Το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» («Das Manifest der Kommunistischen Partei»), ευρέως γνωστό και ως «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», αποτελεί το πρώτο προγραμματικό κείμενο του επιστημονικού κομμουνισμού, στις σελίδες του οποίου αναπτύσσονται οι βασικές ιδέες του μαρξισμού. Η τεράστια διάδοσή του αλλά και το γεγονός ότι γράφτηκε από κοινού από τον Μαρξ και τον Ένγκελς κατόπιν εντολής του 12ου Συνεδρίου της Ένωσης των Κομμουνιστών, προκειμένου να αποτελέσει το πρόγραμμά της, το καθιστά το πλέον κλασικό κείμενο της κομμουνιστικής – σοσιαλιστικής φιλολογίας. Το «Μανιφέστο» γράφτηκε από τα τέλη του 1847 μέχρι τις αρχές του 1848, ενώ δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 21 Φεβρουαρίου 1848, λίγες ημέρες πριν από τη Φεβρουαριανή Επανάσταση στο Παρίσι (24 Φεβρουαρίου 1848). Στο κείμενο αυτό, οι Μαρξ – Ένγκελς καθόρισαν για πρώτη φορά στην ιστορία των κοινωνικών επιστημών τη θέση και τον ρόλο του καπιταλιστικού συστήματος στη διαμόρφωση της παγκόσμιας Ιστορίας.
Ο καπιταλισμός περιγράφεται σαν ένα προοδευτικό σύστημα σε σύγκριση με τα προηγούμενα πολιτικά συστήματα της Ιστορίας, αλλά ταυτόχρονα σημειώνονται οι αντινομίες του, που θα οδηγήσουν στο νομοτελειακά αναπόφευκτο της κατάρρευσής του. Στον πρόλογο της γερμανικής έκδοσης του 1883, ο Ένγκελς παρατηρούσε ότι «ολόκληρη η ιστορία της κοινωνίας ήταν μια πάλη των τάξεων με εξαίρεση το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα».
Στο «Μανιφέστο» κυριαρχεί η αντίληψη ότι η αστική κοινωνία συγκροτείται από δύο κύριους και ανταγωνιστικούς ταξικούς σχηματισμούς: την αστική τάξη και το προλεταριάτο. Η αστική ως κυρίαρχη τάξη κατακρατεί και διαχειρίζεται την κρατική εξουσία προκειμένου να εξυπηρετεί τα δικά της συμφέροντα σε βάρος των εργαζομένων.
Βασικά σημεία του «Μανιφέστου» είναι η ανάδειξη από τους συγγραφείς του των εσωτερικών αντιθέσεων που διέπουν την αστική τάξη και η εδραία τους πεποίθηση ότι το καπιταλιστικό σύστημα, αφού ολοκληρώσει τη διαδικασία της ραγδαίας ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, τότε αυτόματα οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις θα σταθούν εμπόδιο στην παραπέρα ανάπτυξη της παραγωγής. Οι Μαρξ και Ένγκελς θεωρούν ότι η αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική φύση της παραγωγής και την ατομική μορφή της ιδιοκτησίας συγκροτεί τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού και προκαλεί τις οικονομικές κρίσεις στη διάρκεια των οποίων καταστρέφεται συστηματικά ένα σημαντικό μέρος των έτοιμων προϊόντων και των παραγωγικών δυνάμεων.
Στο εμβληματικό αυτό κείμενο αναδεικνύεται ο ιστορικός ρόλος του προλεταριάτου, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «νεκροθάφτης του καπιταλισμού» και περιγράφεται ως η μοναδική τάξη που μένει συνεπής στην υπεράσπιση του ανθρώπινου μόχθου. Η εργατική τάξη θα είναι αυτή που θα απελευθερώσει την κοινωνία από τα καπιταλιστικά δεσμά καταργώντας την καπιταλιστική μορφή ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, την οποία θα αντικαταστήσει με την κοινωνική ιδιοκτησία. Εδώ οι συγγραφείς διακηρύττουν ότι αυτή η αλλαγή θα μπορέσει να επιτευχθεί μόνο με την επαναστατική βία εναντίον της αστικής τάξης. Μάλιστα, θεώρησαν αναγκαία την ίδρυση ενός προλεταριακού κόμματος με συνείδηση της ιστορικής του αποστολής, καθορίζοντας με ακρίβεια τις σχέσεις του με την εργατική τάξη. Με την καταστροφή της καπιταλιστικής κοινωνίας και τον τερματισμό της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο, θα αρθούν και οι εθνικές αντιπαλότητες.
