Νίκος Καββαδίας : Μου ’λαχε να ζήσω τα όσα έζησα και να τα κάμω ποίηση
Στο βιβλίο «Νίκος Καββαδίας: Ο αρμενιστής ποιητής», αποτέλεσμα δεκαετούς έρευνας του Μιχάλη Γελασάκη, παρουσιάζονται σημαντικά ντοκουμέντα και τεκμήρια που παρέμεναν αδημοσίευτα και άγνωστα μέχρι τώρα.
«Η λέξη “σ υ ν έ ν τ ε υ ξ η” του προκαλεί τόση αλλεργία, ώστε προτιμά να πηδήσει από το παράθυρο, παρά να εμπλακεί στην περιπέτεια των ερωτήσεων και των απαντήσεων», γράφει ο εικοσιοκτάχρονος τότε Φρέντυ Γερμανός, που κατάφερε, αφού πολύ βασανίστηκε, να πάρει την πρώτη συνέντευξη από τον ποιητή, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εικόνες, το 1962.
Στο βιβλίο περιλαμβάνονται δέκα συνεντεύξεις του Καββαδία, που καλύπτουν την περίοδο 1962 – 1975 και καμιά απ’ αυτές δεν έχει δοθεί σε λογοτεχνικό περιοδικό. «Είτε ήταν συνειδητή επιλογή του ποιητή να μη δίνει συνεντεύξεις σ’ αυτά τα περιοδικά είτε το λογοτεχνικό κατεστημένο της εποχής, που είχε τον έλεγχό τους, δεν θεωρούσε “απαραίτητο” να φιλοξενηθεί κάποια συνέντευξή του.»
Αφού είναι η γοργόνα εκεί, όλα πάνε καλά….
Δεν έκανα τίποτε περισσότερο από το να περιγράφω απλά μερικά πράγματα που μου είχαν συμβεί στα ταξίδια μου και νομίζω ότι ντράπηκα λίγο από όλον αυτό το θόρυβο που γινόταν γύρω από το βιβλίο μου.
Για χάρη της γοργόνας που ᾽χω στο μπράτσο μου…..
Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη του βυθού —χίλιες οργιές—
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.
Και σ’ έριξα σ’ ένα βιβάρι σκοτεινό
που στέγνωσε κι ξανεμίστηκε το αλάτι.
Μα εσύ προσμένεις απ’ το δίκαιον ουρανό
το στεριανό, το γητευτή, τον απελάτη.
Όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί
και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη
πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί,
θα μείνει ο ναύτης να μετρά το άσπρο χαλίκι.
Ξεκινήσατε για καπετάνιος. Πώς καταλήξατε ασυρματιστής;
Ταξιδεύετε συνέχεια. Μια βδομάδα, δυο, μήνες, καμιά φορά και χρόνια. Μακριά από άλλους άνθρώπους, εκτός απ’ το πλήρωμα κι ίσως τους επιβάτες του πλοίου. Χωρίς άλλη ποικιλία απ’ τα χρώματα τ’ ουρανού και της θάλασσας, ξεκινώντας απ’ το ασπρογάλαζο, ως το μολυβί και το μαύρο. Η δουλειά σκληρή. Ολημερίς μάχη με τα στοιχεία της θάλασσας.
Αλλά δεν είναι αυτή η ζωή δύσκολη για έναν άνθρωπο;
Το πιο δύσκολο είναι να ζεις στην πολιτεία, όχι στη θάλασσα. Φοβάμαι τη στεριά, το χώμα. Ο βυθός ανοιχτά είναι καθαρός. Κι αν σ’ αρπάξει το ψάρι, είναι κάτι που το ξέρεις πια ζώντας, το τρως κι εσύ. Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ’καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια.
Είναι ολα αληθινά πέρα για πέρα. Ή ο ίδιος τα ‘ζησα ή τα είδα να γίνονται πλάι μου.
Μα τα ποιήματά σας παρουσιάζουν πολλές φορές γεγονότα που συνηθίσαμε να τα λέμε αμαρτωλά.
Ναι, έτσι είναι!
Λοιπόν είναι κι οι ίδιοι οι ναυτικοί άνθρωποι αμαρτωλοί, που ζουν τη ζωή τους μ’ όλους τους τρόπους;
Οι ναυτικοί μοιάζουν με τους καλόγερους. Για πολύ καιρό είναι κλεισμένοι στο καράβι σαν ασκητές. Όταν βγαίνουν έξω δεν κάνουν διακρίσεις. Ζουν τη ζωή όπως τη βρουν. Ναι, μοιάζουν με τους καλόγερους, με τη διαφορά ότι εκείνοι δεν έχουν παράδεισο, ενώ οι ναυτικοί έχουν!
[….] Οι Εγγλέζοι ναυτικοί είναι καλά παιδιά. Καλοί ναυτικοί είναι κι οι Έλληνες. Οι νέοι ναυτικοί έχουν συνείδηση της δουλειάς. Κι αν δεν έχουν, αποχτάνε. Υπάρχουνε κι άλλοι που πάνε στη θάλασσα από νοικοκυρίστικη αντίληψη. Μαζεύουνε λίγα λεφτά, μετά βγαίνουν, ανοίγουν ένα ψιλικατζίδικο. Πάντως οι ναυτικοί ειναι οι πιο καλοί άνθρωποι του κόσμου.
«Το κροκοδειλάκι που έσφαξα!»
Για χρόνια έλεγα στον Σεφέρη να κάνει ένα ταξίδι με το πλοίο στο όποιο εργάζομαι. Δεν τύχαινε όμως, και κάποια μέρα, στη διαρκή επιμονή μου, του είπα: «Άκουσε, Γιώργο, όταν θα ταξιδέψουμε κάποτε μαζί θα σφάξω το κροκοδειλάκι».
