Σε ηλικία 95 ετών,  έφυγε ο Χρόνης Αηδονίδης, ένας από τους γνωστότερους ερμηνευτές της παραδοσιακής μας μουσικής, που έκανε γνωστή στα πέρατα του κόσμου τη μουσική της πατρίδας του, της Θράκης.

«Κάθε χωριό, εκείνα τα χρόνια, ήταν και ένα μικρό ‘κράτος’. Συγκοινωνίες δεν υπήρχαν και ήταν δύσκολο να επικοινωνήσει κανείς με τον έξω κόσμο. Επαφές είχαμε μόνο με τα διπλανά χωριά. Όλα τα χωριά ήμασταν σαν μία οικογένεια, με τις δικές της έγνοιες και χαρές… Η μητέρα μου, Χρυσάνθη, ήταν η καλλίφωνη της εποχής, ενώ ο πατέρας μου, Χρήστος, ήταν ιερέας. Έτσι, κάθε μέρα, εγώ και τα τέσσερα αδέλφια μου, ακούγαμε από τη μία τους βυζαντινούς ύμνους και από την άλλη τα τραγούδια του τόπου μας. Είχα αυτή την τύχη, γι΄ αυτό ασχολήθηκα και με την εκκλησιαστική και την παραδοσιακή μουσική».

Όταν τελείωσε το οκτατάξιο Γυμνάσιο, ο Χρόνης Αηδονίδης διορίστηκε ως κοινοτικός δάσκαλος στα Πετρωτά Ροδόπης. Το 1950 εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Αθήνα, όπου συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη βυζαντινή μουσική, στο Ελληνικό Ωδείο, κοντά στο μεγάλο δάσκαλο Θεόδωρο Χατζηθεοδώρου. Τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου προσελήφθη στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο, όπου εργάστηκε ως λογιστής μέχρι το 1988, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Το 1953 γνώρισε τον λαογράφο Πολύδωρο Παπαχριστοδούλου, ο οποίος του πρότεινε να συμμετέχει στην εκπομπή του «Θρακικοί Αντίλαλοι», στο κρατικό ραδιόφωνο. Διστακτικός στην αρχή, αποφάσισε τελικά να λάβει μέρος στην προσπάθεια διάσωσης της ελληνικής μουσικής παράδοσης. Έλεγε ο ίδιος το 2010 στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Τα τραγούδια της ανατολικής Θράκης είναι πολύ επηρεασμένα από τη βυζαντινή μουσική. Ο μεγάλος λαογράφος μας, Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου, που καταγόταν από τις Σαράντα Εκκλησιές, έλεγε επιγραμματικά: θρακιώτικο τραγούδι, βυζαντινό τροπάρι … Ο Παπαχριστοδούλου ήταν και η αιτία να ασχοληθώ συστηματικά και να αφιερώσω το υπόλοιπο της ζωής μου στην προβολή και διάδοση της παραδοσιακής μουσικής. Ήρθε και με βρήκε το 1953, έχοντας ακούσει για μένα από έναν καθηγητή μου στο Διδυμότειχο. Με ξάφνιασε όταν μού πρότεινε να συμμετέχω στην εκπομπή του ‘Θρακικοί Αντίλαλοι’, στο κρατικό ραδιόφωνο, την τότε ΕΙΡ, για να παρουσιάσουμε άγνωστα, μέχρι τότε, τραγούδια της Θράκης. Στην αρχή ντρεπόμουν, αλλά τελικά με έπεισε».

 Σύντομα συμμετείχε ως μονωδός στη χορωδία του Παντελή Καββακόπουλου και, αργότερα, συνεργάστηκε για πολλά χρόνια με τη χορωδία του Σίμωνα Καρά. Από το 1957 ανέλαβε τακτική εβδομαδιαία εκπομπή στο ραδιόφωνο, προβάλλοντας το μουσικό θησαυρό της πατρίδας του, της Θράκης. Ήταν η πρώτη φορά που τα Θρακιώτικα τραγούδια ακούγονταν σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας. «Το να ασχολείται κανείς με την παράδοση είναι λειτούργημα», είχε τονίσει το 2010, επισημαίνοντας: «Για μένα όλη αυτή η υπόθεση ήταν και είναι κάτι σπουδαίο. Τα τραγούδια αυτά για μένα ήταν σαν ιερό κειμήλιο, έτσι με είχαν διδάξει οι δάσκαλοί μου. Και αυτό το κειμήλιο πρέπει να το παραδώσουμε στις νέες γενιές, για να μην κοπεί η αλυσίδα της προφορικής μας παράδοσης, που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. Αλίμονό μας αν κοπεί, γιατί αν συμβεί κάτι τέτοιο θα χαθεί η ταυτότητά μας. Σκιρτάει η καρδιά μου, όταν βλέπω νέα παιδιά να ενδιαφέρονται για τη μουσική μας παράδοση, για τον μουσικό θησαυρό της Θράκης. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μας, να μεταλαμπαδεύσουμε αυτό το μεράκι και στους νέους».

Το 2000 «ταξίδεψε» τη μουσική της Θράκης στα πέρατα της γης από το Σούνιο, όταν επιλέχτηκε να εκπροσωπήσει την πατρίδα μας στο παγκόσμιο τηλεοπτικό εορταστικό πρόγραμμα υποδοχής της νέας χιλιετίας, ενώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας του 2004 τραγούδησε στην τελετή λήξης το καθιστικό «Φίλοι μ’ καλωσορίσατε».

Facebook Comments Box

Από Kalithe@press

Απάντηση