Με το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», οι Μαρξ και Ένγκελς στάθηκαν επίσης κριτικά απέναντι στην επαναστατική φιλολογία της εποχής τους. Οι κομμουνιστές, υποστηρίζει το «Μανιφέστο», «πολεμούν για την επιτυχία των άμεσων στόχων, για το συμφέρον της εργατικής τάξης, αλλά ταυτόχρονα στο κίνημα του παρόντος υπερασπίζονται και το μέλλον αυτού του κινήματος».
Το δίχως άλλο, το σύντομο αυτό πολιτικό κείμενο εγκαινίασε μια νέα εποχή στην ιστορία της ανθρωπότητας και πυροδότησε την οργανωτική συσπείρωση του επαναστατικού κινήματος με στόχο τη σοσιαλιστική και κομμουνιστική μεταμόρφωση του κόσμου.
Το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο το 1848 στα γερμανικά. Έκτοτε, έκανε χιλιάδες εκδόσεις σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και θεωρείται ένα από τα πλέον διαδεδομένα βιβλία όλων των εποχών.
Το ελληνικό «Μανιφέστο»
Ως πρώτος μεταφραστής του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» στη χώρα μας καταγράφεται ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού και του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Δεινός γερμανομαθής, ο Χατζόπουλος ήρθε σε επαφή με τον μαρξισμό στη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία. Η πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης χρονολογείται το 1908 και έγινε στην εφημερίδα «Εργάτης» του Βόλου με τίτλο «Προκήρυξη του Κοινωνιστικού Κόμματος». Τη μετάφραση ο Χατζόπουλος τη δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Π. Βασιλικός. Ωστόσο, μερικά χρόνια αργότερα, το 1913, εμφανίστηκε η ίδια μετάφραση, η οποία κυκλοφόρησε σε μορφή μπροσούρας και με έναν σύντομο πρόλογο του μεταφραστή, που αυτήν τη φορά υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα.
Η επόμενη έκδοση στα ελληνικά, αυτήν τη φορά με τίτλο «Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο» πραγματοποιείται από το ΣΕΚΕ σε μετάφραση Α. Δούμα και πρόλογο του Αριστοτέλη Σίδερη. Η ίδια έκδοση επανακυκλοφόρησε και το 1921. Έκτοτε και ώς τις μέρες μας έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές εκδόσεις του «Μανιφέστου» στη γλώσσα μας.
Ο πρόλογος στη γερμανική έκδοση που ακολουθεί, είναι του 1948, σε μετάφραση του Μιλτιάδη Πορφυρογένη. Δημοσιεύτηκε και επανεκδόθηκε το 1998 και το 2009 από την εφημερίδα «Το Ποντίκι».
Πρόλογος στη γερμανική έκδοση
Η Ένωση των κομμουνιστών, διεθνής εργατική Ένωση που στις τοτινές συνθήκες δε μπορούσε, φυσικά, παρά νάναι μυστική, ανάθεσε στους υπογραφόμενους αντιπροσώπους στο συνέδριο που έγινε στο Λονδίνο το Νοέμβρη του 1847 να συντάξουν και να δημοσιέψουν ένα διεξοδικό πρόγραμμα του Κόμματος, που νάναι και τα δυο και θεωρητικό και πραχτικό και προορισμένο για δημοσιότητα. Αυτή είναι η καταγωγή αυτού του «Μανιφέστου» που το χειρόγραφό του στάλθηκε στο Λονδίνο για να τυπωθεί, λίγες βδομάδες πριν από την επανάσταση του Φλεβάρη. Βγήκε στην αρχή στα γερμανικά και είχε τουλάχιστο δώδεκα διαφορετικές εκδόσεις σ’ αυτή τη γλώσσα στη Γερμανία, στην Αγγλία και στην Αμερική. Μεταφράστηκε στα αγγλικά από τη δίδα Ελένη Μάκφαρλαν και βγήκε στα 1850 στο Λονδίνο στον «Κόκκινο Δημοκράτη» και στα 1871 είχε στην Αμερική τουλάχιστο τρεις αγγλικές μεταφράσεις. Βγήκε στα γαλλικά στο Παρίσι, λίγο πριν από την εξέγερση του Ιούνη 1848 και, τελευταία, στο «Σοσιαλιστή» της Νέας Υόρκης. Ετοιμάζουν τώρα μια άλλη μετάφραση. Κάναν μια έκδοση στα πολωνικά στο Λονδίνο λίγο ύστερα από την πρώτη γερμανική έκδοση. Βγήκε στα ρούσικα στη Γενεύη κατά τα 1860. Μεταφράστηκε στα δανικά αμέσως ύστερα από τη δημοσίεψή του.
