Πολιτισμός

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος σε Ουράνιες Συναυλίες

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος πέρασε στην αιωνιότητα. Ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 84 ετών, έπειτα από επιπλοκές με τον καρκίνο. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος είχε εισαχθεί, στις 5 Μαΐου στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Αλεξάνδρα».

Μάλιστα, η οικογένεια του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη εξέδωσε ανακοίνωση για τον θάνατό του, αναφέροντας: «Με θλίψη ανακοινώνουμε ότι απεβίωσε, μετά από σκληρή μάχη με τον καρκίνο, ο μεγάλος εθνικός μας συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος. Η μουσική ψυχή της Ελλάδας σίγησε. Όμως, θα μένει ζωντανή στη μνήμη μας, μέσα από τα τραγούδια του, που τραγουδήθηκαν και θα τραγουδιούνται από γενιές και γενιές Ελλήνων και Ελληνίδων».

Από την οικογένεια του Γιάννη Μαρκοπούλου εκδόθηκε η ακόλουθη ανακοίνωση:

Η ανακοίνωση της οικογένειας

Η εξόδιος ακολουθία του αγαπημένου μας Γιάννη Μαρκόπουλου θα τελεστεί την Πέμπτη 15 Ιουνίου 2023 και ώρα 17.00 στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών.

Για το τελευταίο αντίο, η σορός θα βρίσκεται στο Παρεκκλήσι της Μητροπόλεως Ναό από τις 12.00 το μεσημέρι της ίδιας μέρας και μέχρι τις 16.00.

Η ταφή θα γίνει στο Κοιμητήριο Παπάγου.

Βασιλική και Λένγκα Μαρκοπούλου

 

Ποιος ήταν ο Γιάννης Μαρκόπουλος

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος γεννήθηκε το 1939 στην Κρήτη, όπου πήρε τα πρώτα μουσικά μαθήματα στη θεωρία και στο βιολί, καθώς και τις πρώτες επιρροές από τους τοπικούς ρυθμούς με τους γρήγορους χορούς και τα επαναλαμβανόμενα μικρά μοτίβα, την κλασική μουσική, αλλά και τη μουσική της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου, ιδιαίτερα της Αιγύπτου. Το 1956 συνέχισε τις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών, με τον συνθέτη Γεώργιο Σκλάβο και τον καθηγητή βιολιού, Ιωσήφ Μπουστίντουϊ (Joseph Bustidui). Την ίδια εποχή εισήχθη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο για κοινωνικές και φιλοσοφικές σπουδές, που όμως δεν ολοκληρώνει, ενώ παράλληλα συνέθεσε για το θέατρο, τον κινηματογράφο και τον χορό.

 

Το 1963 βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για τη μουσική του στην ταινία «Μικρές Αφροδίτες» του Νίκου Κούνδουρου και, τον ίδιο χρόνο, ανέβηκαν από νέα χορευτικά σύνολα τα έργα του «Θησέας» (χορόδραμα), «Χιροσίμα» (σουίτα μπαλέτου) και τα «Τρία σκίτσα για χορό». Το 1967, με την επιβολή της δικτατορίας, ο Γιάννης Μαρκόπουλος μετέβη στο Λονδίνο, όπου εμπλούτισε τις μουσικές του γνώσεις κοντά στην Αγγλίδα συνθέτρια, Ελίζαμπεθ Λάτιενς (Elisabeth Lutyens). Επίσης, συνέθεσε την κοσμική καντάτα «Ήλιος ο πρώτος» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη και τη μουσική για τη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη για το θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Παράλληλα, ολοκλήρωσε τη μουσική τελετή «Ιδού ο Νυμφίος», έργο που κράτησε ανέκδοτο, εκτός του περίφημου «Ζαβαρακατρανέμια», ένα τα πιο διάσημα κομμάτια του. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με τους συνθέτες, Ιάννη Ξενάκη και Γιάννη Χρήστου, και ήρθε σε επαφή με τα πλέον πρωτοποριακά μουσικά έργα.

Στο Λονδίνο συνέθεσε, επίσης, τους «Χρησμούς» για συμφωνική ορχήστρα και τους πρώτους «Πυρρίχιους χορούς Α’, Β’, Γ’» (από τους 24 που ολοκλήρωσε το 2001), οι οποίοι παίχτηκαν, το 1968, από την ορχήστρα Concertante του Λονδίνου στο Queen Elizabeth Hall. Τότε έγραψε και τη μουσική για την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ που ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Τζόουνς (David Jones). Στην Αθήνα επέστρεψε το 1969, με σκοπό να συμβάλει με τα έργα του στην πορεία για την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

