«Ένας πελατειακός πυρετός, μια ασθένεια εξίσου απειλητική με την COVID-19, 

αλλά τόσο παλιά όσο το ελληνικό κράτος, επανεμφανίστηκε στη σκιά του κορωνοϊού, 

δοκιμάζοντας όχι μόνο τις αντοχές των επιχειρήσεων και των τραπεζών, αλλά κυρίως 

την τιμή του πολιτικού συστήματος.», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21/06/2020 

Δεν είναι «φρέσκα νέα», κάθε άλλο. Είναι γνωστό ότι «κάτι πολύ σάπιο» 

υπάρχει στο βασίλειο της Ελληνικής «αγοράς». Οι στρεβλώσεις δεν υφίστανται μόνο 

στον αντιπαραγωγικό της χαρακτήρα. Δεν ανάγονται μόνο στο μικρό μερίδιο που 

κατέχουν στην οικονομία ο πρωτογενής και ο δευτερογενής τομέας με αποτέλεσμα, 

έχοντας έντονα παρασιτικό χαρακτήρα, να είναι ευάλωτη στις κρίσεις. Δυστυχώς οι 

στρεβλώσεις οφείλονται και στην χρόνια «αμαρτωλή» εξάρτησή της από το κράτος. 

Από τους πολιτικούς –αλλά και από τα εκτελεστικά όργανα της πολιτείας, δεν είναι 

τυχαίο ότι οι Δ.Υ. που ευδοκιμούν στην πολιτική είναι κατά κανόνα εφοριακοί- με 

τους οποίους συνάπτουν πελατειακές σχέσεις. Πελατειακές σχέσεις που 

διαμορφώνουν και συντηρούν ένα «λαθρόβιο» κομμάτι της αγοράς που επιβιώνει 

χάρις στην φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή, στα δανεικά κι αγύριστα και 

στα «προγράμματα». Η επιμονή σε αυτές τις συνήθειες –όπως καταγγέλλει, 

πρωτοσέλιδα, η Καθημερινή- δείχνει ότι η χρεωκοπία δεν μας δίδαξε τίποτα. Ότι 

εξακολουθούμε να πλέουμε στην ίδια ρότα. Δεν φαίνεται να έχουμε κατανοήσει ότι 

η στρεβλή «ανάπτυξη» ήταν η κύρια αιτία που οδηγηθήκαμε στα βράχια. 

Σε άρθρο του Economist(Καθημερινή, 15/4/2006) αναλύονται οι λόγοι για τους 

οποίους: «η στρεβλή στήριξη αντιπαραγωγικών εταιρειών» αποτελεί κίνδυνο για την 

οικονομία. Το άρθρο αναφέρεται φυσικά στην Αμερικάνικη αγορά αλλά είναι σαφές 

ότι η επιπτώσεις της στήριξης των εταιρειών «ζόμπι» είναι πολλαπλάσια επικίνδυνη 

και καταστροφική για την χώρα μας και την «αγορά» της. Επισημαίνει ότι οι 

εταιρείες αυτές «εκμεταλλεύονται τη νομοθεσία […] για να μην ανταποκριθούν στις 

υποχρεώσεις σ' ό,τι αφορά την παροχή συντάξεων και τις συμβάσεις εργασίας». Ασφαλώς 

για την Ελλάδα θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και πολλά άλλα «κόλπα» τα οποία 

μετέρχονται για να αποφύγουν τις υποχρεώσεις τους προς την πολιτεία, τους 

εργαζόμενους και την κοινωνία. Συνεχίζει το άρθρο επισημαίνοντας ότι ειδικότερα, 

«αυτές που δεν ανήκαν στον μεταποιητικό κλάδο και, επομένως, ήταν απομονωμένες από 

