Η Εικόνα ΄Αξιον Εστί στην Μητρόπολη Αθηνών εως 15 Μαΐου
Την Τετάρτη 3 Μαΐου 2023 , στις 18:00 , πραγματοποιήθηκε στην πλατεία Μητροπόλεως η τελετή υποδοχής της ιερής εικόνας «’Αξιον Εστί», η οποία μεταφέρθηκε από τον Ιερό Ναό του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους.
Η υποδοχή της Ιερής Εικόνας έγινε με τιμές αρχηγού κράτους παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Παναγιώτη Πικραμένου και την συμμετοχή όλων των Αρχιερατικών Επίτροπων και Γραμματέων των Αρχιεπισκοπικών Περιφερειών, οι οποίοι έφεραν τα διάσημά τους, αλλά χωρίς να φορούν τα άμφιά τους, εκτός αυτών παρέστησαν ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Αντιστράτηγος Φλώρος, εκπρόσωποι της πολιτικής, στρατιωτικής ηγεσίας και της αυτοδιοίκησης.
Κατά την είσοδο στην Μητρόπολη έγινε Δοξολογία και Παράκληση
Η ιερή εικόνα συνοδεύεται από τον Πολιτικό Διοικητή του Αγίου Όρους κ. Αθανάσιο Μαρτίνο τον Πρωτεπιστάτη του Αγίου Όρους Αρχιμ. Χριστοφόρο Ιβηρίτη και αντιπροσωπεία μοναχών του Αγίου Όρους θα παραμείνει προς προσκύνηση των πιστών στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αθηνών από τις 3 έως και τις 15 Μαΐου. Στο πλαίσιο της παραμονής στην Αθήνα τελούνται καθημερινά Ακολουθίες. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, κάθε πρωί θα τελείται Όρθρος και Θεία Λειτουργία και κάθε απόγευμα Παράκληση. Επιπροσθέτως, την Κυριακή 7 Μαΐου, την Τετάρτη 10 Μαΐου -ημέρα της Μεσοπεντηκοστής- και την Κυριακή 14 Μαΐου θα τελεσθεί Αρχιερατική Θεία Λειτουργία.
‘Αξιο λόγου είναι το γεγονός ότι η εικόνα ως εφέστιος του Πρωτάτου σπάνια εξέρχεται από το ‘Αγιον Όρος και μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Συνολικά, έχει εξέλθει από τον ‘Αθωνα επτά φορές για το προσκύνημα των πιστών. Η πρώτη έξοδος έγινε το 1963 κατά τον εορτασμό της Χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, όταν μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου την προσκύνησε πλήθος πιστών.
Η δεύτερη, τον Οκτώβριο του 1985 στη Θεσσαλονίκη κατά τα «Δημήτρια».
Η τρίτη, τον Νοέμβριο του 1987, όταν τέθηκε σε προσκύνημα στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών, σε συνδυασμό με την άφιξη στην Αθήνα του Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου.
Η τέταρτη, τον Οκτώβριο του 1994, όταν η Ιερά Κοινότητα τη συνόδευσε στην Κύπρο, προς ενίσχυση του θρησκευτικού φρονήματος των πιστών και προς ευλογία και χάρη τού από δεκαετιών δεινοπαθούντος λαού της. Η πέμπτη έξοδος έγινε αμέσως μετά τους σεισμούς το καλοκαίρι του 1999, «τη πρωτοβουλία και παρακλήσει του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, προς πνευματικήν παρηγορίαν των σεισμοπλήκτων και υλικήν ενίσχυσίν των», αφού τα εισπραχθέντα χρήματα καθορίσθηκε να διατεθούν για τη στέγαση των σεισμοπλήκτων σε οικισμό που θα έφερνε την επωνυμία «’Αξιoν Εστί».
Η έκτη έξοδός της ήταν τον Οκτώβριο του 2012. Μάλιστα, αποφασίστηκε από την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους ύστερα από σχετικό αίτημα του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ανθίμου, για τις εκδηλώσεις που προγραμμάτισε η Μητρόπολη, στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Η εικόνα παρέμεινε στον ναό του πολιούχου Αγίου Δημητρίου από τις 13 Οκτωβρίου μέχρι την 1η Νοεμβρίου και την προσκύνησαν πολύ περισσότεροι από 100.000 πιστοί, Έλληνες και ξένοι.