Με την είσοδο της δεκαετίας του 1970, ο Γιάννης Μαρκόπουλος πραγματοποίησε καθοριστική στροφή στην πορεία του. Υλοποίησε το μουσικό του όραμα, καταθέτοντας έργα που χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους ως νέα πρόταση και τομή για τη μέχρι τότε ελληνική μουσική πραγματικότητα. Πρόκειται για έργα που ως ενότητα έχουν επηρεαστεί, στις θεμελιακές αρχές τους, από τις αισθητικές και φιλοσοφικές απόψεις του συνθέτη, με το καθένα όμως από αυτά να είναι διαφορετικό. Με τις συνθέσεις του καθιέρωσε την ουσία της μουσικής συμβίωσης και τους συσχετισμούς έκφρασης μεταξύ συμφωνικών και τοπικών οργάνων, μέσω του μελωδικού και ρυθμικού του ορίζοντα, των αρμονικών του δομών και των ηχοχρωμάτων της διάφανης ενορχήστρωσής του.

Παράλληλα, πρότεινε εμφατικά την «Επιστροφή στις Ρίζες», εννοώντας τον «σχεδιασμό του μέλλοντος, με ενδοσκόπηση, μελέτη και πλησίασμα των άφθαρτων πηγών της ζωντανής τέχνης του κόσμου και επιλεγμένες σύγχρονες πληροφορίες τέχνης». Η πρότασή του αυτή πήρε τις διαστάσεις ενός κινήματος τέχνης. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως οι «Οχτροί», τα «Λόγια και τα χρόνια», τα «Χίλια μύρια κύματα», η «Λένγκω», ο «Γίγαντας», το «Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι», το «Καφενείον η Ελλάς», τα «Παραπονεμένα λόγια», το «Μιλώ για τα παιδιά μου» και πολλά άλλα έγιναν σύμβολα και μύθοι. Το ίδιο συνέβη και με τα μουσικά του έργα «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», «Ο Στράτης ο Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγάπανθους», «Ήλιος ο Πρώτος», «Χρονικό», «Ιθαγένεια», «Οροπέδιο», «Θητεία και Μετανάστες» – σε ποίηση και στίχους Σολωμού, Σεφέρη, Ελύτη, Κ.Χ. Μύρη, Μιχ. Κατσαρού, Ελευθερίου, Σκούρτη, Θεοδωρίδη και δικούς του.

 

Το 1976 συνέθεσε τη μουσική για την τηλεοπτική σειρά του ΒΒC «Who Pays the Ferryman?» και η επιτυχία του μουσικού θέματος παρέμενε στην κορυφή του βρετανικού Hit Parade για μήνες, ενώ έκανε τον συνθέτη διεθνώς γνωστό. Στα επόμενα χρόνια, η δημοφιλία αυτή εκφράστηκε με πολλές μετακλήσεις για συναυλίες και ο Γιάννης Μαρκόπουλος πραγματοποίησε αλλεπάλληλα ταξίδια ανά τον κόσμο, όπως στη Νέα Υόρκη, στη Φιλαδέλφεια, στο Σικάγο, στο Σαν Φρανσίσκο, στο Τορόντο, στο Μόντρεαλ, στη Στοκχόλμη, στο Άμστερνταμ, στη Νάπολη, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στο Μόναχο, στη Φρανκφούρτη, στις Βρυξέλλες, στο Λονδίνο, καθώς και σε διάφορες πόλεις της Ρωσίας και της Αυστραλίας.

Ακόμα, το 1980 ενώθηκε και στη ζωή με την τραγουδίστρια και συνεργάτιδά του, Βασιλική Λαβίνα. Γεννήθηκε η κόρη τους Ελένη. Για μια περίοδο ο συνθέτης αποζήτησε μία πιο ιδιωτική ζωή με την οικογένειά του, ενώ άρχισε η προετοιμασία του για το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου στη μουσική του: Στον κορμό των νέων συνθέσεών του εμφανίστηκαν μελωδικά ξεσπάσματα στηριγμένα στην εκτεταμένη πολυτονικότητα της αρμονικής του δομής, που ενισχύθηκαν από το πάθος μιας ανεξάντλητης ζωτικότητας.

Το 1994 συνέθεσε ένα από τα πιο σημαντικά του έργα, τη «Λειτουργία του Ορφέα», για φωνή, χορωδία και ορχήστρα, που απευθύνεται φιλοσοφικά στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση. Ακολούθησαν η «Ανα-γέννηση Κρήτη ανάμεσα σε Βενετιά και Πόλη», μουσικό ταξίδι σε 4 ενότητες, η όπερα «Ερωτόκριτος και Αρετή», τα «Σχήματα σε κίνηση», κονσέρτο για πιάνο εμπνευσμένο από τον Πυθαγόρα, τα «Ευήλια τοπία, φαντασία για σόλο φλάουτο», ο «Νόμος της Θαλπωρής», ορατόριο-μουσικό θέαμα για φωνές, χορωδία, ορχήστρα πνευστών, μπαλέτο και εικόνες, «16 Πυρρίχιοι χοροί 1980-2001», «Τρίπτυχο για φλάουτο έγχορδα και άρπα» (2007).

