ΑφιερώματαΚοινωνία

Νίκος Καββαδίας : Μου ’λαχε να ζήσω τα όσα έζησα και να τα κάμω ποίηση

 Στο βιβλίο «Νίκος Καββαδίας: Ο αρμενιστής ποιητής», αποτέλεσμα δεκαετούς έρευνας του Μιχάλη Γελασάκη, παρουσιάζονται σημαντικά ντοκουμέντα και τεκμήρια που παρέμεναν αδημοσίευτα και άγνωστα μέχρι τώρα.

Ο λόγος του ίδιου του ποιητή είναι στο προσκήνιο και αυτό φαίνεται να ήταν η βασική «γραμμή» του Γελασάκη. Το κεφάλαιο με τις συνεντεύξεις είναι το πρώτο του βιβλίου κι έρχεται να ανατρέψει το ότι ο Καββαδίας δεν είχε δώσει συνεντεύξεις. Ο ποιητής, λίγο καιρό βρισκόταν στη στεριά κι όπως ο ίδιος επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία, ντρεπόταν.
«Να βρεθούμε μια μέρα να μιλήσουμε. Όχι όμως συνεντεύξεις και τα τοιαύτα. Δεν δίνω. Ντρέπομαι», δηλώνει στον δημοσιογράφο Κυριάκο Μητσοτάκη, πριν την κουβέντα τους, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα, το 1972.

«Η λέξη “σ υ ν έ ν τ ε υ ξ η” του προκαλεί τόση αλλεργία, ώστε προτιμά να πηδήσει από το παράθυρο, παρά να εμπλακεί στην περιπέτεια των ερωτήσεων και των απαντήσεων», γράφει ο εικοσιοκτάχρονος τότε Φρέντυ Γερμανός, που κατάφερε, αφού πολύ βασανίστηκε, να πάρει την πρώτη συνέντευξη από τον ποιητή, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εικόνες, το 1962.

Στο βιβλίο περιλαμβάνονται δέκα συνεντεύξεις του Καββαδία, που καλύπτουν την περίοδο 1962 – 1975 και καμιά απ’ αυτές δεν έχει δοθεί σε λογοτεχνικό περιοδικό. «Είτε ήταν συνειδητή επιλογή του ποιητή να μη δίνει συνεντεύξεις σ’ αυτά τα περιοδικά είτε το λογοτεχνικό κατεστημένο της εποχής, που είχε τον έλεγχό τους, δεν θεωρούσε “απαραίτητο” να φιλοξενηθεί κάποια συνέντευξή του.»

Ο Νίκος Kαββαδίας με το κομπολόι του κουβεντιάζει με τον Φρέντυ Γερμανό, 1961
______________

Αφού είναι η γοργόνα εκεί, όλα πάνε καλά….

Η συνέντευξη που έδωσε ο Νίκος Καββαδίας στο Φρέντυ Γερμανό το 1961, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εικόνες στις 16 Φλεβάρη του 1962, με τον τίτλο: «Νίκος Καββαδίας: Ο ποιητής των Μαραμπού». Ο δημοσιογράφος έφτιαξε ένα μεγάλο πορτραίτο με το δικό του χαρακτηριστικό ύφος. Σε αυτό παραθέτει αυτούσιες φράσεις του Καββαδία, αλλά και αρκετά στοιχεία, που – προφανώς – του είπε ο ποιητής. Χρονολογικά, αυτή είναι η πρώτη δημοσιευμένη συνέντευξη του Καββαδία που εντοπίστηκε.

Δεν έκανα τίποτε περισσότερο από το να περιγράφω απλά μερικά πράγματα που μου είχαν συμβεί στα ταξίδια μου  και νομίζω ότι ντράπηκα λίγο από όλον αυτό το θόρυβο που γινόταν γύρω από το βιβλίο μου. 

 
Δεν ήθελα να  δένομαι με τίποτε. Ακόμη κι όταν ένιωθα ότι συνήθιζα ένα ζώο, μια μαϊμού, έναν παπαγάλο, τα έδιωχνα. Ήθελα να είμαι ελεύθερος, αδέσμευτος.
Έχω μια γοργόνα ζωγραφισμένη στο δεξί μου χέρι. Εδώ – τη βλέπεις; Είναι μια περίεργη συντροφιά. Έβαλα και μου τη χάραξαν το ’34. Καμιά φορά βλέπω στον ύπνο μου ότι η γοργόνα έφυγε από τη θέση της. Με κυριεύει τότε ένας πανικός. Ύστερα, όμως, όταν ανάβω το φως και τη βλέπω στη θέση της, ησυχάζω. Αφού είναι η γοργόνα εκεί, όλα πάνε καλά. Σβήνω το φως και ξανακοιμάμαι…

Για χάρη της γοργόνας που ᾽χω στο μπράτσο μου…..