Η έβδομη έγινε το 2022, στην Κομοτηνή, όπου παρέμεινε για 6 ημέρες στον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, προς εμψύχωση των ακριτών της Θράκης αλλά και όλων των Ελλήνων. Την επόμενη μέρα, την εικόνα υποδέχτηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Αυτές τις ημέρες πραγματοποιείται η όγδοη έξοδος της εικόνας από το Περιβόλι της Παναγιάς. Ύστερα από τις άοκνες προσπάθειες του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου κατέστη τελικά εφικτό να φιλοξενηθεί η εικόνα στον Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας. Να θυμίσουμε ότι η αρχική ιδέα ήταν να φιλοξενηθεί στα μέσα Μαρτίου, ωστόσο, το θλιβερό γεγονός του πολύνεκρου δυστυχήματος των Τεμπών δεν το επέτρεψε.
Η Παναγία Άξιον Εστί
Η Θαυματουργή αυτή εικόνα, που φυλάσσεται σήμερα στο ιερό σύνθρονο του Πρωτάτου των Καρύων, βρισκόταν κατά τα τέλη του Ι’ αιώνα σε ένα κελί κοντά στις Καρυές που σήμερα φέρει την ίδια επωνυμία «Άξιον εστίν» λόγω του εξής θαύματος: Ενώ ο Γέροντας του Κελλιού απουσίαζε σε αγρυπνία του Πρωτάτου, συνέβη να φιλοξενήσει ο υποτακτικός του, που έμεινε μόνος στο κελλί,κάποιον άγνωστο περαστικό μοναχό μαζί με τον οποίο μάλιστα έψαλλε και την ακολουθία τουόρχου της της Κυριακής. Όταν λοιπόν έφθασαν στην θ’ ωδή του κανόνα, ο μεν μοναχός του Κελιού έψαλλε «Την Τιμιωτέραν», το γνωστό αρχαίο αυτό ύμνο του Αγίου Κοσμά του Ποιητή, που ψαλλόταν τότε όπως και σήμερα μαζί με τους θεομητορικούς στίχους της θ’ ωδής (Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον…»), ενώ ο ξένος μοναχός άρχισε τον ύμνο διαφορετικά, προσθέτοντας στην αρχή του το μέχρι τότε άγνωστο προοίμιο «Άξιον εστίν ως αληθώς…», το οποίο τόσο Θαυμασμό προκάλεσε στον ντόπιο μοναχό, ώστε το ζήτησε και γραπτώς, για να μπορεί να το ψάλλει και αυτός.Επειδή όμως δε βρέθηκε μελάνι και χαρτί μέσα στο κελί, ο μυστηριώδης ξένος μοναχός χάραξε τον ύμνο με το δάκτυλό του σε μια πέτρινη πλάκα και προσθέτοντας ότι έτσι πρέπει να ψάλλεται στο εξής ο ύμνος αυτός από όλους τους Ορθόδοξούς, έγινε άφαντος. Οι Αγιορείτες έστειλαν την πλάκα στον βασιλιά και στον Πατριάρχη, ενώ την εικόνα, μπροστά στην οποία ψάλθηκε για πρώτη φορά ο αγγελικός ύμνος, τη μετέφεραν στο Πρωτάτο, στο οποίο καθιερώθηκε να γίνεται και η ετήσια πανήγυρη σε ανάμνηση του θαύματος και προς τιμή της Θεοτόκου. Σύμφωνα με το αρχαίο συναξάριο, η γιορτή αυτή αρχικά τελούνταν στο Κελί, όπου είχε γίνει το θαύμα, και μάλιστα προς τιμή του αρχάγγελου Γαβριήλ, που χωρίς άλλο ήταν ο θαυμαστός εκείνος ξένος μοναχός.
Στη Σκήτη του Πρωτάτου, που βρίσκεται στις Καρυές του Αγ. Όρους – στην αριστερή όχθη του χειμάρρου του Λιβαδογένη, κάτω από τη ρωσική Σκήτη του Αγ. Ανδρέα – εκεί κοντά στην τοποθεσία της Ι. Μονής Παντοκράτορος, είναι ένας λάκκος (χαράδρα) μεγάλος που έχει διάφορα κελιά.
Σε ένα από αυτά τα κελιά που ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, κατοικούσε ένας ενάρετος Ιερομόναχος γέροντας με τον υποτακτικό του. Κατά το βράδυ ενός Σαββάτου θέλοντας ο Γέροντας να πάει στην αγρυπνία στη μονή λέει στον υποτακτικό:
– Εγώ Τέκνο μου θα πάω να ακούσω την αγρυπνία ως συνήθως. Εσύ μείνε στο κελί και ανάγνωσε την ακολουθία σου. Και έτσι έφυγε.