τον παγκόσμιο ανταγωνισμό- απορροφούσαν επιχορηγήσεις από εσφαλμένα διοικούμενες 

τράπεζες». Βεβαίως, όσον αφορά την χώρα μας, οι «εσφαλμένες διοικήσεις» ήταν 

συνήθως πολιτικά καθοδηγούμενες και συνεπώς πλήρως ενταγμένες στο 

πελατειακό σύστημα. Επιπλέον στα τραπεζικά δάνεια θα πρέπει να προστεθούν και οι 

παροχές «ενισχύσεων» είτε από τα κρατικά ταμεία είτε από τα διάφορα Ευρωπαϊκά 

προγράμματα. Ας συνυπολογιστεί, μάλιστα, το γεγονός ότι σπανίως οι εταιρείες αυτές 

ασχολούνται με την μεταποίηση. Όντας κατά συνέπεια «απομονωμένες από τον 

παγκόσμιο ανταγωνισμό» συντηρούνται ευκολότερα με «τεχνητά» μέσα. 

Όπως επισημαίνεται στο άρθρο, εφ’ όσον «οι μη παραγωγικές εταιρείες 

εξακολουθούν να λειτουργούν» στηριζόμενες σε νομοθετικά παράθυρα και 

πολιτικά οικονομικά δεκανίκια δεν είναι εφικτή η εξυγίανση της οικονομίας. Αυτό 

είναι το τίμημα της συντήρησης μη βιώσιμων επιχειρήσεων, οι οποίες αντί να 

κλείσουν ανοίγοντας το πεδίο για νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες, στον ίδιο ή 

σε άλλους πιο πρόσφορους κλάδους, συνεχίζουν την λειτουργία τους σπαταλώντας 

επιχορηγήσεις και επισφαλή δάνεια τα οποία δεν πρόκειται να επιστραφούν. 

Σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της Καθημερινής(21/6/20) υπό τον 

εμφατικό τίτλο «Πελατειακός πυρετός για τα εγγυημένα δάνεια» 

αναλύεται με ενάργεια η «ανηθικότητα» της διατήρησης μιας παλιάς 

πρακτικής που θέτει σε δοκιμασία «όχι μόνο τις αντοχές των επιχειρήσεων και των 

 τραπεζών, αλλά κυρίως την τιμή του πολιτικού συστήματος». Οι παρεμβάσεις πολιτικών 

προσώπων προκειμένου να χορηγηθούν δάνεια σε επιχειρήσεις που δεν πληρούν τις 

προϋποθέσεις ή, ακόμα χειρότερα, σε επιχειρήσεις οι οποίες έχουν αποδειχθεί στο 

παρελθόν αφερέγγυες αποδεικνύουν, για μια ακόμα φορά, ότι «Το χρήμα με τη 

μικρότερη αξία είναι το χρήμα των φορολογουμένων, που γεμίζει το δημόσιο ταμείο». Γιατί, 

στο τέλος οι πολίτες θα κληθούν, για μια ακόμα φορά, να καλύψουν τις μαύρες 

τρύπες του προϋπολογισμού και τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών. 

Πριν από λίγους μήνες, πρωτοσέλιδο εφημερίδας αναφερόταν στα υπέρογκα 

κόκκινα δάνεια(670 εκ. €) τριών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Με αφορμή τα 

κόκκινα δάνεια των τουριστικών επιχειρήσεων ο Σεραφείμ Κωνσταντινίδης με άρθρο 

στην Καθημερινή(21/9/19) επεσήμανε το «παράδοξο» ένας κλάδος που τα 

τελευταία χρόνια γνώριζε δυναμική ανάπτυξη να εμφανίζει αδυναμία εξυπηρέτησης 

των δανείων. Χαρακτηριστικά τόνιζε ότι: «Περισσότερες από τις μισές χορηγήσεις που 

έχουν δοθεί σε επιχειρήσεις τουρισμού είναι απλήρωτες». Βεβαίως, στο ίδιο άρθρο, έδινε 

και μια εξήγηση για το γεγονός ότι οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις «εμφανίζουν ζημίες και 

δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους» συμπληρώνοντας ότι «Υπάρχουν, 

όμως, και καλά νέα.» αφού «Οι εταιρείες που ανακαινίζουν τα ξενοδοχεία, όπως και οι άλλες που τα 

προμηθεύουν τρόφιμα. ποτά, κλινοσκεπάσματα και άλλα αναλώσιμα, είναι εξαιρετικά κερδοφόρες. 