 
«Βοή της σφυρίχτρας, ομίχλη, ζέστη, κούραση, ανακατώνονται. Γδύσου. Θα σου δώσω για φόρεμα το πούσι… Θα πιω άλλο ένα για χάρη της θάλασσας… Για χάρη της γοργόνας που ᾽χω στο μπράτσο μου. Που σαλτάρει στη θάλασσα κάθε νύχτα και με κερατώνει με τον Ποσειδώνα. Γυρίζει το πρωί που κοιμάμαι, γιομάτη φύκια και τσουκνίδες της θάλασσας. Όταν πιάνουμε στεριά για καιρό, μαραζώνει και χάνει τα χρώματά της.»

Νίκος Καββαδίας, Βάρδια (σ. 104), εκδόσεις Άγρα
Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος δείχνει το τατουάζ με τη γοργόνα στο μπράτσο του Καββαδία.
______________
Αντινομία
Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές.
Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη του βυθού —χίλιες οργιές—
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.

Και σ’ έριξα σ’ ένα βιβάρι σκοτεινό
που στέγνωσε κι ξανεμίστηκε το αλάτι.
Μα εσύ προσμένεις απ’ το δίκαιον ουρανό
το στεριανό, το γητευτή, τον απελάτη.

Όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί
και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη
πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί,
θα μείνει ο ναύτης να μετρά το άσπρο χαλίκι.

m/s Aquarius 1974
Νίκος Καββαδίας,Τραβέρσο, εκδόσεις Άγρα

Η Πάτρα είναι μια από τις πιο αγαπημένες μου πόλεις σ’ όλον τον κόσμο

Η σύντομη συνομιλία του Ν. Καββαδία με τον Γεράσιμο Α. Ρηγάτο για λογαριασμό της πατρινής εφημερίδας Δημοκρατική Πορεία έγινε στο σπίτι της αδελφής του Τζένιας, στη Δεξαμενή του Κολωνακίου, στις 20 Φλεβάρη του 1966. Σύμφωνα με τον Ρηγάτο, αυτή η συνέντευξη δημιούργησε ένα κλίμα εμπιστοσύνης ώστε να δοθεί αργότερα μία μεγαλύτερη στην Πανσπουδαστική. Είναι η μόνη συνέντευξη που εντοπίστηκε σε επαρχιακό μέσο.
Έχετε μήπως κάποιον ιδιαίτερο δεσμό με την Πάτρα;

Η Πάτρα είναι μια από τις πιο αγαπημένες μου πόλεις σ’ όλον τον κόσμο. Έχω ζήσει για λίγο καιρό στην Πάτρα, στρατιώτης, προτού φύγουμε για το αλβανικό μέτωπο.Κι άλλες φορές έχω έρθει στην Πάτρα, με καράβια, έχω περπατήσει στις εξοχές της, έχω και κάποιους φίλους εκεί. Ένα απ’τα πράγματα που δεν αποχωρίζομαι στα ταξίδια μου είναι μια άποψη της Πάτρας απ’ το λιμάνι, ζωγραφισμένη από μία Γαλλίδα φίλη.

 

Το δίπλωμα Ραδιοτηλεγραφητή Β’ τάξεως με ημερομηνία έκδοσης 10 ιανουαρίου 1947
____________
«Και πάντα η θάλασσα πολλά μου λέει, όταν αχεί»
Απόσπασμα συνέντευξης που πήρε από τον Νίκο Καββαδία η δημοσιογράφος Νανά Νταουντάκη, στον Πειραιά, πάνω στο ατμόπλοιο «Απολλωνία», μέσα στην καμπίνα του. Η συνέντευξη έγινε σε περίοδο συγγραφικής σιωπής. Ο Νίκος Καββαδίας, μετά την κυκλοφορία της βάρδιας το 1954, έπαψε να δημοσιεύει αλλά και να γράφει ποιήματα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Η συνέντευξη με τίτλο «Ν. Καββαδίας: Το αηδόνι του πόντου», δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο γυναικείο lifestyle περιοδικό «Ομορφιά» τον Ιούνιο του 1966.