διάβασε και αυτό  «ΚΑΛΛΟΣ Η Υπέρτατη Ομορφιά» – Μια αρχαιολογική έκθεση για την ελληνική έννοια της ομορφιάς

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος είχε συνεργαστεί με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, καθώς το μουσικό σήμα των ειδήσεων του ραδιοφωνικού σταθμού «Πρακτορείο 104,9» που εκπέμπει από τη Θεσσαλονίκη, αλλά και διαδικτυακά, φέρει την υπογραφή του.

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ “ΠΑΡΡΗΣΙΑ”

“Συχνά οι ξένοι εκδηλώνουν τόση αγάπη για τη μουσική μου, ενώ στη χώρα μου ορισμένα κυκλώματα με χτυπάνε τόσο άσχημα”

Στη συνέντευξη συμμετείχαν οι μαθητές Βαγγέλης Τόλης, Μαρία Μεγαρίτη, Φωτεινή Γκέκα, Βαγγέλης Μαρκάκης και ο συντονιστής καθηγητής.


– Θα θέλατε, κύριε Μαρκόπουλε, να μας μιλήσετε για τα παιδικά σας χρόνια στην Κρήτη και τα πρώτα σας βήματα στο χώρο της μουσικής;


Γεννήθηκα το 1939 στο Ηράκλειο, αλλά η οικογένειά μου ήταν εγκατεστημένη στην Ιεράπετρα, όπου έχω και τα εκλογικά μου δικαιώματα ως σήμερα. Η μητέρα μου καταγόταν από τα Σφακιά κι ο πατέρας μου – δικηγόρος και αργότερα νομάρχης – ήταν από την Ιεράπετρα. Μέναμε σε ένα σπίτι μεγάλο κι από τη μια πλευρά κατοικούσαν φτωχοί πρόσφυγες από το ’22 και μετά, ενώ από την άλλη κατοικούσαν ευκατάστατοι άνθρωποι, δημόσιοι υπάλληλοι κλπ. Τελείωσα την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ιεράπετρα, όπου υπήρχαν πολύ καλοί καθηγητές. Εκεί, στην Ιεράπετρα, δημιουργήθηκε μια μπάντα, ένα σύνολο με χάλκινα και ξύλινα πνευστά. Στην μπάντα γράφτηκα κι εγώ, που ήμουν 11 χρονών τότε.
Θα ‘θελα, όμως, να σας πω πώς ήταν η ζωή μου εκείνα τα χρόνια στην Ιεράπετρα. Κάτω από το φως του γαλαξία και κάτω από το φως του ήλιου, περπατούσαμε ώρες πολλές στις ακρογιαλιές, στις ομορφότερες ακρογιαλιές της Μεσογείου. Το μεσοκαλόκαιρο πηγαίναμε με την οικογένειά μου στο ψηλότερο βουνό της Ιεράπετρας και μέναμε εκεί 20 μέρες, μαζί με άλλες οικογένειες. Εκεί στον καθαρό αέρα, παίζαμε, τρέχαμε και γέρναμε ν’ αποκοιμηθούμε κάτω από τις σκιές των μεγάλων πλατάνων. Ήταν άφθονα τα τρεχούμενα νερά, η φύση της Ιεράπετρας μαγευτική…
Πολλά Σαββατοκύριακα, η μητέρα μου με έπαιρνε μαζί της στα μεγάλα πανηγύρια της Κρήτης. Συχνά ερχόταν κι έπαιζε ο Μουντάκης, ένας πολύ μεγάλος Κρητικός λυράρης. Έπαιζαν οι λύρες όλη τη νύχτα. Είχα νιώσει από τότε την ανάγκη να φτιάξω κι εγώ μαντινάδες. Μάλιστα, έλεγα με τα άλλα παιδιά ότι θα μπορούσαμε να μην έχουμε μόνο λύρα και λαούτο, αλλά και τρομπέτα και κλαρίνο και ακορντεόν…
Όπως καταλαβαίνετε παιδιά μου, το πίστευα ότι όλα τα όργανα μπορούσαν να παίξουν σε ένα κομμάτι και όχι αυστηρά και μόνο η λύρα και το λαούτο, όπως γινόταν τότε σ’ όλη την Κρήτη. Το κάναμε αυτό, χάρη στην μπάντα. Άλλος έπαιζε βιολί, άλλος κιθάρα, λύρα, λαούτο, τρομπόνι κι εγώ έπαιζα κλαρίνο. Ταυτόχρονα μάθαινα βιολί και στο σπίτι έπαιζα μαντολίνο. Έπαιζε κι η μητέρα μου πολύ ωραία κιθάρα και τραγουδούσε παλιά τραγούδια, που όμως δε μου πολυαρέσανε…
