Μαρία Κάλλας Δεν χρειάζομαι τα χρήματα, αγαπητέ. Εργάζομαι για την τέχνη!
Η Μαρία Κάλλας γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, στις 2 Δεκεμβρίου του 1923, από Έλληνες
γονείς μετανάστες. Το πλήρες όνομά της ήταν Μαρία – Σοφία – Άννα – Καικιλία
Καλογεροπούλου, όπου αντιλαμβάνεστε ότι για λόγους καλλιτεχνικούς, το άλλαξε από τα πρώτα χρόνια της καριέρας της.
Από νεαρή ηλικία έδειξε το ενδιαφέρον της για τη μουσική, έκανε μαθήματα πιάνου και φωνητικής και σε ηλικία 11 ετών, πήρε το πρώτο της βραβείο σε διαγωνισμό παιδικής φωνής. Σε ηλικία 14 ετών, επιστρέφει απρόσμενα στην Ελλάδα μαζί με τη μητέρα της και την αδερφή της, λόγω του πρόσφατου διαζυγίου των γονιών της, γράφεται στο Εθνικό Ωδείο και δύο χρόνια αργότερα μεταβαίνει στο Ωδείο Αθηνών, όπου η δασκάλα της, καταξιωμένη τραγουδίστρια της όπερας Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, θα τη μυήσει στην Ιταλική κουλτούρα μέσω της τεχνικής της όπερας.
Μέχρι την ηλικία των 20 ετών, μελετά σκληρά και οι κόποι της φέρουν καρπούς.
Πρωταγωνιστεί σε διάσημες οπερέτες, την Τόσκα, τον Ζητιάνο Ποιητή, τον Βοκκάκιο.
Έχει όμως για τον εαυτό της, μεγαλεπήβολα σχέδια και είναι διατεθειμένη να κοπιάσει για να τα κατακτήσει. Αποφασίζει να επιστρέψει στην Αμερική κοντά στον πατέρα της, για να καταφέρει να αποκτήσει γνώσεις, φήμη και εμπειρίες. Η αρχή της, ως κάθε αρχή, είναι δύσκολη, μα με πείσμα και υπομονή, διεκδικεί και κερδίσει το πολυπόθητο εισιτήριο για έναν από τους σημαντικότερους χώρους της Ιταλικής λυρικής σκηνής, τη γνωστή «Αρένα» στη Βερόνα, με το ρόλο της «Τζιοκόντα».
Εδώ αρχίζει το όνειρο να παίρνει σάρκα και οστά. Γνωρίζει τον βιομήχανο Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι, ο οποίος υπογράφει τρελά ερωτευμένος μαζί της και αν και έχει τα διπλά της χρόνια, τον παντρεύεται άρδην. Ο γάμος της με τον διάσημο βιομήχανο, της ανοίγει νέους καλλιτεχνικούς δρόμους, απογειώνοντας την καριέρα της και κατακτώντας τη Σκάλα του Μιλάνου, που τόσες και τόσες πόθησαν…
Η Κάλλας θέλει πέραν από τη φωνή της, να ενσαρκώνει τους ρόλους της με όλο της το είναι, γι’ αυτό και αποφασίζει να αλλάξει την εμφάνισή της. Ακολουθεί σκληρές δίαιτες, αποκτά ένα καλλίγραμμο και αδύνατο κορμί, όπου μαζί με το σαγηνευτικό της χαμόγελο και τη θεϊκή φωνή της, τοποθετεί ψηλότερα τον πήχη, δίνοντας στο κοινό της απλόχερα, το πολύπλευρο ταλέντο της.
(φώτο 2)
Επόμενος προορισμός της η Νέα Υόρκη και η Μητροπολιτική της Όπερα, όπου θα δεχτεί την ανερχόμενη ντίβα, καταβάλλοντάς της για πρώτη φορά ένα υπέρογκο ποσό για τις εμφανίσεις της. Βρισκόμαστε στο 1956 όπου για τα επόμενα δύο χρόνια, η Μαρία Κάλλας αποθεώνεται τόσο στην Ελλάδα (Ηρώδειο), όσο και την Ιταλία, κάνοντας καθηλωτικές εμφανίσεις, χτίζοντας δυναμικά, το μύθο που ακολούθησε το όνομά της.
Μετά το 1958, τα μαύρα σύννεφα άρχισαν να την περικυκλώνουν και να απειλούν να
βεβηλώσουν την καριέρα και την υγεία της. Οι εξαντλητικές δίαιτες που κατά καιρούς
ακολουθούσε και οι ακροβατισμοί των φωνητικών της δυνατοτήτων, της στέρησαν
συμβόλαια, δίνοντας λαβές στον τύπο για πικρόχολα σχόλια.
Αραιώνει τις εμφανίσεις της, επιλέγει προσεκτικά τις συνεργασίες της και λίγο πριν
ενσαρκώσει έναν κομβικό ρόλο για την καριέρα της, τη «Μήδεια» γνωρίζει τον
Αριστοτέλη Ωνάση. Μένει σε ένα γάμο που έχει πλέον βαλτώσει και ζει το όνειρο στην
αγκαλιά του Ωνάση για περίπου έξι χρόνια. Οι κοσμικές τους εμφανίσεις που έχουν αφήσει εποχή, λατρεύτηκαν από τον τύπο αλλά και από τον κόσμο που αδημονούσε να βλέπει φωτογραφίες από τις τρυφερές τους κοινές στιγμές.
Ενώσω έχει αποτραβηχτεί από την όπερα, ζητά απεγνωσμένα να πάρει το διαζύγιο από τον Ιταλό βιομήχανο, ο οποίος πεισματικά αρνείται. Αποποιείται την Αμερικάνικη υπηκοότητά της, υιοθετεί την ελληνική και μένει μετέωρη όταν η πρόταση από τον Ωνάση, αντί να γίνει στην ίδια, γίνεται στη χήρα του Τζον Κένεντι, Τζάκι.
Ο κόσμος της προς στιγμήν γκρεμίζεται. Προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της, μέσω της εργασιοθεραπείας και μέχρι το 1974, δίνει ρεσιτάλ, διδάσκει ηχογραφεί και ταξιδεύει. Ατενίζει όμως όλο και πιο κοντά, την αυλαία της να πέφτει… Η ντίβα κλείνεται στον εαυτό της, απομονώνεται στο διαμέρισμά της στο Παρίσι και ζει μια μοναχική ζωή με λιγοστούς φίλους, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας που τόσο πολύ επεδίωκε. Έχουμε διαβάσει πολλά, τόσο για την κακή σχέση με τη μητέρα της, όσο και για την κακομεταχείρισή της από τον Ωνάση, μα δε θεωρώ ότι αξίζει να σταθούμε σε τέτοιου είδους πληροφορίες…
Έφυγε ξαφνικά από τη ζωή και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες από καρδιακή
προσβολή, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977 και μετά από δική της απαίτηση, η στάχτη
της σκορπίστηκε στο Αιγαίο που τόσο αγάπησε…
άρθρο της Κατερίνας Σιδέρη