Ξεκινήσατε για καπετάνιος. Πώς καταλήξατε ασυρματιστής;

Είναι μια παλιά ιστορία αυτό. Θα μπορούσα να ’μαι καπετάνιος σήμερα. Δεν έγινα πάλι απ’ το πείσμα μου το κεφαλλονίτικο – μια κι από κει κατάγομαι. Γιατί κάποτε πάνω σε μια κουβέντα ένας καπετάνιος «όνομα και μη χωριό» μου ’πε θέλοντας να με ειρωνευτεί: 
 
«Αν πάρεις εσύ το δίπλωμά σου, να ’ρθεις να μου το κάψεις στην πλάτη». Πεισμάτωσα, τότε. Και, βέβαια, δεν θα το πάρω, του απάντησα, και ξέρεις γιατί; Για να μη σου μοιάζω! Έτσι, όπως από ένα πείσμα έγινα ναυτικός, από άλλο ένα δεν έγινα καπετάνιος! 

Ταξιδεύετε συνέχεια. Μια βδομάδα, δυο, μήνες, καμιά φορά και χρόνια. Μακριά από άλλους άνθρώπους, εκτός απ’ το πλήρωμα κι ίσως τους επιβάτες του πλοίου. Χωρίς άλλη ποικιλία απ’ τα χρώματα τ’ ουρανού και της θάλασσας, ξεκινώντας απ’ το ασπρογάλαζο, ως το μολυβί και το μαύρο. Η δουλειά σκληρή. Ολημερίς μάχη με τα στοιχεία της θάλασσας.

διάβασε και αυτό  Δείτε τη σχολική κάρτα που οι μαθητές υποχρεωτικά θα πρέπει να φέρουν μαζί τους τη Δευτέρα

Αλλά δεν είναι αυτή η ζωή δύσκολη για έναν άνθρωπο;

Το πιο δύσκολο είναι να ζεις στην πολιτεία, όχι στη θάλασσα. Φοβάμαι τη στεριά, το χώμα. Ο βυθός ανοιχτά είναι καθαρός. Κι αν σ’ αρπάξει το ψάρι, είναι κάτι που το ξέρεις πια ζώντας, το τρως κι εσύ. Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ’καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια. 

 
Εσείς οι στεριανοί μάς λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε μ’ ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σάς χαίρομαι. Σίγουρο κρεβάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το σαββατοκύριακο με κεφτέδες. Όμως εγώ δεν αλλάζω τη δουλειά μου με τη δική σας, ούτε για μια μέρα.
Ο Νίκος Καββαδίας στο κατάστρωμα του “Ιωνία”, ζωγραφισμένος από τον Γιάννη Τσαρούχη για πρωμετωπίδα στην έκδοση των “Μαραμπού” και “Πούσι” από τον “Κέδρο”, το 1973
____________
Είναι αλήθεια όλα όσα γράφετε; Τα ‘χετε ζήσει ο ίδιος;

Είναι ολα αληθινά πέρα για πέρα. Ή ο ίδιος τα ‘ζησα ή τα είδα να γίνονται πλάι μου.

Μα τα ποιήματά σας παρουσιάζουν πολλές φορές γεγονότα που συνηθίσαμε να τα λέμε αμαρτωλά.

Ναι, έτσι είναι!

Λοιπόν είναι κι οι ίδιοι οι ναυτικοί άνθρωποι αμαρτωλοί, που ζουν τη ζωή τους μ’ όλους τους τρόπους;

Οι ναυτικοί μοιάζουν με τους καλόγερους. Για πολύ καιρό είναι κλεισμένοι στο καράβι σαν ασκητές. Όταν βγαίνουν έξω δεν κάνουν διακρίσεις. Ζουν τη ζωή όπως τη βρουν. Ναι, μοιάζουν με τους καλόγερους, με τη διαφορά ότι εκείνοι δεν έχουν παράδεισο, ενώ οι ναυτικοί έχουν!