Συνήθως ανήκουν σε πρόσωπα από τις οικογένειες υπερχρεωμένων ξενοδόχων…». Αλλά 

βεβαίως όπως είχα επισημάνει στο άρθρο «Η χαμένη τιμή των «επενδύσεων».», 

29/09/2019» προφανώς δεν είναι μόνο οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις προβληματικές. 

Αυτές τις «κλινικά νεκρές» επιχειρήσεις επισημαίνει, με νέο πρωτοσέλιδο, -«Στήριξη 

σε εταιρείες-ζόμπι»- η Καθημερινή(24/6/20) ότι επιχειρεί η κυβέρνηση να στηρίξει. 

Η κρισιμότητα της κατάστασης, η επερχόμενη ύφεση, το ενδεχόμενο ενός 

δεύτερου κύματος της πανδημίας, η εξ Ανατολών απειλή, καθιστούν εγκληματική 

κάθε περαιτέρω διολίσθηση σε προσφιλείς πρακτικές του παρελθόντος. Επιπλέον, 

όπως επισημαίνει ο Κώστας Καλίτσης(Καθημερινή, 24/5/2020), δεν πρέπει να μας 

διαφεύγει ότι: «η δυναμική της ελληνικής οικονομίας είχε γυρίσει σε αρνητική αρκετούς 

μήνες πριν ξεσπάσει η πανδημία. Αυτό καθιστά την ανάγκη άμεσων και ριζικών 

μεταρρυθμίσεων ζωτικής σημασίας. Έπρεπε να είχαμε ήδη ξεκινήσει. Όπως 

επισημαίνει ο αρθρογράφος η ανάγκη «ανασυγκρότησης του παραγωγικού μοντέλου» 

αποτελεί κοινή παραδοχή. Ο τουρισμός είναι ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο αλλά 

δεν αρκεί. Οι επενδύσεις στο Ελληνικό και την Κασσιόπη είναι σημαντικές, έπρεπε να 

έχουν προκαθοριστεί πριν από την τέλεση των Ο.Α., αλλά δεν αποτελούν οδοδείκτες 

για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Στην ειδήσεις καταγράφηκε το ενδιαφέρον 

των Ισραηλινών για την ΕΛΒΟ και τα ναυπηγεία Ελευσίνας. Για δύο από τις δεκάδες 

ελπιδοφόρες και εμβληματικές βιομηχανίες που «κατορθώσαμε» να χρεοκοπήσουμε. 

Οφείλουμε τελικά να πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Να ξεκινήσουμε από το 

σημείο που το «σοσιαλιστικό μοντέλο» μας οδήγησε σε λάθος δρόμους. Η ευημερία 

χωρίς παραγωγική ανάπτυξη είναι πάντα συγκυριακή, δεν είναι βιώσιμη. Η «αλλαγή 

του παραγωγικού μοντέλου» βεβαίως δεν γίνεται στο γόνατο. Δεν οδηγεί αυτόματα η 

«πράσινη» ενέργεια στην ανάπτυξη. Απαιτούνται πολλά περισσότερα. Απαιτείται 

«μακρά και επίπονη διαδικασία ανασυγκρότησης και ανασύνθεσης» κατά την διάρκεια της 

οποίας πρέπει «ο κόσμος της εργασίας να προστατευθεί». Κατά τον αρθρογράφο της 

Καθημερινής όμως «δεν υπάρχουν σχέδια ούτε προσχέδια» για μεταρρυθμίσεις. 

Αντίθετα επισημαίνει τον κίνδυνο «επιδείνωσης της φοροδιαφυγής» και τεχνητής 

«μείωσης των τζίρων προκειμένου κάθε πικραμένος να μπει σε κάποιο πρόγραμμα». 

 

Facebook Comments Box

Απάντηση