Πέθανε ο Δημήτρης Τσοβόλας που νοσηλευόταν διασωληνωμένος στο «Αττικόν», εδώ και καιρό δίνοντας μάχη με τον καρκίνο.
Η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί πολύ το τελευταίο χρονικό διάστημα και σήμερα, άφησε την τελευταία πνοή του σε ηλικία 80 ετών. Η ανακοίνωση για το θάνατο του Δημήτρη Τσοβόλα που εξέδωσε το Αττικόν Νοσοκομείο, αναφέρει:
«Ο πρώην υπουργός Δημήτρης Τσοβόλας εισήχθη την Τετάρτη στο Αττικόν Νοσοκομείο σε κατάσταση σήψης σε έδαφος χημειοθεραπείας που ελάμβανε για προχωρημένη νεοπλασματική νόσο. Λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης του εισήχθη κατευθείαν στην ΜΕΘ του νοσοκομείου. Παρά την υποστήριξη η οποία περιέλαβε και μηχανική υποστήριξη της αναπνευστική και νεφρικής του λειτουργίας η κατάσταση του επιδεινώθηκε και κατέληξε σήμερα 25 Φεβρουαρίου και ώρα 13:35».
Τις τελευταίες ώρες της ζωής του 80χρονου δικηγόρου και πρώην υπουργού Δημήτρη Τσοβόλα μέσα στην εντατική του νοσοκομείου «Αττικόν» περιγράφει στο protothema.gr ο αγαπημένο του γιος και γνωστός καρδιολόγος Κωνσταντίνος Τσοβόλας. «Έφυγε ήρεμος όπως ήθελε κι εκείνος». Όπως αναφέρει ο γιατρός, ο θάνατος του Δημήτρη Τσοβόλα δεν ήταν αιφνίδιος, καθώς μετά τις γιορτές η υγεία του είχε κλονιστεί ιδιαίτερα με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες:
Εκτός από τον καρδιολόγο Κωνσταντίνος Τσοβόλα, ο πρώην υπουργός από τον γάμο του με την Κατερίνα Γιώτη, έχει και μια κόρη την δικηγόρο Λυδία Τσοβόλα.
Γεννήθηκε το 1942 στους Μελισσουργούς της Άρτας και προερχόταν από πολύ φτωχή οικογένεια η οποία μάλιστα στα μετεμφυλιακά χρόνια αντιμετώπισε διώξεις λόγω της συμμετοχής της στην Εθνική Αντίσταση και στο ΕΑΜ επί Κατοχής. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Η πολιτική σταδιοδρομία
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ, εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής Άρτας με το ΠΑΣΟΚ το 1977, και επανεκλέχθηκε εύκολα το 1981 και ξανά το 1985.
Παρέμεινε σταθερά στο υπουργείο Οικονομικών κατά την πρώτη οκταετία της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, ως υφυπουργός (1981-1984), αναπληρωτής υπουργός (1984-1985) και υπουργός την περίοδο 1985-1989. Ήταν ο πιο δημοφιλής υπουργός Οικονομικών της Μεταπολίτευσης και μέχρι σήμερα το όνομά του περιβάλλεται με νοσταλγία λόγω των φιλολαϊκών πολιτικών που εφάρμοσε.
Ο Τσοβόλας μπόρεσε να κάνει πολιτική παροχών μόνο μετά από το 1987, όταν απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κώστας Σημίτης, που από το 1985 είχε εφαρμόσει το σταθεροποιητικό πρόγραμμα λιτότητας.
Η δημοφιλία του Τσοβόλα ήταν μεγάλη και εκτός του χώρου του ΠΑΣΟΚ: όταν η εφημερίδα Το Βήμα δημοσίευσε ένα άρθρο του Στέλιου Κούλογλου με τίτλο «Ο Μήτσος της Ρήνης από τους Μελισσουργούς της Άρτας, ο γιος του αγωγιάτη» που κορόιδευε την ταπεινή καταγωγή του Τσοβόλα, πολίτες αποφάσισαν κάψουν τα φύλλα του στις πλατείες στα Γιάννενα, τη Λάρισα, και την Άρτα, ενώ τότε βγήκε και το σύνθημα «Τιμή και δόξα στο γιο του αγωγιάτη!».
Το Μάιο του 1991 προσήχθη στο Ειδικό Δικαστήριο κατηγορούμενος για το σκάνδαλο Κοσκωτά – Καλκάνη και καταδικάστηκε τον Ιανουάριο του 1992 σε δυόμισι χρόνια φυλάκιση με αναστολή και τριετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων χάνοντας έτσι τη βουλευτική του έδρα. Διακρίθηκε για τη μαχητικότητα του κατά τη διάρκεια της δίκης. Αρνήθηκε να εξαγοράσει την ποινή του και για το ποσό έγινε έρανος μεταξύ των μελών του ΠΑΣΟΚ. Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1993 η Βουλή των Ελλήνων του απένειμε χάρη.
Μετά την παραπομπή του στο Ειδικό Δικαστήριο για την υπόθεση Κοσκωτά, το 1989, η τριετής στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων που επιβλήθηκε στο Δημήτρη Τσοβόλα δεν του επέτρεψε να πολιτευτεί το 1993, ενώ δεν θέλησε να συμμετάσχει, παρά τη χάρη που του απονεμήθηκε, στις επόμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Τον Οκτώβριο του 1995 αποχώρησε από την ΚΕ του κόμματος και στις 20 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου ίδρυσε το Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα (ΔΗΚΚΙ).
Το Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα (ΔΗΚΚΙ) πήγε καλά στις εκλογές του 1996 και μπήκε στη Βουλή. Στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει το απαραίτητο ποσοστό ώστε να μπει στη Βουλή, παράλληλα όμως συνέχισε την πολιτική του δράση μέχρι που ο Τσοβόλας ζήτησε την αναστολή λειτουργίας του κόμματος η οποία δεν πραγματοποιήθηκε και αποχώρησε.
Από το 2004 και μετά είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει την πολιτική και ασχολείτο αποκλειστικά με τη δικηγορία.