Ο Νίκος Καββαδίας, οκτώ χρονών, το 1918 στο Αργοστόλι
__________
«Άρχισα να γράφω από οχτώ χρονώνε..»
H συνέντευξη – καρπός πέντε ή έξι συναντήσεων – δόθηκε στους φοιτητές τότε, Μάκη Ρηγάτο (Ιατρικής) και Γιάννη Καούνη (Νομικής) και δημοσιεύτηκε, μόνο με το όνομα του πρώτου, στο τελευταίο τεύχος του μηνιαίου φοιτητικού περιοδικού Πανσπουδαστική τον Μάρτη του 1967, λίγο πριν απαγορευτεί η έκδοσή του από τη Χούντα. Η συνομιλία γίνεται στο σπίτι όπου έμενε με την αδελφή του τα διαστήματα που ήταν ξέμπαρκος (Δεινοκράτους 51, Κολωνάκι).
Άρχισα να γράφω από οχτώ χρονώνε. Αφορμή ήταν τα γενέθλια της αδελφής μου. Νόμισα πως θα ήταν το καλύτερο που θα είχα να της χαρίσω. Από τότε άρχισα να γράφω. Έμαθα να διαβάζω πριν πάω σχολείο, από μιαν Ανθολογία του Αγαθοκλή Κωνσταντινίδη κι από ένα Ημερολόγιο του Σκόκου».
Ο πατέρας μου, όταν γύρισε απ’ την Κίνα έγινε τροφοδότης σε επιβατικά. Μ’ έπαιρνε μαζί του. Γνώρισα πολλά μέρη κι αγάπησα τη θάλασσα. Τις εντυπώσεις μου έγραψα σ’ έλεύθερα θέματα, κάποια που μάς έβαζαν στο γυμνάσιο. Συμμαθητής μου ήταν ο γιος του Νιρβάνα. Τα πήρε, τα έδειξε στον πατέρα του. Εκείνος με κάλεσε και με γνώρισε. Ήταν εξαίρετος άνθρωπος. Με βοήθησε και με καθοδήγησε. Μου είπε να συνεχίσω να γράφω. Ήμουν τότε περίπου δεκαέξι χρονώνε. Πήγαινα γυμνάσιο στον Πειραιά.

Ο Ν. Καββαδίας με τον συγγραφέα και στρατιωτικό γιατρό Παύλο Νιρβάνα
_____________________

[….] Οι Εγγλέζοι ναυτικοί είναι καλά παιδιά. Καλοί ναυτικοί είναι κι οι Έλληνες. Οι νέοι ναυτικοί έχουν συνείδηση της δουλειάς. Κι αν δεν έχουν, αποχτάνε. Υπάρχουνε κι άλλοι που πάνε στη θάλασσα από νοικοκυρίστικη αντίληψη. Μαζεύουνε λίγα λεφτά, μετά βγαίνουν, ανοίγουν ένα ψιλικατζίδικο. Πάντως οι ναυτικοί ειναι οι πιο καλοί άνθρωποι του κόσμου. 

 
Αποχτούν στη θάλασσα ένα χαραχτήρα που μένει για όλη τους τη ζωή. Μετά όμως, οι παλιοί ναυτικοί, δεν μπορούν να ριζώσουν, να εγκλιματιστούνε πουθενά. Και βλέπουμε ή πεθαίνουν γρήγορα ή αν κάνουν άλλη δουλειά πέφτουν έξω. Είναι έξω απ’τα νερά τους.
 
Ε, τι να κάνουν όταν ύστερα από τόσον καιρό βγαίνουν στο λιμάνι; Ύστερα από τόσα βάσανα, κινδύνους που έχουνε περάσει… Αλλά είναι καλά παιδιά. Δεν έχουν πατρίδα. Δεν ανήκουν πουθενά.
Ο Γιώργος Σεφέρης με τον Φίλιππο Χατζόπουλο, ανιψιό του Ν. Καββαδία, Πειραιάς, 1970
______________

«Το κροκοδειλάκι που έσφαξα!»

Σ’ ένα από τα πολλά ταξίδια του Νίκου Καββαδία στην Κύπρο, ο δημοσιογράφος Κώστας Σερέζης θα τον συναντήσει πάνω στο καράβι «Απολλωνία» και θα έχουν μία συνομιλία, εν μέσω δικτατορίας στην Ελλάδα. Η συνέντευξη με τίτλο: «Ένας παντοτινός ταξιδιώτης» θα δημοσιευτεί στις 15 Ιούλη 1970 στην κυπριακή εφημερίδα Φιλελεύθερος και πιο μετά στο βιβλίο Επικαιρότητες (Αργώ, Λευκωσία, 1971). Συνδετικός κρίκος γι’ αυτήν τη συνομιλία φαίνεται να ήταν η κοινή τους φίλη Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ.