Ώσπου πρωτάκουσα κάτι μαγικά τραγούδια, στην κάτω μεριά της πόλης, όπου ζούσαν οι πρόσφυγες. Άκουσα τραγούδια του Τσιτσάνη και του Βαμβακάρη. Έψαχνα τότε πολύ, άκουγα μουσικές απ’ όπου κι αν έρχονταν. Ακόμη και τη βουή του ανέμου αφουγκραζόμουν, τον ήχο από τα φύλλα των δέντρων. Με γοήτευε το θρόισμα όταν φυσούσε δυνατός αέρας…
Δεκαεπτά χρονών τελείωσα το τότε Γυμνάσιο και είχα ήδη γράψει πολλά κομμάτια, ανάμεσα στα οποία και τη μελωδία για το μετέπειτα γνωστό τραγούδι «Πέρα από τη θάλασσα». Έφυγα ύστερα για την Αθήνα, όπου γράφτηκα αμέσως στο Ωδείο, ενώ εισήχθηκα και στην Πάντειο. Όλη η μέρα μου πέρναγε ανάμεσα στην Πάντειο και στο Ωδείο, όλον τον πρώτο χρόνο στην Αθήνα. Όμως δεν υπήρχε και συναυλία που να μην πήγαινα.
Γνωρίστηκα με πολλούς σημαντικούς ανθρώπους στην Αθήνα. Ο Ταχιάτης, ένας πολύ καλός βιολοντσελίστας, με γνώρισε με το Μάνο Χατζιδάκι. Μιλήσαμε πάρα πολλή ώρα. Μετά από αυτή τη γνωριμία, σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια μεγάλη μουσική σχολή στην Αθήνα. Αλλά αυτό που ήθελα ήταν να φτιάξω το δικό μου ξεχωριστό τραγούδι, που να μην έχει σχέση με τα τραγούδια του Χατζιδάκι ούτε αργότερα του Θεοδωράκη.
Ξεκίνησα με μουσική για κινηματογραφικές ταινίες και τα πρώτα μου τραγούδια ήταν τα «Γκρεμισμένα σπίτια», το «Πέρα από τη θάλασσα»… Ταυτόχρονα, όμως, έγραφα την «Μαυρομαντιλούσα», πάνω σε στίχους του Κώστα Μύρη, που είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Κώστα Γεωργουσόπουλου, του σημαντικότερου ίσως ανθρώπου των γραμμάτων στη χώρα μας. Με τον Κώστα ήμασταν μαζί στο Ωδείο Αθηνών. Εκείνος ήταν μαθητής του μεγάλου Ροντήρη κι εγώ του Γεωργίου Σκλάβου, ενός πολύ σπουδαίου συνθέτη, εφάμιλλου του Καλομοίρη, αλλά ήταν χαμηλών τόνων και δεν προβλήθηκε όσο ο Καλομοίρης. Είχε κάνει πολλές σπουδές σε ευρωπαϊκές χώρες και μου μετέδωσε αυτές τις γνώσεις του. Θα μπορούσα να πω ότι αυτή είναι η πρώτη μουσική περίοδος της ζωής μου. Ελπίζω να μην σας κούρασα με το μονόλογο.

– Κάθε άλλο! Ανυπομονούμε να ακούσουμε τη συνέχεια.

Όταν τελείωσα τις μουσικές μου σπουδές στο Ωδείο των Αθηνών, πήγα στο Λονδίνο, όπου έμεινα δυόμισι χρόνια, κάνοντας σπουδές και συνθέτοντας μουσική. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έγραψα μουσική για πολλές ταινίες και θεατρικά έργα. Ο Μάνος Κατράκης μου ανέθεσε να γράψω τη μουσική πέντε θεατρικών του έργων, ανάμεσα στα οποία ήταν «Το κορίτσι με το κορδελάκι» και ο «Πατούχας» του Κονδυλάκη. Συνέχισα γράφοντας μουσική στο Εθνικό Θέατρο, αλλά και για το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Και στο εξωτερικό είχα ήδη γράψει τη μουσική για την «Τρικυμία», που ανέβασε ο Σαιξπηρικός Θίασος στο Λονδίνο, όπως και για τη «Λυσιστράτη» που ανέβασε το θέατρο της Μασσαλίας. Για μουσική μου σε κινηματογραφικές ταινίες, μου έχουν απονεμηθεί αρκετά βραβεία. Αξίζει να αναφέρω και τη μουσική που έχω γράψει για ταινίες του Νίκου Κούνδουρου, τις «Μικρές Αφροδίτες», το «Πρόσωπο της Μέδουσας», τον «Μπάιρον». Επίσης, για δύο ταινίες του Ζυλ Ντασέν, του Κοσμάτου και άλλων. Συνολικά έχω γράψει μουσική για περίπου 30 ταινίες και 20 θεατρικές παραστάσεις, αλλά και για μπαλέτο, όπως για παράδειγμα τον «Θησέα», που ανέβασε η Ραλού Μάνου και κυκλοφόρησε και σε δίσκο το 1963, όταν ήμουν 24 χρονών.
 
