Ο Θησέας αναδείχτηκε στον σπουδαιότερο μυθικό ήρωα της Αττικής. Άλλοι λένε ότι πατέρας του ήταν ο Ποσειδώνας και άλλοι ο Αιγέας, βασιλιάς της Αθήνας. Πάντως μητέρα του ήταν η Αίθρα, κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας Πιτθέα.
Ο Ήρωας γεννήθηκε στην Τροιζήνα και εκεί έζησε τα παιδικά του χρόνια. Ο πατέρας βασίλευε στην Αθήνα, φοβόταν όμως να έχει κοντά του το Θησέα, μήπως τον σκοτώσουν κάποιοι εχθροί του. Όταν ο Αιγέας έφυγε από την Τροιζήνα, για την Αθήνα, έκρυψε κάτω από μια πελώρια πέτρα τα σανδάλια και το ξίφος του και άφησε αυτήν την εντολή στην Αίθρα: τότε μόνο να πάει ο Θησέας στην Αθήνα να τον συναντήσει, όταν θα ήταν αρκετά δυνατός, ώστε να σηκώσει την πέτρα και να πάρει το ξίφος και τα σανδάλια.
Από τα παιδικά του κιόλας χρόνια ο Θησέας διακρίθηκε για τη δύναμη και τη γενναιότητά του. Όταν έγινε δεκάξι χρόνων, η μητέρα του τον οδήγησε στην πέτρα, που τη σήκωσε χωρίς κόπο. Αφού πήρε αυτά που ήταν κρυμμένα, ξεκίνησε πεζός για την Αθήνα. Στο δρόμο πραγματοποίησε πολλούς άθλους. Σκότωσε στην Επίδαυρο τον Περιφήτη, που εξόντωνε με το φοβερό ρόπαλό του τους διαβάτες, και κράτησε το όπλο του. Έπειτα τον Σίνη τον Πιτυοκάμπτη. Αυτός έδενε τα πόδια των οδοιπόρων στα κλαδιά δύο δέντρων. Ύστερα τ’ άφηνε ελεύθερα και οι άνθρωποι σχίζονταν στα δύο. Σκότωσε τον Κρομμυώνιο κάπρο, πελώτιο αγριογούρουνο που κατέστρεφε την περιοχή της Μεγαρίδας. Απάλλαξε την ίδια περιοχή από το Σκίρωνα, που έριχνε τους ανθρώπους σε μια τεράστια χελώνα. Τον σκότωσε με τον ίδιο τρόπο. Πάλεψε στην Ελευσίνα με τον Κερκυόνα, τον νίκησε και τον σκότωσε. Στο ίδιο μέρος σκότωσε το Δαμάστη ή Προκρούστη.
Όταν έφτασε πια στις όχθες του Κηφισού ποταμού, εξαγνίστηκε από όλους αυτούς τους φόνους και μπήκε στην Αθήνα. Εκεί βρήκε τον πατέρα του παντρεμένο σε δεύτερο γάμο με τη μάγισσα Μήδεια. Αυτή αναγνώρισε αμέσως το Θησέα και φοβήθηκε μήπως πάρει το θρόνο. Έπεισε λοιπόν τον Αιγέα, που δεν είχε καταλάβει πως ήταν γιος του, να τον δηλητηριάσουν. Την κρίσιμη όμως στιγμή ο Θησέας τράβηξε το ξίφος από τη θήκη κι έτσι ο πατέρας τον αναγνώρισε από το όπλο κι έδιωξε τη μάγισσα.
Τέλος ξεκίνησαν για την Αθήνα. Αλλά, όταν πήγαιναν στην Κρήτη, είχαν στο καράβι μαύρα πανιά, σαν ένδειξη πένθους για τους νέους και τις νέες που θα χάνονταν. Με τον Αιγέα είχαν συμφωνήσει πως, αν η επιχείρηση είχε ευχάριστο τέλος, θα έβαζε άσπρα πανιά. Ο Θησέας όμως το ξέχασε και δεν τα αντικατέστησε. Έτσι ο βασιλιάς νόμισε ότι ο γιος του και οι υπόλοιποι νέοι είχαν φαγωθεί από το Μινώταυρο. Από την απελπισία του ρίχτηκε στη θάλασσα και πνίγηκε. Από τότε η θάλασσα αυτή ονομάστηκε Αιγαίο πέλαγος.