Μια φωτογραφία του Γιώργου Σεφέρη με αφιέρωση, στην αίθουσα ασυρμάτου του πλοίου, γίνεται αφορμή για να πει ο Καββαδίας μια ιστορία:

«Του Μαραμπού για τό κροκοδειλάκι
α/π Μασσαλία 25.8.1962, Γιώργος Σεφέρης»

Για χρόνια έλεγα στον Σεφέρη να κάνει ένα ταξίδι με το πλοίο στο όποιο εργάζομαι. Δεν τύχαινε όμως, και κάποια μέρα, στη διαρκή επιμονή μου, του είπα: «Άκουσε, Γιώργο, όταν θα ταξιδέψουμε κάποτε μαζί θα σφάξω το κροκοδειλάκι».

διάβασε και αυτό  Ελληνίδα, πρώην κατάδικος φυλακών σε Μεξικό και Περού «υποδέχτηκε» τους αστυνομικούς με τρία μαχαίρια

Ποιο κροκοδειλάκι; ρώτησε εκείνος.

«Δεν το ξέρεις; Πάνω στο καράβι έχω ένα παπαγάλο, ένα πίθηκο κι ένα κροκόδειλο. Ε, σαν θα ‘ρθεις, για να γιορτάσω το γεγονός θα σφάξω τον κροκόδειλο.

 
Όταν αργότερα έτυχε ο Σεφέρης να ταξιδέψει μαζί μου, θυμήθηκα την υπόσχεση, πήρα ένα κόκκινο καλαμάρι κι έκανα την καμπίνα μου, άσ’τα. Σαν μπήκε μέσα ο Σεφέρης κι είδε τα χάλια εκείνα με τα κόκκινα μελάνια παντού, απόρησε: 

— Τι είναι αυτά;

— Το κροκοδειλάκι που έσφαξα!
Ο μικρός Νίκος Καββαδίας (όρθιος δεξιά) με τ’ αδέλφια του στο Αργοστόλι: την Τζένια(όρθια αριστερά), τον υστερότοκο Αργύρη, βρέφος και τον Μήκια(όρθιος πάνω στην καρέκλα)
______________________

«Θα ’πρεπε να ’χει πεθάνει…..μα με γέλασε».

Η συνομιλία αυτή, με τον δημοσιογράφο Κυριάκο Μητσοτάκη δημοσιεύτηκε» στο εβδομαδιαίο περιοδικό Επίκαιρα, στις 27 Ιούλη 1972 με τίτλο: «Νίκος Καββαδίας:Ο εραστής της θάλασσας». Πρόκειται για τη μοναδική συνέντευξη του Νίκου Καββαδία, που εντοπίστηκε σε ελληνικό μέσο κατά την περίοδο της δικτατορίας, σε μια στιγμή παύσης από τα ταξίδια του με το ατμόπλοιο «Απολλωνία».

Γεννήθηκα πολύ μακριά, στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας. Φύγαμε από κει όταν ήμουν πέντε χρονών. Θυμάμαι πάντα τα τραγούδια του τόπου και πάντα μ’  ακολουθεί η μυρωδιά του κορμιού των γυναικών που με παίρνανε στην αγκαλιά τους και οι μυρωδιές από τις αυλές τους. Γυρίσαμε στην Ευρώπη με τον «Υπερσιβηρικό». 
Ο Χαρίλαος και η Δωροθέα Καββαδία με την Τζένια και τον Νίκο, όταν ακόμα η οικογένεια διέμενε στη Μαντζουρία, την οποία εγκατέλειψαν το 1914
_______________________
Το 1928 τέλειωσα το γυμνάσιο και μπήκα σ’ ένα ναυτικό γραφείο στον Πειραιά, γιομάτο μεγάλες αφίσες και χάρτες γεωγραφικούς. Όταν νύχτωνε και σφύριζαν τα καράβια παρτέντζα, μ’ έπιανε λύσσα. Τι μ’ έσπρωξε στη θάλασσα; Η μυρωδιά από τις βαλίτζες των ναυτικών. Τα δώρα που φέρναν οι συγγενείς μου από τα ξένα. Η μυρωδιά των καραβιών που κάνει τους επιβάτες να ζαλίζονται και να περιμένουν την ώρα που θα φτάσουν στο λιμάνι σα λύτρωση. 
 