Ποιο κροκοδειλάκι; ρώτησε εκείνος.
«Δεν το ξέρεις; Πάνω στο καράβι έχω ένα παπαγάλο, ένα πίθηκο κι ένα κροκόδειλο. Ε, σαν θα ‘ρθεις, για να γιορτάσω το γεγονός θα σφάξω τον κροκόδειλο.
— Τι είναι αυτά;
— Το κροκοδειλάκι που έσφαξα!
«Θα ’πρεπε να ’χει πεθάνει…..μα με γέλασε».
«Ναι» του ’πα. «Θα ’πρεπε να ’χει πεθάνει στα 1935 μεταξύ Κολόμπο και Άντεν, μα με γέλασε». Δεν το κατάλαβε και συνεχίσαμε να πίνουμε και να μιλάμε για τον… συγχωρεμένο.
«Εγώ δεν ανήκω στον κόσμο της Τέχνης, γι’ αυτό σώζομαι»
Η συνέντευξη αυτή του Νίκου Καββαδία ήταν η πρώτη του μετά την πτώση της δικτατορίας, η προτελευταία της ζωής του και η τελευταία που δημοσιεύτηκε πριν πεθάνει. Φιλοξενήθηκε στο πέμπτο τεύχος του περιοδικού «Τετράδιο», τον Οκτώβριο του 1974.
Αν δεν ήμουνα θαλασσινός και δεν είχα γράψει ποιήματα, θα ’μουνα ένας ολότελα συνηθισμένος άνθρωπος. Κι έπειτα εγώ δεν ανήκω στον κόσμο της Τέχνης, γι’ αυτό σώζομαι. Πες το παραξενιά, πες το μοίρα, μου ’λαχε να ζήσω τα όσα έζησα και να τα κάνω ποίηση.
Αν δεν ήμουν Κεφαλονίτης θα ’θελα να ’μουν Κινέζος. Μέσα στη βρομιά και στην αθλιότητα της προπολεμικής Κίνας, βρήκα τις φιγούρες και το χρώμα που με συγκλόνισαν πιο πολύ από καθετί στη ζωή μου. Ύστερα, ενώ οι άνθρωποι σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη μοιάζουν λίγο – πολύ, οι Ανατολίτες είναι διαφορετικοί. Έχουν μια εγκαρτέρηση απέναντι στο θάνατο, που οι Δυτικοί δεν μπορούν να τη συλλάβουν.
Από τις πιο μεγάλες δημοσιευμένες περιγραφές για τον Καββαδία, με ενσωματωμένα αποσπάσματα από τη Βάρδια και λεγόμενά του, που μοιάζει να έχουν ειπωθεί σε μία συζήτηση με ένα οικείο πρόσωπο, παρά σε μία συνέντευξη με κάποιον δημοσιογράφο.
Η συνομιλία έγινε στις 7 Φλεβάρη 1975, ημέρα Παρασκευή – τρεις ημέρες πριν από το θάνατό του, στο σπίτι του στο Κολωνάκι, με τη Φλέρρυ Κούβελα Τασσιάκου, αλλά δημοσιεύτηκε περίπου τρία χρόνια αργότερα, στο περιοδικό Γυναίκα, στις 11 Απρίλη του 1978 με τον τίτλο: Νίκος Καββαδίας: Ο αρμενιστής φιλόσοφος». Είναι η τελευταία του συνομιλία, που παρουσιάστηκε με τη μορφή συνέντευξης-πορτραίτου.
Τη μέρα της συνομιλίας θα γράψει και το τελευταίο του ποίημα «Πικρία»:
Δεν υπάρχει λιμάνι, ούτε γυναίκα που να μην την αγάπησα… και νιώθω ευγνωμοσύνη για όσες ήρθαν μαζί μου. Όμως να τις πληρώνεις ή να σε πληρώνουνε. Ο πιο σωστός τρόπος. Τίποτα δεν κέρδισα, δεν απόλαυσα, χωρίς να το πληρώσω. Είχα πάντα την περίεργη μανία της συναλλαγής.
Τα καινούργια σου ποιήματα…
Δεν είναι μόνο καινούργια. Ανάμεσά τους θα βρεις στίχους πολύ παλιούς.
Κι όμως, έχουν μια ομοιογένεια, ένα ύφος, που τα δένει αρμονικά, σαν να τα ’γραψες όλα την ίδια εποχή. Απ’ τα ποιήματα αυτά ξεχειλίζει η ερωτική οργή, το χωρίς έλεος πάθος. Και μέσα σε όλα, πάνω απ’ όλα, το βλέπει κανείς καθαρά ότι κυριαρχεί η γυναίκα. Μια ξεχωριστή γυναίκα…
Μην παρασύρεσαι απ’ το ρομαντισμό μου. Δεν υπάρχουν ξεχωριστές γυναίκες. Υπάρχουν ξεχωριστές στιγμές. Μία σειρά από τέτοιες στιγμές, μάς κάνουν να βλέπουμε τη γυναίκα που μάς τις χάρισε, μοναδική και κυρίαρχη, χωρίς να είναι. Γι’ αυτό συμβαίνουν τόσο σκληρές απογοητεύσεις στον έρωτα. Πλάθουμε την ερωτική σύντροφο όπως εμείς θέλουμε και μετά την κατηγορούμε ότι μας εξαπάτησε. Της φορτώνουμε την πιο βαριά τιμωρία. Την ενοχή… Όχι, λοιπόν, ξεχωριστές γυναίκες, ξεχωριστές στιγμές… που τις ζεις σε σαλόνια, σε πορνεία, στο δρόμο.