– Με ποιους τραγουδιστές έχετε συνεργαστεί;

Με πάρα πολλούς. Τον πρώτο καιρό με τον Κώστα Χατζή, μετά με τη Βίκυ Μοσχολιού, τον Καζαντζίδη, τον Νταλάρα, με πολλούς, μέχρι τον Νίκο Ξυλούρη. Ο Ξυλούρης ήταν μεγάλη μορφή και παραμένει ως κάτι το ξεχωριστό στο τραγούδι. Τραγούδησε πολλά έργα μου, σε στίχους Κώστα Μύρη, Μάνου Ελευθερίου, Σεφέρη, Ελύτη. Αλλά το «Χρονικό» ήταν που συντάραξε τον κόσμο τότε, το ’69, μέσα σε μια άγρια δικτατορία, με τους Παπαδόπουλους και τους Μακαρέζους, που εξευτέλιζαν τη χώρα μας. Το «Χρονικό» έδωσε δύναμη στους φοιτητές και γενικότερα στους νέους ανθρώπους, για να αγωνισθούν ενάντια στη δικτατορία. Ήταν, εκτός από μουσικό, ένα πολιτικοκοινωνικό έργο. Έπαιζαν όργανα κρητικά, ηπειρώτικα κλαρίνα, το σαντούρι του Αιγαίου, μαζί με κλασικά όργανα. Αυτή η συνύπαρξη και σύνθεση έκανε συγκλονιστική εντύπωση και 10 χρόνια μετά τον «Επιτάφιο» του Θεοδωράκη, θεωρήθηκε ως μια νέα επαναστατική κίνηση, τόσο στο στίχο όσο και στο μουσικό ύφος και χρώμα. Όταν έγραφα το χρονικό, δοκίμασα πολλούς τραγουδιστές, αλλά δεν μου έκανε κανένας. Τότε θυμήθηκα τον Νίκο τον Ξυλούρη, που τον ήξερα από το 1960. Ο Νίκος είχε όλα τα προσόντα που απαιτούνταν γι’ αυτό το έργο κι έπαιζε κι εξαιρετική λύρα. Να μην ξεχνάμε όμως και τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη, που έχει κι αυτός θαυμάσια φωνή και παίζει πολύ καλή λύρα.
 
– Πώς εξελίχθηκε η δισκογραφική σας δουλειά;

Θεωρώ ότι από τότε άρχισε μια νέα φάση, με πιο σύνθετα έργα. Στη δεκαετία του ’70 κυκλοφόρησε ο «Θεσσαλικός κύκλος», οι «Μετανάστες» και άλλα έργα, σε μια πιο λαϊκότροπη γραμμή. Επίσης, έγραψα τον «Βαρκάρη» ή «Who pays the ferryman», όπως είναι παγκοσμίως γνωστό το έργο. Ήταν η μουσική για ένα εγγλέζικο σίριαλ 8 επεισοδίων και τιμήθηκα με 3-4 διεθνή βραβεία. Μου δόθηκε έτσι η δύναμη να αρχίσω συναυλίες στο εξωτερικό, στην Ευρώπη κυρίως, κι έτσι μπορούσα να περάσω τις ιδέες μου σε περισσότερο κόσμο. Ιδέες και απόψεις που υποστηρίζουν την επιστροφή στις ρίζες, σκοπεύοντας σε ένα σχεδιασμό του μέλλοντος με επηρεασμούς από τα άφθαρτα στοιχεία της παράδοσης, σε συνδυασμό με σύγχρονα δεδομένα, αρκεί βέβαια να υπάρχει η ιδιαίτερη μελωδία του συνθέτη, η γνώση και το ταλέντο.
 