Ζορίστηκα για να φύγω. Κι από τους άλλους κι από μένα τον ίδιο. Τριάντα καράβια είχανε στενοί μου συγγενείς, κι εγώ γύριζα στα ξένα γραφεία για δουλειά. Ήμουνα τρομερά βραδύγλωσσος και υπνοβάτης. Τον πρώτο χρόνο που μπαρκάρισα, ξερνούσα σα γάτα. Συνήθισα με τον καιρό. Όμως, όταν μείνω στη στεριά πάνω από τρεις μήνες, την ημέρα που θα ξαναμπαρκάρω νιώθω λιγάκι σαν την πρώτη φορά που ξεκίνησα.
 
Στα φορτηγά, έχεις καιρό να διαβάζεις και να γράφεις. Εκεί μιλάς πολύ λίγο. Ή καθόλου. Καλημέρα, καληνύχτα. Το καλησπέρα περισσεύει. Σε πιάνει η λαμαρίνα και δεν λες μήτε κι αυτά. Μιλάω για την παλιά εποχή, όταν κουβαλούσαμε στην πλάτη το στρώμα, τα σεντόνια και τα κουταλοπίρουνα. Τώρα τα ’χουν όλα. Καμπίνες μοναχικές, κρύο και ζεστό νερό, λουτρά, τηλεόραση και κινηματογράφο. Όταν πρωτοβγήκα στη θάλασσα, στους Τροπικούς μας μοίραζαν ένα κουβά νερό την ημέρα. Το πόσιμο το κλειδώναμε και πίναμε με τα ντενεκεδάκια μερίδα. Όμως τώρα, σε τούτα τα θεριά των 300.000 τόνων που ’ναι σαν πολυκατοικίες, τα ’χεις όλα και δεν έχεις γωνιά να κρυφτείς. 

Στα διάφορα πλάτη της γης που ταξιδεύετε συναντάτε θαυμαστές του έργου σας;
Σπάνια. Μια φορά, πριν πολλά χρόνια, σ’ ένα μπαρ στη Μελβούρνη συνάντησα έναν Κεφαλλονίτη που δούλευε λαδάς στα αυστραλέζικα καράβια της κόστας και θυμόταν όλο το Μαραμπού απέξω. Τον ρώτησα αν γνώρισε ποτέ κείνον που το ’γραψε. «Όχι» μου ’πε. Και πρόσθεσε κατόπιν: «Μα έχει χρόνια πεθάνει. Ήταν πολύ γέρος». 

«Ναι» του ’πα. «Θα ’πρεπε να ’χει πεθάνει στα 1935 μεταξύ Κολόμπο και Άντεν, μα με γέλασε». Δεν το κατάλαβε και συνεχίσαμε να πίνουμε και να μιλάμε για τον… συγχωρεμένο.
Colombo 28/12/49 στο επιβατηγό “Cyrenia”
_________

«Εγώ δεν ανήκω στον κόσμο της Τέχνης, γι’ αυτό σώζομαι»

Η συνέντευξη αυτή του Νίκου Καββαδία ήταν η πρώτη του μετά την πτώση της δικτατορίας, η προτελευταία της ζωής του και η τελευταία που δημοσιεύτηκε πριν πεθάνει. Φιλοξενήθηκε στο πέμπτο τεύχος του περιοδικού «Τετράδιο», τον Οκτώβριο του 1974.

Ο Νίκος Καββαδίας μίλησε στη Μιράντα Ζαχαριάδη, ενώ την περίοδο αυτή ταξίδευε με το κρουαξιερόπλοιο «Aquarius» και ετοίμαζε την τρίτη του ποιητική συλλογή μετά από εικοσιεπτά χρόνια σιωπής. Το Τραβέρσο κυκλοφόρησε τελικά μετά το θάνατό του ποιητή.

Αν
 δεν ήμουνα θαλασσινός και δεν είχα γράψει ποιήματα, θα ’μουνα ένας ολότελα συνηθισμένος άνθρωπος. Κι έπειτα εγώ δεν ανήκω στον κόσμο της Τέχνης, γι’ αυτό σώζομαι. Πες το παραξενιά, πες το μοίρα, μου ’λαχε να ζήσω τα όσα έζησα και να τα κάνω ποίηση.