Όσο κι αν οι περιστάσεις έχουν αλλάξει πολύ στα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, οι γενικές αρχές που εκτέθηκαν σαυτό το «Μανιφέστο» διατηρούν σε γενικές γραμμές και σήμερα όλη τους την ακρίβεια. Μερικά μέρη του θα μπορούσαν εδώ και κει να ξαναχτενιστούν. Το «Μανιφέστο» εξηγεί μόνο του πως η εφαρμογή αυτών των αρχών θα εξαρτηθεί παντού και πάντα από τις υπάρχουσες ιστορικές περιστάσεις και πως, συνεπούμενα, δεν πρέπει καθόλου να αποδοθεί ιδιαίτερη σημασία στα επαναστατικά μέτρα που απαριθμούνται στο τέλος του κεφαλαίου ΙΙ. Αυτό το μέρος θα είχε συνταχτεί σήμερα σε αρκετά σημεία ολότελα διαφορετικά. Αυτό το πρόγραμμα έχει παληώσει σήμερα σε μερικά σημεία αν πάρουμε υπόψη τις τεράστιες πρόοδες της μεγάλης βιομηχανίας στα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια και τις αντίστοιχες πρόοδες που πραγματοποίησε στην οργάνωσή της σαν κόμμα η εργατική τάξη, αν πάρουμε υπόψη την πείρα πρώτα από την επανάσταση του Φλεβάρη, ύστερα, και ιδιαίτερα από την Κομμούνα του Παρισιού, που έδωσε για πρώτη φορά στο προλεταριάτο την πολιτική εξουσία για δύο μήνες. Η Κομμούνα, ιδίως, έδειξε πως δεν αρκεί να πάρει στα χέρια της η εργατική τάξη τον έτοιμο κρατικό μηχανισμό για να τον βάνει να δουλέψει για τους δικούς της σκοπούς. (Βλέπε τον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία», προσφώνηση του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης των εργαζομένων, γερμανική έκδοση σελ. 69, όπου η ιδέα αυτή αναπτύσσεται πιο διεξοδικά). Εξάλλου, είναι φανερό πως η κριτική της σοσιαλιστικής φιλολογίας είναι τώρα λειψή αφού σταματάει στα 1847. Και επίσης, αν οι παρατηρήσεις για τη στάση των κομμουνιστών απέναντι στα διάφορα κόμματα της αντιπολίτευσης (Κεφάλαιο ΙΥ) είναι ακριβείς ακόμα στις γενικές γραμμές τους, όμως είναι παληωμένες στην εφαρμογή τους γιατί η πολιτική κατάσταση έχει αλλάξει ολοκληρωτικά και η ιστορική εξέλιξη εξαφάνισε τα πιο πολλά κόμματα από όσα απαριθμούνται εκεί.
Ωστόσο το «Μανιφέστο» είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο, που δεν έχουμε πια το δικαίωμα να αλλάξουμε. Σε μια μεταγενέστερη έκδοση θα προηγηθεί ίσως μια εισαγωγή που θα μπορέσει να σκεπάσει το κενό ανάμεσα στα 1847 και στα σήμερα. Τούτη η ανατύπωση είναι τόσο ξαφνική, που δε μας δίνει τον καιρό να γράψουμε την εισαγωγή αυτή.
Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς
Λονδίνο 24 Ιούνη 1872