἐπώνυμό του εἶναι συνδυασμός τοῦ ὀνόματος τοῦ πατέρα του καί τῆς ἱερατικῆς του ἰδιότητος. Εἶχε μεταξύ τῶν προγόνων του εὐλαβεῖς κληρικούς,  πνευματικούς γόνους τῶν Κολλυβάδων, κάποιοι ἀπό τούς ὁποίους εἶχαν ἐγκαταβιώσει – διωγμένοι ἀπό τόν Ἄθωνα στά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα – στό μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί εἶχαν ἀφήσει βαθειά τή σφραγίδα τους στό νησί καί στήν ψυχή τοῦ Παπαδιαμάντη.

Βαφτίσθηκε στίς 9 Ἀπριλίου τοῦ 1851 στήν ἐκκλησία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.

1856-1860. Φοιτᾶ στό Δημοτικό Σχολεῖο Σκιάθου. Ἀσχολεῖται καί μέ τή ζωγραφική. Στίς 14 Αὐγούστου 1860 παίρνει τό ἀπολυτήριο τοῦ Δημοτικοῦ Σολείου μέ τό ὄνομα Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, μέ τόν βαθμό «μέτριος».

Στίς 8 Σεπτεμβρίου 1860 ἐγγράφεται στήν Πρώτη τάξη τοῦ Σχολαρχείου Σκιάθου. Μεταξύ τῶν δασκάλων του εἶναι καί ὁ πατέρας του.

Στις 29 Ἰουνίου 1862 τελειώνει τή Δευτέρα τάξη τοῦ Σχολαρχείου. Ἡ Τρίτη τάξη ἔχει καταργηθεῖ στή Σκιάθο.

Διακόπτει τίς σπουδές του ὡς τό 1865. Μελετᾶ μόνος του, γράφει στίχους, ζωγραφίζει καί βοηθᾶ τόν πατέρα του στήν ἐκκλησία.

διάβασε και αυτό  Η Σφαγή του Δομένικου Λάρισας στις 16 Φεβρουαρίου 1943.

Στίς 9 Σεπτεμβρίου 1865 ἐγγράφεται στήν Τρίτη τάξη τοῦ Σχολαρχείου Σκοπέλου μέ τό ὄνομα Ἀλέξανδρος Ἀδαμαντίου ἱερέως. Τό ἀπολυτήριό του ἀπό τό Σχολαρχεῖο Σκοπέλου (6 Σεπτεμβρίου 1866) ἔχει τόν βαθμό «κάλλιστα».

Ἐπιστρέφει στή Σκιάθο (1866-1867). Λόγῳ οἰκονομικῶν δυσχερειῶν δέν συνεχίζει τίς σπουδές του. Θά μπορούσαμε ὅμως νά τόν φαντασθοῦμε νά ἀξιοποιεῖ μέ τόν πιό καρποφόρο τρόπο αὐτή τή χρονιά, μελετώντας στήν πλούσια βιβλιοθήκη τῆς μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Σκιάθου.

Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1867 ἐγγράφεται στήν Πρώτη τάξη τοῦ γυμνασίου στή Χαλκίδα. Στό μέσον τῆς φοίτησης στή Δευτέρα τάξη δημιουργεῖ  σοβαρό ἐπεισόδιο μέ τόν θεολόγο τοῦ σχολείου γιά θεολογικά ζητήματα· διακόπτει τή φοίτησή του καί ἔρχεται στή Σκιάθο (1869).

Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1869 παίρνει, μετά ἀπό ἐξετάσεις, τό ἐνδεικτικό τῆς Δευτέρας τάξης ἀπό το Γυμνάσιο Χαλκίδος.

Στίς 18 Ὀκτωβρίου τοῦ 1869 ἐγγράφεται στήν Τρίτη τάξη τοῦ Γυμνασίου Πειραιῶς.

Διακόπτει ὅμως τόν Ἰανουάριο τοῦ 1870 τή φοίτησή του καί ἐπιστρέφει στή Σκιάθο.

Τήν ἐποχή ἐκείνη (Ἰούλιος – Δεκέμβριος 1872) κάνει περιοδεία στό Ἅγιον Ὄρος «χάριν προσκυνήσεως», ὅπως γράφει.

Τον Σεπτέμβριο τοῦ 1873 πηγαίνει στήν Ἀθήνα καί φοιτᾶ στήν Τετάρτη τάξη τοῦ Βαρβακείου, ἀφοῦ πρῶτα ἔδωσε προαγωγικές ἐξετάσεις στά μαθήματα τῆς τρίτης γυμνασίου. Παραδίδει ἰδιαίτερα μαθήματα, γιά νά βελτιώσει τά οἰκονομικά του. Στό τέλος τοῦ ἰδίου σχολικοῦ ἔτους πῆρε τό ἀπολυτήριο τοῦ Γυμνασίου ἀπό τό Βαρβάκειο μέ βαθμό «καλῶς».

Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1874 (23 ἐτῶν) ἐγγράφεται στή Φιλοσοφική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου, μέ τό ὄνομα Ἀλέξανδρος Παπᾶ Ἀδαμαντίου. Ἔχει συμφοιτητή του τόν Γεώργιο Βιζυηνό. Μελετᾶ μόνος του Ἀγγλικά καί Γαλλικά καί συνεχίζει τίς παραδόσεις ἰδιαιτέρων μαθημάτων. Δέν θά πάρει ποτέ πτυχίο. Ἔχει μεγάλες οἰκονομικές δυσκολίες καί ζητάει συνεχῶς χρήματα ἀπό τόν πατέρα του. Ἀρχίζει νά ἀσχολεῖται μέ τή δημοσιογραφία καί τίς μεταφράσεις.

Στρατεύθηκε τό 1877 καί σύντομα πῆρε ἀναβολή λόγῳ σπουδῶν. Ξαναστρατεύθηκε τό 1880 καί ἔλαβε ἀπολυτήριο ἀπό τόν στρατό τόν Ἰούλιο τοῦ 1881, ἤδη 30 ἐτῶν.

Τό 1879 (28 ἐτῶν) δημοσίευσε τό μυθιστόρημα «Μετανάστις» στήν ἐφημερίδα «Νεολόγος» τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1881 δημοσίευσε στό περιοδικό «Σωτήρ» τῶν Ἀθηνῶν τό ποίημα «Δέησις» (ἐράνισμα ἐκ τῶν Ψαλμῶν) σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση.

Στίς 5 Νοεμβρίου τοῦ 1882 (31 ἐτῶν) ἄρχισε νά δημοσιεύει στήν ἐφημερίδα «Μή Χάνεσαι» τό ἐκτενέστατο μυθιστόρημα «Οἱ Ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν», μέ τό ψευδώνυμο «Μποέμ». Ὁ Γαβριηλίδης τόν παρουσιάζει ὡς «ἄγνωστον ἀκόμη εἰς τόν φιλολογικόν κόσμον δύναμιν, ἥτις ἐν πολλῇ μετριοφροσύνῃ ἐπιμένει νά μή γίνουν τά ἀποκαλυπτήριά της».

Ἀπό τήν ἐποχή αὐτή – καί γιά πολλά χρόνια – ἐργάζεται παράλληλα καί ὡς τακτικός συνεργάτης καί μεταφραστής ἐφημερίδων.

Στίς 21 Ἀπριλίου τοῦ 1884 (33 ἐτῶν) ἄρχισε νά δημοσιεύει τό μυθιστόρημα «Ἡ Γυφτοπούλα» στήν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις» τοῦ μεγάλου δημοσιογράφου Βλάση Γαβριηλίδη, διωγμένου ἀπό τήν Πόλη.

Στίς 26 Δεκεμβρίου τοῦ 1887 (36 ἐτῶν) δημοσίευσε στήν ἐφημερίδα «Ἐφημερίς» τό πρῶτο του διήγημα, «Τό Χριστόψωμο».

Ἤδη τήν ἐποχή αὐτή ἔχει ἀνακαλύψει τίς κατανυκτικότατες ἀγρυπνίες τοῦ ἁγίου παπα-Νικόλα Πλανᾶ στό μικρό ἐκκλησάκι τοῦ προφήτη Ἐλισσαίου, στό Μοναστηράκι, στίς βόρειες ὑπώρειες τῆς Ἀκρόπολης. Εἶναι ὁ μόνιμος ψάλτης τοῦ Ἁγίου. Ἐκεῖ ἔζησε τίς πιό ὄμορφες στιγμές τῆς ζωῆς του.

Τότε ἀνακάλυψε καί τή θρυλική ταβέρνα-μπακάλικο τοῦ Καχριμάνη στοῦ Ψυρρῆ,  καταφύγιο καί θαλπωρή του. Ἐκεῖ «ἔρρεεν ἄφθονος ὁ ξανθός ρητινίτης» καί ξεκούραζε τούς τυραννισμένους ἀνθρώπους τῆς σκληρῆς βιοπάλης, τούς ἀγαπημένους φίλους τοῦ κυρ Ἀλέξανδρου· μαζί μ’ αὐτούς κι αὐτόν.

διάβασε και αυτό  Ο Νίκος Μαστορακης για τον Νίκο Μαστοράκη

Τό 1898 μετέφρασε ἀπό τά ἀγγλικά τόν βίο τοῦ Χριστοῦ τοῦ Φρ. Φαράρ.

Τό 1902 ἦλθε στή Σκιάθο, ὅπου κι ἔμεινε δύο χρόνια. Ἐπέστρεψε στήν Ἀθήνα τόν Αὔγουστο τοῦ 1904.

Στις 13 Μαρτίου τοῦ 1908 γιορτάσθηκε στήν αἴθουσα τοῦ φιλολογικοῦ συλλόγου «Παρνασσός» ἡ 25ετηρίδα τοῦ Παπαδιαμάντη, ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ παλατιοῦ, μέ ὁμιλητές τόν Παῦλο Νιρβάνα, τόν Ἀριστομένη Προβελέγγιο καί τόν Δημήτριο Κακλαμάνο. Ὁ Παπαδιαμάντης δέν παρέστη στήν τιμητική γι’ αὐτόν ἐκδήλωση.