Αν δεν ήμουν Κεφαλονίτης θα ’θελα να ’μουν Κινέζος. Μέσα στη βρομιά και στην αθλιότητα της προπολεμικής Κίνας, βρήκα τις φιγούρες και το χρώμα που με συγκλόνισαν πιο πολύ από καθετί στη ζωή μου. Ύστερα, ενώ οι άνθρωποι σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη μοιάζουν λίγο – πολύ, οι Ανατολίτες είναι διαφορετικοί. Έχουν μια εγκαρτέρηση απέναντι στο θάνατο, που οι Δυτικοί δεν μπορούν να τη  συλλάβουν.

Τουρκολίμανο, 17 Μαΐου 1974: Ο Νίκος Καββαδίας “με το ίδιο τριμμένο μονόπετο σακκάκι κι ένα εξίσου παλιό καβουράκι”, παρέα με τη Θεανώ Σουνά, τη Νιόβη Παπαδημητρακοπούλου, τον Ηλία Πετρόπουλο και εκτός κάδρου, τη Μαίρη Κουκουλέ (φωτ: Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος)
____________
«Αν είναι αληθινό, τότε θα ’ναι κι όμορφο»

Από τις πιο μεγάλες δημοσιευμένες περιγραφές για τον Καββαδία, με ενσωματωμένα αποσπάσματα από τη Βάρδια και λεγόμενά του, που μοιάζει να έχουν ειπωθεί σε μία συζήτηση με ένα οικείο πρόσωπο, παρά σε μία συνέντευξη με κάποιον δημοσιογράφο.

διάβασε και αυτό  Παλαιό Φάληρο: 7 Απριλίου Παγκόσμια Ημέρα Υγείας Προμήθεια απινιδωτών για δημόσιους χώρους από τον Δήμο Παλαιού Φαλήρου

Η συνομιλία έγινε στις 7 Φλεβάρη 1975, ημέρα Παρασκευή – τρεις ημέρες πριν από το θάνατό του, στο σπίτι του στο Κολωνάκι, με τη Φλέρρυ Κούβελα Τασσιάκου, αλλά δημοσιεύτηκε περίπου τρία χρόνια αργότερα, στο περιοδικό Γυναίκα, στις 11 Απρίλη του 1978 με τον τίτλο: Νίκος Καββαδίας: Ο αρμενιστής φιλόσοφος». Είναι η τελευταία του συνομιλία, που παρουσιάστηκε με τη μορφή συνέντευξης-πορτραίτου.
Τη μέρα της συνομιλίας θα γράψει και το τελευταίο του ποίημα «Πικρία»:

[…] Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
Κόλια – τον είχα ρωτήσει -, εικοσάχρονος Δόκιμος ήσουν, όταν έγραψες το Μαραμπού. Ώριμος άντρας μάς χάρισες τη Βάρδια, το 1954, και τώρα, όταν δεν τα περιμέναμε πια, τούτα τα ποιήματα. Γιατί έβαζες ανάμεσα στα έργα σου τόση απόσταση, τόση σιωπή…
Καλή μου, λαθεύεις… Εγώ δεν είμαι ποιητής… Είμαι στοχαστής. Είμαι αρμενιστής φιλόσοφος. Οι στίχοι μου είναι λόγια, ιστορίες, ζωή ατόφια… αλλά μην το παίρνεις για επάγγελμα. Αν δεν έχω τίποτα ούσιαστικό να πω, σωπαίνω. Τη σέβομαι την ποίηση. Γι’ αυτό, όσο λιγότερο γράφω τόσο περισσότερο πρέπει να καταλαβαίνεις ότι τη σέβομαι. Κι ύστερα, ο ποιητής βάζει κάτω τη φαντασία, στύβει το μυαλό και γράφει. Είναι επαγγελματίας. Νομίζει πως έχει χρέος να συντηρήσει όνομα και φήμη. Εγώ βλέπω, ζω, αγκομαχώ το χρόνο… Ανάμεσα σε κρεβάτια, σε καμπαρέ, σε τυφώνες… Είναι πιο καλά ν’ αναρωτιούνται: « Γιατί δεν γράφει ο Καββαδίας » παρά « Γιατί γράφει». 
Κοίταξέ με καλά… είμαι σαν σκαραβαίος. Ένας άσχημος, κουτός σκαραβαίος. Δεν χαράζω πάνω στην άμμο, αλλά πάνω στο χαρτί τα ανώφελα παραλληλόγραμμά μου. Δεν είναι έρημος, είναι χαρτί, δεν είναι βήματα, είναι στίχοι. Τι σημασία έχει; Η μοναξιά είναι παντού η ίδια. Παντού τριγύρω μας, το σκοτάδι των Πυραμίδων, το αίνιγμα της Σφίγγας, η κακία του σκορπιού. Ιξίονες είμαστε όλοι… Ίξίονες που αγκαλιάσαμε ένα σύννεφο, νομίζοντας ότι κρατούσαμε τ’ όνειρό μας… Μάταια… μάταια… όλα ήταν μάταια…

Η προμετωπίδα του Γιάννη Τσαρούχη για την έκδοση του “Πούσι” στον “Κέδρο”, το 1973
______________
Μιλάς σαν να μισείς τις γυναίκες. Κι εγώ νομίζω πως τις αγαπάς.