Αφού ήρθε το βράδυ, ακούει ο υποτακτικός να χτυπάει κάποιος την πόρτα του κελιού. Πήγε, την άνοιξε και βλέπει κάποιον ξένο και άγνωστο μοναχό, ο οποίος αφού παρακάλεσε, μπήκε και έμεινε εκείνη τη βραδιά στο κελί.
Την ώρα του όρθρου σηκώθηκαν και έψαλλαν και οι δύο την ακολουθία. Όταν όμως ήλθαν στην Τιμιωτέραν των Χερουβείμ, ο υποτακτικός έψαλλε ως τέλους τον ύμνο, ενώ ο ξένος μοναχός στάθηκε μπροστά από την εικόνα της Θεοτόκου και με περισσή ευλάβεια και φόβο κάνοντας άλλη αρχή του ύμνου τον έψαλλε ως εξής: «Άξιον εστίν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον, και παναμώμητον, και μητέρα του Θεού ημών». Και μετά επισύναψε και την Τιμιωτέραν μέχρι τέλους.
Όταν άκουσε αυτό ο υποτακτικός ενθουσιάστηκε αφ’ ενός για το νέο ύμνο, αφετέρου για την κατά κάποιο τρόπο Αγγελοειδή φωνή και ουράνιο μελωδία που άκουσε και λέει προς τον ξένο μοναχό:
– Εμείς μόνο την Τιμιωτέρα ψάλλουμε, το Άξιον Εστίν, δεν το έχουμε ακούσει ποτέ, ούτε εμείς αλλά ούτε και οι πρωτύτεροι από μας. Αλλά σε παρακαλώ, κάνε αγάπη και γράψε σε μένα τον ύμνο αυτό για να τον ψάλλω και γώ στην Θεοτόκο.
– Φέρε μου μελάνι και χαρτί για να γράψω τον ύμνο, του είπε ο ξένος μοναχός.
– Δεν έχω ούτε μελάνι, ούτε χαρτί ,είπε ο υποτακτικός. Τότε ο ξένος μοναχός είπε:
– Φέρε μου μια πλάκα.
Ο υποτακτικός πήγε τότε και έφερε (μάλιστα λέγεται ότι η πλάκα αυτή ήταν από το δάπεδο του ναού κάτι που είναι πολύ πιθανόν). Την πήρε λοιπόν ο ξένος, και έγραψε πάνω σ’ αυτήν με το δάκτυλο του τον παραπάνω ύμνο, το Άξιον Εστίν. Κι ώ του θαύματος!!! Τα γράμματα χαράχθηκαν τόσο βαθιά πάνω στην σκληρή πλάκα σαν να γράφτηκαν σε μαλακό πηλό.
Και ποιος να περιγράψει την έκπληξη του υποτακτικού που βρέθηκε μπροστά σ’ αυτό το εξαίσιο γεγονός, ο οποίος δίκαια στάθηκε εμβρόντητος και παράλαβε την πλάκα από τον ξένο. Μετά είπε ο ξένος στον υποτακτικό:
– Από σήμερα και στο εξής έτσι να ψάλλετε αυτό τον ύμνο και εσείς, αλλά και όλοι οι Ορθόδοξοι στην Κυρία ημών Θεοτόκο. Και μετά εξαφανίστηκε. Ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, απεσταλμένος από το Θεό, για να αποκαλύψει τον αγγελικό αυτό ύμνο στην ανθρωπότητα.
Ο υποτακτικός μοναχός δοκιμάζοντας έκπληξη στην έκπληξη και χαρά στην χαρά, προσκύνησε τον τόπο όπου στάθηκε ο Άγγελος και ξεφώνησε: «Νυν είδα αληθώς ότι εξαπέστειλε Κύριος τον Άγγελο Αυτού» και ατενίζοντας την εικόνα της Θεοτόκου «Δεδοξασμένα ελλαλήθη περί σού η πόλις του Θεού, Δέσποινα μου Μαρία».
Αφού επέστρεψε και ο Γέροντας από την αγρυπνία στο κελί, άρχισε ο υποτακτικός να του διηγείται τα συμβαίνοντα και να του ψάλλει το Άξιον Εστίν, όπως του παρήγγειλε ο Άγγελος και στη συνέχεια του έδειξε και την πλάκα με τα αγγελοχάρακτα γράμματα. Ο Γέροντας ακούγοντας και βλέποντας όλα αυτά, έμεινε εκστατικός απέναντι στο θαύμα αυτό.
