Της Κατερίνας Σιδέρη
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά, την πρωτομαγιά του 1909 από τον Ελευθέριο και την Ελευθερία Ρίτσου. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στην Πελοπόννησο, όπου μετά το γυμνάσιο έφυγε μαζί με την αδερφή του για την Αθήνα.
Έχοντας έφεση στο γράψιμο και βαθιά αγάπη για το διάβασμα, σε νεαρή ηλικία έκανε τις πρώτες του δημοσιεύσεις με ποιητικές συλλογές σε περιοδικά της εποχής. Έχασε πρόωρα τη μητέρα του και έναν αδερφό του από τη μάστιγα της εποχής, τη φυματίωση και για μεγάλο χρονικό διάστημα ταλαιπωρήθηκε και ο ίδιος από τον ιό, νοσηλευόμενος για πολυήμερες περιόδους σε γνωστά και μη, φθισιατρεία ανά την Ελλάδα. «Τα όνειρα διαλύονται γρήγορα και ξεχνιούνται, ενώ τα ποιήματα πραγματοποιούν τα όνειρα και πλαταίνουν τον κόσμο».
Ακολουθεί μια πορεία βελτίωσης της υγείας του και υιοθετώντας ως ψευδώνυμο την αντίστροφη σειρά των γραμμάτων του επιθέτου του «Σοστίρ», κυκλοφορεί 2 νέες ποιητικές συλλογές. Την ίδια περίοδο, συνεργάζεται με την εφημερίδα Ριζοσπάστης στην οποία αρθρογραφεί και δραστηριοποιείται στους κύκλους του ΚΚΕ ως ενεργό
μέλος, πράγμα που επηρέασε τόσο την ποίηση όσο και την πορεία της ζωής του.
Ο Μάιος του 1396, θα αποτελέσει κομβικό σημείο για τον ίδιο και την καριέρα του. Στα επεισόδια της διαδήλωσης των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης, χάνει τη ζωή του ο νεαρός Τάσος Τούσης και η φωτογραφία της μάνας να θρηνεί το νεκρό γιο της, συγκλονίζει το πανελλήνιο. Αυτή η φωτογραφία, είναι το έναυσμα του Γιάννη Ρίτσου,
για να δημιουργήσει το συγκλονιστικό ποίημα «Επιτάφιος», το οποίο μελοποιήθηκε το 1960 από τον Μίκη Θεοδωράκη και αγαπήθηκε όσο κανένα άλλο. Αξίζει να αναφερθεί ότι στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, πάνω από 250 αντίτυπα του δημοφιλούς ποιήματος κάηκαν μπρος τις στήλες του Ολυμπίου Διός, για να αφανιστεί και να ξεχαστεί, χωρίς όμως το αναμενόμενο θεμιτό αποτέλεσμα.
«Κάθε στιγμή περιέχει μία αιωνιότητα και δεν την εξαντλήσαμε».
Ακολουθούν ποιητικές συλλογές μοναδικές, γεμάτες συναίσθημα, πάθος, τόλμη και πολλές φορές πόνο με τη χαρακτηριστική του πένα να ξεχωρίζει, να προβληματίζει και να διαχέει στην ατμόσφαιρα ένα ελπιδοφόρο μήνυμα χρωματισμένο με τις αποχρώσεις της ελευθερίας. «Το τραγούδι της αδελφής μου», «Το παράθυρο», «Η γέφυρα», «Ο αφανισμός της Μήλος», «Η κυρά των αμπελιών», «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος», «Η Ρωμιοσύνη» που μελοποιήθηκε ξανά από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1966 και τόσα άλλα, πρωταγωνιστούν στο ποιητικό γίγνεσθαι, διδάσκονται στις μεγαλύτερες βαθμίδες εκπαίδευσης και κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον σε
φιλοσοφικές, στοχαστικές συζητήσεις.
Η πολιτικά ξέφρενη πορεία που ακολουθεί η χώρα τον εγκλωβίζει ανάμεσα στα γεγονότα δίνοντας ένα ηχηρό παρών σε όλες τις δύσκολες στιγμές της. Δραστηριοποιείται στον ΕΑΜ, εξορίζεται στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και εν συνεχεία στον Αϊ Στράτη, πολιτεύεται με την ΕΔΑ, συλλαμβάνεται μετά το πραξικόπημα της 21 ης Απριλίου, μεταφέρεται στη Γυάρο και στη Σάμο και κλείνει τον κύκλο των πολιτικών του αναταραχών με τη συμμετοχή του στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
«Αν δεν μπορέσω να το δεις κι εσύ, μοιάζει σα να μη το ’χω…»
Παντρεύτηκε, απέκτησε μια κόρη και συνέχισε τη ζωή του στην Αθήνα, κατευνάζοντας τους τόνους και πρεσβεύοντας σε ένα μέλλον πλημμυρισμένο με λογοτεχνικά κείμενα. Η πένα του δε βρίσκει ησυχία. Με πυρετώδεις ρυθμούς, δημιουργεί ποιητικές συλλογές και πεζογραφήματα που άλλα εκδίδονται και άλλα μένουν καταχωνιασμένα στα συρτάρια του γραφείου του και στα άδυτα της ψυχής του…
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών, κουρασμένος και ταλαιπωρημένος σωματικά, στις 11 Νοεμβρίου του 1990 ευγνώμων και υπερήφανος για το έργο που απλόχερα μας χάρισε. Τιμήθηκε με αρκετά βραβεία σε Ελλάδα και σε εξωτερικό με σημαντικότερο όλων το βραβείο του ΟΗΕ «ποιητής διεθνούς ειρήνης».
Ο Γιάννης Ρίτσος, ένα ακόμα δραστήριο μέλος της γενιάς του ’30, θεωρείται από τους σπουδαιότερους ποιητές μας, μεταφρασμένος σε πολλές γλώσσες, αποκτώντας διεθνή φήμη και απήχηση. Ο αντιστασιακός, ο εξόριστος, ο αντιδικτατορικός, ο υπερασπιστής του λυρισμού και του δημοτικού τραγουδιού, ο ερωτικός, ο βαθιά υπαρξιακός,
κατάφερε να χωρέσει όλη την ιστορία της Ελλάδας μέσα στα ποιήματά του και ενόσω έχει φύγει από κοντά μας σχεδόν 30 χρόνια, η αύρα του περιπλανιέται διάχυτη μέσα από τα γραπτά του, για να μας ταξιδεύει, να μας συγκινεί και να μας παραδειγματίζει.