Ο Θησέας διαδέχτηκε τον πατέρα του στο θρόνο και τότε ένωσε όλους του δήμους της Αττικής σε μια πόλη, την Αθήνα. Καθιέρωσε τη γιορτή των Παναθηναίων, προσάρτησε τα Μέγαρα στο βασίλειό του και ίδρυσε το πρυτανείο και τη βουλή. Πήρε επίσης μέρος σε πολλούς άθλους : στο κυνήγι του
Όταν ο ήρωας επέστρεψε στην Αθήνα, βρήκε στο θρόνο το σφετεριστή Μενεσθέα. Αναγκάστηκε τότε να καταφύγει στην αυλή του βασιλιά της Σκύρου Λυκομήδη, που όμως αργότερα γκρέμισε το Θησέα από ένα βράχο.
Στην Αθήνα το Θησέα τον λάτρευαν σαν ήρωα. Τα κατορθώματά του έγιναν θέμα για όλες τις τέχνες. Εικονίζεται σαν νέος δυνατός, χωρίς γένια, που κρατά ξίφος και ρόπαλο.
Ο Άγιος Θησέας ανήκε στους Άγιους Μάρτυρες που μαρτύρησαν στη Γεωργία σε μία από τις εξολοθρευτικές επιδρομές της Μογγολικής ορδής, της οποία ηγείτο ο Ταμερλάνος, το έτος 1386 μ.Χ., στο μοναστήρι του Καμπτακούια. Διεισδύοντας ο στρατός του Ταμερλάνου στην πόλη Κάρτλη (κεντρική περιοχή της Γεωργίας) λεηλάτησε όλη την χώρα και κατέστρεψε το μοναστήρι του Καμπτακούια. Οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών είχαν κλειστεί μέσα στο μοναστήρι.
Μετά την λεηλασία του μοναστηριού, ο πολέμαρχος Ταμερλάνος συγκέντρωσε όλους τους μοναχούς μαζί και, επιθυμώντας να τους ταπεινώσει και να τους εξευτελίσει, τους ανάγκασε να τραγουδήδουν και να χορέψουν. Και οι μοναχοί φώναζαν κλαίγοντας: «Συμφορά μας, συμφορά μας».
Οι στρατιώτες του Ταμερλάνου τους οδήγησαν στον καθεδρικό ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, που ήταν γεμάτος από αιχμαλώτους Χριστιανούς. Συσσώρευσαν καυσόξυλα γύρω από την Εκκλησία και έβαλαν φωτιά. Έτσι οι Άγιοι Ομολογητές μαρτύρησαν και έλαβαν από τον Κύριο της δόξας το στέφανο του μαρτυρίου.
Απολυτίκιο:
Αφρικής τους γενναίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, πάντες οι πιστολι ευφροσύνως γεραίρωμεν, Τιμόθεον, Σωκράτην και Θωμάν, Πολύβιον, Θησέα και Λουκάν, Θεόφραστον, Ηλίαν, Περικλή, συν Τίτω και τω θείω Σοφοκλεί. Δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα Χριστώ τω θαυματώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δι’ υμών πάσιν ιάματα.
{Οι Άγιοι ούτοι μάρτυρες είναι οι εξής: Αλέξανδρος, Επαμεινώνδας, Θεόδωρος, Ξενοφών, Προμηθεύς, Αλέξανδρος, Ετεοκλής, Θεόφραστος, Όμηρος, Σοφοκλής, Αναξιμένης, Ζήνων, Θησεύς, Παρμενίων, Σωκράτης, Αριστείδης, Ηλίας, Θωμάς, Πελοπίδας, Τιμόθεος, Δημάρατος , Ησαίας, Ισοκράτης, Περικλής, Τίτος, Δημοκλής, Ηρακλής, Λουκάς, Πίνδαρος, Φιλοποιμήν, Δημοσθένης, Ηφαιστίων, Μιλτιάδης, Πολύβιος, Φωκίων, Διονύσιος, Θεμιστοκλής, Μνήσαρχος, Πολυνίκης και Χρόνης} (+ 249-251)