Φόρος τιμής στον Θέμο όλων μας
Ένα παιδί μετράει τα άστρα
Ένα ζεστό χαμόγελο που έχασκε πάντα μαζί με την υπόσχεση ότι όλα, ο,τι και να γίνει θα πάνε καλά, μια σοκολάτα και μια τεράστια αγκαλιά είναι αυτά που κρατάω σαν την πιο πολύτιμη περιουσία μου από τον Θέμο. Τον Θέμο μου.
Τον Θέμο όλων όσοι δουλέψαμε μαζί του, αν και η λέξη δουλειά δεν ταίριαζε σε αυτό το σαρωτικό πνεύμα που μας πήρε μαζί του, ένα ωραίο πρωινό, πριν από 13 χρόνια-γαμώ το γρουσούζικο αριθμό Θέμο μου-και σαν τρέλα ή σαν παράλογη δημοσιογραφική αποκοτιά μας έβαλε στη δίνη που λέγεται «Πρώτο Θέμα». Αυτό ήταν που τον έτρεφε σαν μια αστείρευτη πηγή από ιδέες για έναν κόσμο που δεν θα έμενε ποτέ κρυφός ή σαν ένα καταφύγιο για όλα εμάς τα ανέστια και ανένταχτα πλάσματα που βρεθήκαμε κοντά του. Γιατί δεν ξέρω κανέναν ποτέ που να σεβάστηκε όλα μου τα ελαττώματα αφήνοντας μου την ελευθερία να γράφω ακόμα και κείμενα σαν αυτό εδώ-γιατί Θέμο μου;-και δίνοντας μου πάντα το κίνητρο να γίνω αυτό που δεν φοβόμουν να φανταστώ. Να κρατήσω με θάρρος την πένα μου, να βρεθώ στην πρώτη γραμμή, να μη φοβηθώ, να πάρω όλα τα αεροπλάνα του κόσμου, να αναπνεύσω ελευθερία, να τσακωθώ βίαια ακόμα και με τον ίδιο, να χτυπήσω την πόρτα πίσω μου και μετά από μιάμιση ώρα να κάθομαι μαζί του στο πάτωμα τρώγοντας παγωτό και γεμίζοντας τα φρεσκοβαμμένα χείλη με σοκολάτες. Μετά από ένα καυγά μας, του είχα πάει ένα βιβλίο με συμβουλές του Νίτσε-μου ανταπέδωσε φέρνοντας μου κόκκινα-σαν τις ιδέες στο κεφάλι μου όπως έλεγε-μακαρόν.
Ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσα να μπω απροειδοποίητα στο γραφείο του πρωινιάτικα με μια σακούλα με τυρόπιτες, ένα μίλκο και μια στίβα από βιβλία και περιοδικά-ναι, έχουμε μιλήσει και για το Κομμουνιστικό Μανιφέστο!- για να πω τον πόνο μου μιας και η πόρτα του ήταν πάντα ανοιχτή για τους πάντες, για τον καθένα. Τον θυμάμαι να μου αφηγείται αμέτρητες ιστορίες για τα παιδικά του χρόνια στην Κυψέλη, τα σπασμένα γόνατα στις αλάνες της Φαιδριάδων, για την κομμουνιστική εποχή του εισοδισμού, για τα όνειρα του να ταξιδέψει σε μακρινές θάλασσες,για την Ελευθεροτυπία, για τις αμήχανες στιγμές του ως οικονομικού συντάκτη την ώρα που φανταζόταν να γράφει τεράστια κείμενα σαν το Vanity Fair και να γίνεται συγγραφέας. Με έπαιρνε τηλέφωνο κάθε φορά που ανακάλυπτε μια παράξενη λέξη ή όποτε ένιωθε την φωνή μου από κούραση ή από απογοήτευση να κομπάζει. Γιατί ο,τι και να λένε, ο,τι αίσθηση και αν έχει κανείς από τη δημόσια εικόνα, όσες πολιτικές διαφωνίες και αν είχες μαζί του, ο Θέμος ήταν ένας τρυφερός πατέρας που ήθελε πρώτα να νιώθεις αγάπη και ασφάλεια ώστε να μπορέσεις να ανθίσεις. Ίσως και όχι γιατί ένας πατέρας μπορεί να μην άφηνε την ελευθερία στα παιδιά του όπως άφηνε σε εμάς, στους δικούς του, το ελεύθερο πεδίο να κατεβάζουμε ο,τι μας έρχεται στο μυαλό αρκεί να είναι ευφυές και απροσάρμοστο όπως εκείνος. Γιατί το μόνο που δεν άντεχε ήταν το μέτριο-και οτιδήποτε δεν δοκίμαζε και δεν επέτρεπε όλες τις πλευρές της σκέψης και της ζωής. Μέχρι τέλους.
Στο γραφείο του, το οποίο δεν εγκατέλειπε κυριολεκτικά ποτέ γιατί η δουλειά ήταν η ζωή του, είχε δυο τεράστιες φωτογραφίες, από κάποιο αφιέρωμα νομίζω στο Nitro, όπου στη μια ήταν ο ίδιος ντυμένος μαύρος ράπερ και στην άλλη ο Αλ Καπόνε- απόδειξη ότι ο ίδιος δεν σταμάτησε ποτέ να αυτοσαρκάζεται και αυτή ήταν η βαθιά και ουσιαστική στάση ζωής του φροντίζοντας να προκαλεί οτιδήποτε αποστεωμένο, στάσιμο και νεκρό. Δεν μπορώ ποτέ να φανταστώ οτι θα σταματήσει να προκαλεί σαματά εκεί πάνω και εδώ σε εμάς που μας σημάδεψε για πάντα γιατί η λέξη «θάνατος», μια λέξη συνδεδεμένη με κάτι άπνοο, ξέψυχο ή οριστικό δεν μπορεί να ταιριάζει στη ζωντάνια που θα νιώθουμε κάθε φορά, μα κάθε φορά που τον σκεφτόμαστε-ναι, τον βλέπω σαν και τώρα να έρχεται από πάνω μου και να μου προσφέρει μια σοκολάτα λέγοντάς μου «μπουμπού μη μου στεναχωριέσαι για τίποτα!».
Θέμο, δεν στεναχωριέμαι γιατί για μένα θα είναι πάντα ένα μεγάλο παιδί, που σαν τον δικό μου μικρό πρίγκιπα, θα ονειρεύεται και θα μετράει τα άστρα-και όταν τα βλέπω θα σε σκέφτομαι για πάντα, εδώ κοντά μας και δίπλα μας.