Χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα του τόπου μας
Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας, την παραμονή των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης κάθε σπιτιού ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο και γερό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό είναι το Χριστόξυλο.
Πριν ο νοικοκύρης φέρει το χριστόξυλο στο σπίτι, η νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει καλά το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια.
Την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού θα ανάψει την καινούρια φωτιά και θα μπει το χριστόξυλο, με ευχή όλων να αντέξει για όλο το δωδεκαήμερο των γιορτών.
Σ΄ άλλα μέρη της Βορείου Ελλάδας, το πιο διαλεχτό και μεγάλο κούτσουρο, φυλαγμένο επίτηδες ως την παραμονή, το φέρνουν κοντά στο τζάκι την παραμονή και πριν το ρίξουν στη φωτιά, το ραίνουν με αμύγδαλα και καρύδια, με ξηρούς καρπούς της χρονιάς που τελειώνει. Τα παιδιά του σπιτιού τρέχουν και μαζεύουν τα «καταχύσματα» αυτά, όπως μαζεύουν τα κουφέτα που ρίχνουν στους νεόνυμφους στην εκκλησία. Το κούτσουρο αυτό με το άναμμά του είναι πλέον το χριστόξυλο.
Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη Του.
Κάθε οικογένεια, προσπαθεί να διατηρήσει αυτή τη φωτιά αναμμένη για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα, μέχρι τα Φώτα.
Το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι για πολλούς κοσμικούς η ουσία των Χριστουγέννων. Το έθιμο στην Ελλάδα έχει ξενική προέλευση και το εισήγαγαν οι Βαυαροί.
Για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833 και μετά στην Αθήνα. Από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και μετά το δέντρο με στις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.
Πρόδρομός του, το χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή σκαρκάνζαλος, ένα χοντρό ξύλο από αχλαδιά ή αγριοκερασιά.
Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, τους καλικάντζαρους. Οι πρόγονοί στις τοποθετούσαν το χριστόξυλο στο τζάκι του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων.
Η στάχτη των ξύλων προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό.
Το χριστόξυλο αντικαταστάθηκε από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο από τη Γερμανία εξαπλώθηκε και ρίζωσε και στις στις ευρωπαϊκές χώρες, για να ταξιδέψει στη συνέχεια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ωστόσο, ο καθηγητής την Χριστιανικής Αρχαιολογίας Κώστας Καλογύρης υποστήριξε ότι το έθιμο του δέντρου δεν έχει γερμανική προέλευση αλλά ανατολίτικη. Την άποψη του στηρίζει σε ένα συριακό κείμενο που υπάρχει σε χειρόγραφο στο Βρετανικό Μουσείο. Το κείμενο αναφέρεται σε έναν ναό που έχτισε το 1512 ο Αναστάσιος ο Ά στα βόρεια στις Συρίας και στον οποίο υπήρχαν δύο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα.
Σύμφωνα με μια παράδοση, το στόλισμα του δέντρου καθιερώθηκε από τον Μαρτίνο Λούθηρο, ο οποίος, περπατώντας τη νύχτα στα δάση και βλέποντας τα χειμωνιάτικα αστέρια να λάμπουν μέσα στα κλαδιά, συνέλαβε την ιδέα στις τοποθέτησης στις φωτεινού δέντρου στο σπίτι του, που θα απεικόνιζε τον έναστρο ουρανό απ’ όπου ο Χριστός ήρθε στον κόσμο.
Στα αρχαία χρόνια
Σε αντίθεση με τη φωτιά στο τζάκι των σπιτιών, κατά τη περίοδο των Χριστουγέννων, οι υπαίθριες φωτιές έχουν πανάρχαια καταγωγή. Θα ήταν παρακινδυνευμένο όμως να υποστηρίξουμε ότι είναι αυστηρά αρχαίο ελληνικό έθιμο επειδή δεν βρέθηκαν ανάλογες περιγραφές σε άλλους πολιτισμούς, όταν αυτό ανάγεται στη παρατήρηση.
Ο αρχαίος κόσμος πρόσεξε στην εποχή του χειμώνα πως σταδιακά ο Ήλιος φώτιζε όλο και λιγότερο (χειμερινό ηλιοστάσιο), έτσι άρχισαν να φοβούνται πως μετά από κάποια νύκτα δεν θα ξημέρωνε ποτέ. Κοντά στο χειμερινό ηλιοστάσιο, αντιλήφθηκαν πως έπαψε να λιγοστεύει η ημέρα και αντίθετα αυτή να αυξάνει. Τότε άναψαν μεγάλες φωτιές και πανηγύριζαν τη «νίκη» του Θεού Ήλιου έναντι του Θεού Κρόνου. Γι’ αυτό και οι γιορτές των Κρονίων ήταν οι μόνες γιορτές που τιμούσαν «ήττα» Θεού σε αντίθεση με όλες τις άλλες, που ήταν ικετικές ή θριαμβικές.
Επειδή λοιπόν δεν είχαν οι προϊστορικοί εκείνοι πρόγονοι τη γνώση να εξηγήσουν το φαινόμενο αυτό, αποδέχθηκαν να το εορτάζουν ετήσια, φοβούμενοι μη τυχόν και χωρίς αυτές τις εορτές δεν επαναληφθεί το γεγονός αυτό.
Συνέχεια όλων αυτών είναι σήμερα το παγκόσμιο πλέον έθιμο να φωταγωγούνται ιδιαίτερα στις εορτές των Χριστουγέννων οικίες, πλατείες, δρόμοι, δημόσια κτίρια κλπ. με πλουμιστά λαμπιόνια και με ιδιαίτερες ακόμη εκδηλώσεις κατά την έλευση του νέου έτους, με χρήση και βεγγαλικών.