Δεν υπάρχει λιμάνι, ούτε γυναίκα που να μην την αγάπησα… και νιώθω ευγνωμοσύνη για όσες ήρθαν μαζί μου. Όμως να τις πληρώνεις ή να σε πληρώνουνε. Ο πιο σωστός τρόπος. Τίποτα δεν κέρδισα, δεν απόλαυσα, χωρίς να το πληρώσω. Είχα πάντα την περίεργη μανία της συναλλαγής. 
 
Πολλές ήρθαν γιατί τις κολάκευε η συντροφιά μου, άλλες για να δοκιμάσουν κάτι παραπάνω απ’ όσα έγραφα. Κάποιες επειδή πλήττανε, μερικές τυχαία, κι άλλες για τις «ζωγραφιές» μου. Τις ερέθιζε πολύ να βλέπουν αυτές τις «ζωγραφιές». Άν τις άφηνα θα κόβανε με ξυράφι ή με τα δόντια τους ένα κομμάτι να το πάρουνε μαζί τους. Μα υπάρχουν και «ζωγραφιές» πού καμιά δεν είδε. Όταν πεθάνω θέλω αυτές οι ζωγραφιές να μη σαπίσουν, να γίνουν αμπαζούρ, να φωτίζουν τα όνειρα των στερημένων…
 
Το κόσμημα, έργο του ζωγράφου Γιώργου Βακαλό από την πρώτη έκδοση του «Πούσι»(1947) από τις εκδόσεις Α. Καραβία.
____________


Τα καινούργια σου ποιήματα…


Δεν είναι μόνο καινούργια. Ανάμεσά τους θα βρεις στίχους πολύ παλιούς.

Κι όμως, έχουν μια ομοιογένεια, ένα ύφος, που τα δένει αρμονικά, σαν να τα ’γραψες όλα την ίδια εποχή. Απ’ τα ποιήματα αυτά ξεχειλίζει η ερωτική οργή, το χωρίς έλεος πάθος. Και μέσα σε όλα, πάνω απ’ όλα, το βλέπει κανείς καθαρά ότι κυριαρχεί η γυναίκα. Μια ξεχωριστή γυναίκα…

Μην παρασύρεσαι απ’ το ρομαντισμό μου. Δεν υπάρχουν ξεχωριστές γυναίκες. Υπάρχουν ξεχωριστές στιγμές. Μία σειρά από τέτοιες στιγμές, μάς κάνουν να βλέπουμε τη γυναίκα που μάς τις χάρισε, μοναδική και κυρίαρχη, χωρίς να είναι. Γι’ αυτό συμβαίνουν τόσο σκληρές απογοητεύσεις στον έρωτα. Πλάθουμε την ερωτική σύντροφο όπως εμείς θέλουμε και μετά την κατηγορούμε ότι μας εξαπάτησε. Της φορτώνουμε την πιο βαριά τιμωρία. Την ενοχή… Όχι, λοιπόν, ξεχωριστές γυναίκες, ξεχωριστές στιγμές… που τις ζεις σε σαλόνια, σε πορνεία, στο δρόμο.

Σηκώθηκα. Ένιωθα ότι ήθελε να μείνει μόνος.
— Καληνύχτα, φίλε μου.
 
— Στο καλό.
 
— Θα γίνει ένα ωραίο άρθρο, θα δεις.
 
— Αν είναι αληθινό, τότε θα ’ναι κι όμορφο.

Νίκος Καββαδίας, Ο Αρμενιστής Ποιητής, εισαγωγή – έρευνα – κείμενα Μιχάλης Γελασάκης, εκδόσεις Άγρα
Η προμετωπίδα του “Τραβέρσο” από τον Γιάννη Μόραλη,
για την έκδοση από τον “Κέδρο”, το 1975
_________
Facebook Comments Box

Απάντηση