– Ποια ακριβώς είναι η σχέση της μουσικής σας με την παραδοσιακή μουσική;

Δεν μιμούμαι την παραδοσιακή μουσική, δεν γράφω παραδοσιακά τραγούδια. Αλλά υπάρχει σχέση. Η παραδοσιακή μουσική έχει ζωντανά στοιχεία και η δική μου μουσική τα χρησιμοποιεί, όπως χρησιμοποιεί και τα παραδοσιακά όργανα. Πορεύομαι σε παρόμοιους δρόμους με αυτούς που άνοιξε η παραδοσιακή μουσική, σε δρόμους που συνεχίζουν τους αρχαίους τρόπους, όπως συνεχίστηκαν και στη Βυζαντινή μουσική. Οι ρυθμοί της παραδοσιακής μουσικής με έχουν επηρεάσει. Πιστεύω, μάλιστα, πως ο ρυθμός της σούστας, για παράδειγμα δεν είναι καθόλου ξεπερασμένος από σύγχρονους καλούς ρυθμούς, κι αν πούμε και για τους χορευτικούς ρυθμούς της Θράκης… Αυτό, πάντως που με ενδιαφέρει είναι η ουσία του δημοτικού τραγουδιού και όχι η φλούδα. Εννοώ τη μουσική και το τραγούδι που βγήκε μέσα από τα σπλάχνα του ελληνικού λαού, λειτουργώντας σαν φάρμακο και έχοντας συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης. Ο λόγος με νοιάζει πάντα στην τέχνη και δεν γράφω τίποτε χωρίς να υπάρχει ο λόγος. Μόνον έτσι εξηγείται η διαχρονικότητα της παράδοσης, αλλά και της προσωπικής δημιουργίας, που καταφέρνει να αγγίζει τα πανανθρώπινα θέματα. Ανάλογα λειτουργεί και η αρχαία τραγωδία, που εκφράζει ολόκληρη την οικουμένη. Οι παραδοσιακοί χοροί εκφράζουν την ψυχή, όχι μόνο του ελληνικού λαού, αλλά και την πανανθρώπινη ψυχή. Γι’ αυτό ακολουθώ τα ζωντανά σημάδια της παράδοσης, τις πηγές, χωρίς να μιμούμαι μελωδίες και ρυθμούς, αλλά αντλώντας στοιχεία που εντάσσω και αναδεικνύω στα προσωπικά μου έργα, στην προσωπική μου μελωδική και ρυθμική ομιλία.
 
– Ποια είναι η γνώμη σας για το είδος ή τα είδη μουσικής που κυριαρχούν σήμερα;

Το είδος που διοχετεύεται σήμερα απ’ τα μέσα επικοινωνίας είναι αυτό που λέμε «σκυλάδικο», ένα φρικτό λαϊκίστικο είδος, το οποίο έχει προξενήσει ανυπολόγιστο κακό στη χώρα μας. Με πονηρούς τρόπους και με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας, οι επικεφαλής των μονοπωλίων και των εταιρειών αναγκάζουν τα παιδιά μας να στραφούν προς τα εκεί, ενώ ταυτόχρονα φροντίζουν να τους κρύβουν αυτά που αξίζει ν’ αγαπήσουν και να τους αρέσουν. Τα Ελληνόπουλα δεν πρέπει να λησμονήσουν το δημοτικό μας τραγούδι και τα έργα των μεγάλων συνθετών μας και, παράλληλα, καλό είναι να επιλέγουν κι απ’ την παγκόσμια μουσική τα δημιουργήματα που έχουν γνησιότητα και αλήθεια, την πραγματική τέχνη. Όμως, υπάρχει κι η σύγχρονη ελληνική έντεχνη μουσική, που με ομορφιά και δύναμη κρατάει ζωντανό τον εσωτερικό πλούτο των Ελλήνων. Να απαιτούμε το καλό στη μουσική, να ψάχνουμε την ποιότητα, όπως απαιτούμε να διαβάζουμε Όμηρο και Πλάτωνα…

– Ποιο είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που διακρίνει τη μουσική του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη και τη δική σας;

Ο Μάνος Χατζιδάκις πάτησε πάνω στο μοντέλο της μπαλάντας, της μουσικής της πόλεως κι έκανε μια πρόταση για το ρεμπέτικο, μια πρόταση πολύ σημαντική. Αντικατέστησε τα δευτεροτράγουδα της αστικής τάξης με μια πιο στέρεα μουσική, παίρνοντας τα άνθη της ρεμπέτικης μουσικής. Ο Θεοδωράκης χρησιμοποίησε το μοντέλο ενός πολύ μεγάλου λαϊκού συνθέτη, του Βασίλη Τσιτσάνη. Βάσει αυτού του μοντέλου, με την ορχήστρα και τα μπουζούκια, έγραψε τραγούδια σε ποίηση μεγάλων ποιητών, αλλά και σε στίχους πολύ απλούς, που πέρασαν στον κόσμο. Η δική μου μουσική άποψη ξεκινάει από το δημοτικό τραγούδι. Στηρίχθηκα στις πηγές της παράδοσης, για να γράψω τα έργα μου. Ακόμα και τα «Ζαβαρακατρανέμια» και τα «Χρώματα κι αρώματα», η «Φάμπρικα» και τα λοιπά, έχουν αυτόν τον προσανατολισμό. Συνδύασα το παραδοσιακό με το επαναστατικό στη μουσική μου, χωρίς ταυτόχρονα να αδιαφορήσω για τις παγκόσμιες μουσικές κατακτήσεις που έχουν γνησιότητα προέλευσης.

– Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε στη μελοποίηση του Σεφέρη και του Ελύτη;

Να διευκρινίσω πρώτα ότι είμαι ο μόνος συνθέτης που δεν κάνει μελοποίηση. Αυτό που κάνω είναι μια προσέγγιση του ποιητικού λόγου, δίνοντας ένα ποσοστό της μουσικής μου δημιουργίας στην ποίηση, αλλά κρατώντας ταυτόχρονα και την ανεξαρτησία της μουσικής. Δουλεύοντας πάνω στα έργα των μεγάλων ποιητών, αντιμετώπισα μεγάλες δυσκολίες, γιατί δεν ήθελα να ξεφύγω από το μουσικό μου κλίμα και τη φιλοσοφική μου άποψη. Η φιλοσοφική μου άποψη στηρίζεται σε ένα διαρκή διάλογο συνύπαρξης και επικοινωνίας των πάντων, μέσα στη φύση και την κοινωνία, ο οποίος δεν πρέπει ποτέ να διακοπεί. Όλη η δημιουργία μου ξεκινάει απ’ αυτή τη θέση και βάσει αυτής έκανα την προσέγγιση στην ποίηση και του Σολωμού και του Σεφέρη και του Ελύτη. Οι δυσκολίες αφορούσαν στην ανάγκη εύρεσης ενός σχήματος, μιας μορφής του μουσικού μου έργου, που δεν ήθελα να υπαγορεύεται από τη μορφή και μόνο των ποιημάτων. Έτσι, ο «Ήλιος ο πρώτος» του Οδυσσέα Ελύτη έγινε μουσικά μια λειτουργία, με την έννοια της λειτουργίας της κοινωνικής, όπου υπάρχουν τραγούδια, υπάρχουν χορικά, υπάρχει και ο αφηγητής ανάμεσα. Στην προσέγγιση της ποίησης του Σεφέρη υπάρχει ένα είδος τροπαρίου, αλλά με ρυθμούς τέτοιους ώστε να βγαίνει έξω από τους κανόνες της εκκλησιαστικής μουσικής. Γενικά, αυτά τα έργα είναι τελείως διαφορετικά από τα έργα συναδέλφων που έχουν κάνει μελοποίηση. Να συμπληρώσω δε ότι κύριο στόχο έχουν να μιλήσουν στις νεανικές ψυχές, να τις εμπνεύσουν με τα νέα εφόδια του Ελληνισμού και όλοι μαζί να πορευτούμε και να γευτούμε τους μεγάλους καρπούς της ελληνικής τέχνης και του πολιτισμού, μέσα από μια άλλη δυναμική. Δηλώνω ρητά ότι η μουσική μου ανήκει στην αγωνιζόμενη ελληνική νεολαία.

– Αντιμετωπίσατε εμπόδια στην πορεία σας;

Ναι, υπήρξαν εμπόδια. Κυκλώματα πολλά και ανθελληνικά προσπαθούν να σταματήσουν τη μουσική μου και μάλιστα σε κρίσιμες στιγμές. Έτσι, καθημερινά δίνω αγώνα για την ύπαρξη της μουσικής μου. Ειλικρινά, αισθάνομαι φοβερά άσχημα που συχνά οι ξένοι εκδηλώνουν τόση αγάπη για τη μουσική μου, ενώ στη χώρα μου ορισμένα κυκλώματα με χτυπάνε τόσο άσχημα. Αν τη μουσική μου δεν την διαδίδουν τόσο, είναι γιατί περιέχει μέσα της μια ελληνικότητα, που τους ενοχλεί.– Μπορεί κανείς να είναι αισιόδοξος, όταν τα Μέσα ελέγχουν τα πάντα και κατευθύνουν τις συνειδήσεις, και πώς μπορεί ν’ αντισταθεί κανείς;Πολύ εύκολα! Πρόκειται για εικονικές παραπλανήσεις. Θα υπάρξουν τα ανάλογα «Μέσα», που δε θα λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Θα τα δημιουργήσουμε εμείς! Και μπορώ να πω ότι πάμε πολύ καλά. Το βλέπω. Ένα παράδειγμα είστε εσείς, ο τρόπος που λειτουργείτε στο Γυμνάσιο Ψαχνών είναι εκπληκτικός και εκδίδετε ένα περιοδικό που είναι αριστούργημα. Προχωράτε, λοιπόν! Μη φοβάστε τίποτα! Κι όποτε με καλέσετε, θα έρθω κι εγώ, ν’ αγωνιστούμε μαζί, να κάνουμε ό,τι μπορούμε.– Ποιες είναι οι πολιτικές σας απόψεις; Ανήκετε κάπου;