Στά τέλη Μαρτίου τοῦ 1908 ἦλθε στή Σκιάθο, ὅπου καί παρέμεινε μέχρι τόν θάνατό του.

Στίς 29 Νοεμβρίου τοῦ 1910 ἀρρώστησε σοβαρά. Ἐκεῖνο τό διάστημα τοῦ ἀπονεμήθηκε τό παράσημο τοῦ ἀργυροῦ σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος.

Πέθανε τά μεσάνυχτα 2 πρός 3 Ἰανουαρίου τοῦ 1911.

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ 

Ὁ ἐξάδελφος τοῦ Παπαδιαμάντη διηγηματογράφος Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης διηγεῖται τίς τελευταῖες του ὧρες:

«Ὑπέφερε πολύ. Εἶχε καί παλμούς…Τήν παραμονή τοῦ ἁγίου Βασιλείου κατέβηκε στήν ἀγορά τοῦ νησιοῦ καί ἀγόρασε λίγα μπαρμπούνια, ἀπό ἐκεῖνα τά περίφημα μπαρμπούνια πού βγάζουν τά νερά μας. Τοῦ ἄρεσαν πολύ τά ψάρια. ‘Ὀψάρια, ἤτοι κατ’ ἐξοχήν ὄψα’! ἔλεγε ἐπεξηγῶν τό βυζαντινόν ὄνομα τοῦ ἰχθύος (τό ὄψον = ἡ τροφή, τό προσφάγι)…Τά πῆγε λοιπόν στό σπίτι, τά ἔδωσε σέ μία ἀπό τάς ἀδελφάς του καί ἀπεσύρθη στό δωμάτιόν του. Ἔξαφνα ἀκούστηκε δοῦπος. Ἔτρεξαν καί βρῆκαν χάμου στό πάτωμα τόν καϋμένο τόν Ἀλέξανδρο. Τόν μετέφεραν στό κρεββάτι του. Τότε πιά ἐκατάλαβε ὅτι ἡ κατάστασίς του ἦτο ἄσχημη. Εἶπε:

 -‘Ἔ, θαρρῶ πώς εἶμαι γιά τό μεγάλο ταξίδι…Φέρτε τον παπᾶ’.

Ἡ ἀδελφή του ἡ Κυρατσώ τόν ἐρώτησε:

– Νά φέρουμε τόν γιατρό, Ἀλέξανδρε;

– Ὄχι! τόν παπά νά φέρετε!

Σέ λίγο ἦλθε ὁ παπάς. Ὁ Ἀλέξανδρος ἀνασηκώθηκε κι ἐκάθησε στό κρεββάτι.

-Παπά μου, τοῦ εἶπε, πεθαίνω! Νά μέ ἐξομολογήσεις καί νά μέ μεταλάβεις…

(Μετά τήν ἐξομολόγηση) ὁ παπάς ἄνοιξε τό Εὐχολόγιό του νά διαβάσει μιά σύντομη εὐχή. Τότε ὁ Ἀλέξανδρος τόν παρεκάλεσε:

-Ὄχι αὐτή! … Τή μεγάλη εὐχή θέλω τοῦ ὁσίου Ἀνδρέου τῆς Κρήτης, πού εἶναι γιά ὅλα τά ἀνομήματα…

Καί ὁ παπάς τοῦ ἔκαμε τή χάρη. Μέ σταυρωμένα τά χέρια ὁ μεγάλος μας συγγραφεύς, μέ σκυφτό κεφάλι, μέ ταπεινωμένη καρδιά, ἀκροαζότανε τήν ἐκτενῆ εὐχή και ψιθυριστά τήν ἐπανελάμβανε…

Καί ὅταν ἔφυγε ἀπό τό σπιτάκι του ὁ ἱερεύς, ὁ καϋμένος ὁ Ἀλέξανδρος ἐπλάγιασε πάλι στό κρεββάτι του, γιά νά μήν ξανασηκωθεῖ. Δέν ἐγεύθη τά ἀγαπητά του μπαρμπούνια…Τά χείλη του ἐσάλευαν σέ ψαλμούς…Καί τήν 3ην Ἰανουαρίου 1911, ὅταν ἐκατάλαβε πώς ἔφθασε ἡ στιγμή νά παραδώσει τήν ὑστάτη πνοή του στά χέρια τοῦ Πλάστη, διέταξε τάς ἀδελφάς του νά ἀπομακρυνθοῦν.

Ἔπειτα ἐγύρισε πρός τό μέρος τοῦ τοίχου καί ἐξέπνευσε, ὑπομέλπων τό τροπάριον τῆς Ἐνάτης Ὥρας τῶν Θεοφανείων: ‘Τήν χεῖρά σου τήν ἁψαμένην τήν ἀκήρατον κορυφήν τοῦ δεσπότου…’. Τήν κηδείαν του παρηκολούθησαν μέ συντριβήν ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ…».

άρθρο του Ἀρχιμ. Χρίστου Κυριαζόπουλου

Facebook Comments Box

Απάντηση