Πήραν και οι δύο την αγγελοχάρακτη πλάκα και πήγαν στο Πρωτάτο. Την έδειξαν στον Πρώτο αλλά και στους Γέροντες της Κοινής Σύναξης και τους διηγήθηκαν όλα τα γενόμενα. Αυτοί δόξασαν το Θεό και ευχαρίστησαν τη Κυρία Θεοτόκο για το εξαίσιο αυτό Θαύμα. Αμέσως έστειλαν την πλάκα στην Κωνσταντινούπολη προς τον Πατριάρχη και τον Αυτοκράτορα αφού τους έγραψαν και γράμματα που εξιστορούσαν όλη την υπόθεση του γεγονότος.
Από τότε και μετά ο Αγγελικός αυτός ύμνος διαδόθηκε σε όλη την Οικουμένη και ψάλλεται στη Θεομήτορα από όλους τους Ορθοδόξους. Η δε εικόνα της Θεοτόκου που βρισκόταν στην Εκκλησία του κελιού στο οποίο έγινε αυτό το Θαύμα, με κοινή απόφαση των Πατέρων αποφασίσθηκε να μεταφερθεί στο Ιερό Βήμα του Πρωτάτου. Έτσι αφού συνήχθησαν πολλοί Πατέρες, έκαναν μια μεγαλειώδη λιτανεία (κρατώντας κεριά, προσφέροντας θυμιάματα, και θείους ύμνους) όπως άρμοζε στην περίπτωση και αφού πήγαν στο κελί όπου είχε λάβει χώρα το Θαύμα προσκύνησαν την εν λόγω Ιερά Εικόνα της Θεομήτορος. Στη συνέχεια την λιτάνευσαν προς την Εκκλησία του Πρωτάτου. Όταν έφθασαν στον Ναό την απέθεσαν στον κυρίως Ιερό Ναό και στη συνέχεια τέλεσαν αγρυπνία εις δόξα και τιμή της Θεομήτορος και του Υπηρέτη Αυτής Μεγίστου Αρχαγγέλου Γαβριήλ. Μετά αφού την έλαβαν σαν τίμιο αγίασμα, χρυσοπορφύρωτο κιβωτό και τιμαλφέστατο θησαυρό, με την δέουσα τιμή και ευλάβεια την εισήγαγαν στο Ιερό Βήμα σύμφωνα με την προσυμφωνηθείσα απόφαση και την ενθρόνισαν στο Ιερό σύνθρονο του Αγίου Βήματος πίσω από την Αγια Τράπεζα, όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα, σαν σε θρόνο βασιλικό.
Από τότε η Ιερά αυτή Εικόνα πήρε την ονομασία του αγγελικού ύμνου «Άξιον Εστίν», επειδή μπροστά στην εικόνα αυτή ψάλθηκε για πρώτη φορά από τον Άγγελο ο ύμνος αυτός. Το κελί πήρε την επωνυμία «Άξιον Εστί» ενώ ο λάκκος (η τοποθεσία) που βρίσκεται το κελί ονομάζεται από όλους μέχρι σήμερα «Άδειν» (δηλαδή, ψάλλειν), επειδή εκεί για πρώτη φορά ψάλθηκε ο αγγελικός αυτός ύμνος.
Το θαύμα αυτό είναι παλαιό και έγινε το 980 μ.Χ. επί της Βασιλείας Βασιλείου και Κωνσταντίνου των αυταδέλφων που ονομαζόντουσαν και Πορφυρογέννητοι, υιών του Ρωμανού του νέου και επί πατριαρχίας Νικολάου του Χρυσοβέργου. Η παραπάνω εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου καλουμένης «Αξιον Εστίν» κατασκευάσθηκε στους χρόνους της εικονομαχίας. Γενικά η όλη τεχνοτροπία της εικόνας είναι αυστηρά βυζαντινή και η όψη της επιβλητική, με γλυκεία σοβαρότητα, γνώρισμα πολλών παλαιών εικόνων. Κατά το έτος 1836 το μεγαλύτερο μέρος της εικόνας σκεπάσθηκε με λιθοστόλιστο αργυροχρυσωμένο κάλυμμα, θαυμαστής Αγιορείτικης τέχνης (υποκάμισο) .
πηγή ΑΠΕ- ΜΠΕ, www.vimaorthodoxias.gr, ertnews utube
ρεπορτάζ Δημήτρης Μπιζιώτας
Ακολουθήστε το Kalithea Press στο Google News Feed, για να ενημερώνεστε σωστά και έγκαιρα