διάβασε και αυτό  Πολιτιστικό Καλοκαίρι Καλλιθέα Σινεμά 12/8/2020: Ξέρω Ποιά Είσαι

Ανήκω στις δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας μας. Αλλά περισσότερο ανήκω στους Έλληνες, στην τάξη των Ελλήνων. Δε μιλώ για κομματικές κατατάξεις και θεωρώ πως πολλές κομματικές γραμμές είναι άσχημες.

– Πώς εκπροσωπούνται οι δημοκρατικές δυνάμεις;

Εκπροσωπούνται με τη συμμετοχή μας και την κινητοποίησή μας, εντός και κομμάτων ακόμη, ώστε να αλλάξει οτιδήποτε ολοκληρωτικό και ανελεύθερο υπάρχει.

– Πιστεύετε ότι συνειδητοποιούν οι πολιτικοί μας το ρόλο τους ως υπηρέτες του λαού;


Όχι! Πιστεύω ότι ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να είναι οι πολιτικοί μας «καθαροί». Βέβαια, υπήρξαν περιπτώσεις, από την εποχή του Καποδίστρια μέχρι σήμερα, που ωφέλησαν τον τόπο πολύ. Αλλά σήμερα δεν έχω νιώσει ότι οι κυβερνήσεις ξεπερνούν τα κομματικά τους όρια και βοηθούν πραγματικά τη χώρα. Πάνω απ’ όλα βάζουν τις… κομματικές υποχρεώσεις.– Πώς βλέπετε τις σχέσεις μεταξύ των λαών σήμερα;

Πολύ χαίρομαι που μου κάνετε αυτή την ερώτηση. Πρέπει επιτέλους να υπάρξουν ουσιαστικές σχέσεις ανάμεσα σ’ όλους τους λαούς. Αυτό είναι το ωραιότερο που θα μπορούσε να συμβεί στον κόσμο μας. Η Ελλάδα σ’ αυτό το θέμα είχε καταφέρει πολλά στην αρχαιότητα. Το ουσιώδες στις σχέσεις είναι η ύπαρξη ελευθερίας από κάθε πλευρά, αλλά πιστεύω ότι σ’ αυτό δεν έχουμε προχωρήσει καθόλου. Βλέπουμε ότι ο ένας είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να χτυπήσει τον άλλο. Έχω, όμως, την πεποίθηση ότι στο πολύ κοντινό μέλλον κάποιοι άνθρωποι φωτισμένοι θα δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για ένα αληθινό πλησίασμα των λαών και την αδελφοσύνη. Η χώρα μας ειδικά ευτύχησε και ευτυχεί να έχει φιλικές σχέσεις με πολλούς λαούς. Ας κοιτάξουμε όμως και τον απόδημο Ελληνισμό, που του προσφέρουν διάφορα λαϊκίστικα προϊόντα, για να λησμονήσει το νόστο του…– Ποια είναι η γνώμη σας για την ποιότητα των τηλεοπτικών προγραμμάτων;

Δεν είναι καλά! Υπάρχουν μερικά καλά, αλλά τα πιο πολλά δεν είναι. Η τηλεόραση χρησιμοποιείται ως μέσον για την υποταγή του λαού και αποτελεί ένα παράθυρο παραπλάνησης, που πρέπει να το αποφεύγουμε. Είναι ανάγκη να βρεθούν οι εναλλακτικές λύσεις, ώστε να μην έχει το πρώτο χέρι η τηλεόραση, το κάθε κανάλι δηλαδή.– Είστε αισιόδοξος για το μέλλον;

Ναι, αν και η παιδεία έχει τα χάλια των χαλίων, αν και τα κανάλια δηλητηριάζουν τη ζωή μας, είμαι πολύ αισιόδοξος και προβλέπω ότι η σημερινή νεολαία, εσείς που μιλάμε τώρα μαζί και τ’ άλλα παιδιά του τόπου μας θα είστε η ωραιότερη γενιά του κόσμου. Το πιστεύω!– Αφήσαμε για τελευταίο να μας πείτε ποιο είναι το μυστικό της δημιουργίας σας, της έμπνευσης και της μεγάλης επιτυχίας σας, στον ελληνικό και διεθνή χώρο.

Θα σας το αποκαλύψω με χαρά. Είναι η προσήλωσή μου στον Ελληνισμό και η ψυχική μου διάθεση να σας αγαπάω!(Παρρησία, τεύχος 7, Άνοιξη 2002)
Facebook Comments Box

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: