Ο Διακεκριμένος Γιατρός και Συγγραφέας. κ.ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΑΟΥΜ μαζί μας με άρθρα του στην διαδικτυακή σελίδα www.kalitheapress.gr αλλά και στην έντυπη ΈρευναPress Φωτογραφία από τη σελίδα fb

 
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γυμνός σε κοινή θέα:

Άιντε, ένα χεράκι ακόμη και τη βγάλαμε τη ζωή… Να πάρουν σειρά οι άλλοι.

Μενέλαος Λουντέμης, 1912-1977, Έλληνας συγγραφέας

Λικέρ από βατόμουρα.

Η αγροικία, μοναχική κι απομονωμένη, στεκόταν ταπεινά στην άκρη του λόφου. Κοίταζε την απεραντοσύνη του γαλάζιου αγόγγυστα. Δυο πεύκα είχαν απομείνει να γέρνουν πάνω της, έτοιμα να την αγκαλιάσουν. Η αυλή γεμάτη με κάτασπρους τενεκέδες άνθιζε από γεράνια και γιούλια. Κυρίως, όμως, από τις σπάνιες ποικιλίες τριαντάφυλλων. Τις φρόντιζε προσωπικά η παράξενη ιδιοκτήτρια.

Η άνοιξη δήλωνε παρούσα φροντίζοντας να στολίσει κάθε σπιθαμή του κήπου. Παντού, μικρά άνθη πέταγαν ανυπότακτα τα πέταλά τους ανάμεσα στους καταπράσινους βλαστούς. Όπου και να κοίταζε κανείς, χαιρόταν την ομορφιά της φύσης. Η Ζαχαρένια, από τον θάνατο των δικών της, είχε αποφασίσει να κλείσει την ζωή της μέσα σε κείνο το απόμακρο σπίτι. Δεν της άρεσαν οι κοινωνικές συναναστροφές, ούτε τα αλισβερίσια με τον κόσμο. Τα κίνητρα που την έσπρωχναν ήταν βαθιά κι ανεξιχνίαστα. Και να ήθελε να τα ερμηνεύσει, αδυνατούσε. Μέρα την μέρα, χρόνο τον χρόνο, οργάνωσε την ζωή της. Τα πετάγματα στον κόσμο, τα όφειλε στα βιβλία της, που προμηθευότανε από την κοντινή κωμόπολη. Η προδοσία ήταν τελικά ο φόβος της. Αρνιόταν όμως να τον αποδεχτεί. Θεωρούσε, ότι όντας μονάχη δεν κινδύνευε από κανένα.

 Εκείνο το δειλινό, σκοτείνιασε γρήγορα. Τα σύννεφα πύκνωναν στον ουρανό. Σιγά -σιγά οι σκιές εξαφανίστηκαν αφήνοντας πίσω τους ένα πηχτό και αδιαπέραστο έρεβος. Τάισε τις γάτες στην γωνιά του κήπου, χαμογέλασε στο νυχτολούλουδο και νοιώθοντας ένα ρίγος να την διαπερνά μπήκε στο σπίτι και μαντάλωσε την πόρτα. Το ανοιχτό βιβλίο, σημαδεμένο στην σελίδα που το είχε αφήσει, την περίμενε δίπλα στην συνηθισμένη της θέση. 

Ετοίμασε ένα τίλιο και το άφησε δίπλα της να αχνίζει. Δεν πρόλαβε να διαβάσει την πρώτη αράδα, όταν κτυπήματα στην πόρτα, την τάραξαν. Ενοχλημένη, παρά φοβισμένη ρώτησε ποιος είναι και τι θέλει. Μια αντρική φωνή ενημέρωνε, ότι χρειαζόταν οπωσδήποτε,  τηλέφωνο. Είχε βλάβη το αυτοκίνητο του. Χωρίς να το καταλάβει είχε πάρει λάθος κατεύθυνση και χάθηκε πάνω στο βουνό. Κατά περίεργη σύμπτωση, είχε ξεμείνει από μπαταρία στο κινητό του. Η Ζαχαρένια φόρεσε την χοντρή της ζακέτα κι του άνοιξε την πόρτα. Ένας άνδρας της χαμογέλασε: «Τι τύχη, που σας βρήκα! Πώς ζείτε σε αυτήν την ερημιά;»

«Από επιλογή. Εδώ έμεναν οι δικοί μου, εδώ αποφάσισα να μείνω κι εγώ,» του είπε κάνοντας του νόημα να περάσει μέσα. Απόρησε πως βγήκαν αυτές οι κουβέντες από το στόμα της, ήταν προνοητική, κάτι απροσδιόριστο, όμως, την έσπρωξε να τον δεχτεί. Χρόνια ζούσε με τις σκιές του παρελθόντος. Τον αυστηρό  πατέρα της, την ψυχικά άρρωστη μητέρα της, τον Μάκη, τον νεανικό της έρωτα. Υπήρχαν οι φωτογραφίες τους να της θυμίζουν τα παλιά. Να την παγιδεύουν στις θύμησές τους. Η αρρώστια αφάνισε τους γονιούς της και ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα τον έρωτά της. 

«Θέλετε ένα ζεστό; Μόλις το ετοίμασα;»

«Γιάννης», έκανε και της έδωσε το χέρι του. 

Χρειαζόταν να τηλεφωνήσει στην οδική βοήθεια, κάτι παρουσίαζε το σασί. Έπρεπε οπωσδήποτε να το επανορθώσει. Θα έπαιρνε χρόνο. Μέσα στο πηχτό σκοτάδι, πιθανόν να ήταν αδύνατη η επισκευή. Όσο το σκεφτόταν, του ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι. Ποτέ του, δεν μπορούσε να ελέγξει τον θυμό του.  Αλλά, ούτε και κανένα συναίσθημά του. Τώρα, όμως, ήταν αναγκασμένος να σιωπήσει. Έδειχνε εκνευρισμένος, δεν του άρεσε καθόλου η κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει. Να ξεμείνει πάνω στο βουνό, με ένα χαλασμένο αυτοκίνητο και μια γεροντοκόρη, για παρέα. Προσπαθώντας να σχηματίσει το νούμερο, η γραμμή έδειχνε, πότε ότι ήταν κατειλημμένη και πότε ότι νεκρωνόταν. Αναστέναξε. Αναμένοντας άρχισε να παρατηρεί την γυναίκα, απέναντί του. 

«Ζαχαρένια, αστείο δεν είναι;» έκανε με νάζι.

«Ποιό;» απάντησε αδιάφορα εκείνος.

«Το όνομά μου.»

Ίσως, δεν έπρεπε να του ανοίξει. Δεν ήξερε ποιος ήταν και τι καπνό φουμάριζε. Μπορεί να ήταν δολοφόνος, κακοποιός, οτιδήποτε. Του έριχνε κλεφτές ματιές προσπαθώντας να μαντεύσει ο,τι τον αφορούσε.

«Γιατί μένετε μόνη; Δεν φοβάστε,» την ρώτησε απότομα. «Τόσα ακούμε και διαβάζουμε.» Χωρίς να πάρει την άδεια της, άναψε τσιγάρο.

«Τί να φοβηθώ;» του έκανε ταραγμένη. «Δεν φαίνεστε απατεώνας.»

«Άλλο το φαίνομαι κι, άλλο, ….το είμαι,» της απάντησε ατάραχα. 

Μια μικρή σιωπή μεσολάβησε. Ο άντρας προσπάθησε να τηλεφωνήσει πάλι. Μάταιος κόπος, αφού η γραμμή κοβόταν, κάθε φορά που επιχειρούσε να σχηματίσει το νούμερο. Φανερά απογοητευμένος, της ζήτησε αλκοόλ. Του απάντησε πως, μόνο λικέρ από βατόμουρα, υπήρχε στο σπίτι. Το έφτιαχνε μόνη της. Του πρόσφερε. Έβαλε ένα ποτήρι και για εκείνη. Ένοιωθε αμήχανη. Καθώς ο άντρας σηκώθηκε να πάρει το ποτό, με την άκρη του ματιού της διέκρινε, το όπλο του, εξείχε μέσα από το σακάκι. Προς στιγμήν, ένοιωσε να χάνεται ο κόσμος. Όλα στροβιλίζονταν.  Όμως, δεν εκδήλωσε αδυναμία και προσποιήθηκε την αδιάφορη. 

«Είσαι όμορφη,» της έκανε και κοπάνησε μονορούφι ένα δεύτερο.

«Αλήθεια; …»

«Ας μιλάμε στον ενικό. Τι λες;»

«Έχω αφήσει πίσω μου τα ενδιαφέροντα αυτού του κόσμου. Ζω κοντά στην φύση κι από κει εμπνέομαι.»

«Τα μάτια σου δείχνουν πάθος. Σα να θες να ζήσεις έντονα. Κι, όμως, το εμποδίζεις. Κρύβεσαι από τον ίδιο σου, τον εαυτό.»

Είχε δίκιο. Δεν του ανταπάντησε αλλά αυθόρμητα σήκωσε το βλέμμα της,  στα δικά του μάτια. Τον κοίταξε θαρραλέα κι άφησε ένα γελάκι να ζωγραφιστεί στα χείλια της.

«Είσαι ψυχολόγος;»  τον ρώτησε κι επέστρεψε στα φαντάσματα, που την περιτριγύριζαν. «Διώξ’ τον,» φώναζαν, «πέτα τον έξω. Τώρα.» Συνέχισε να τον κοιτά.

«Σχολειό μου, το πεζοδρόμιο. Μπασμένος, σε όλα. Σκληρό καρύδι, είμαι.»

Είχε να κάνει με σεσημασμένο πρόσωπο. Γιατί, τι άλλο μπορούσε να είναι; Το πεζοδρόμιο είναι επικίνδυνο. Καμιά προστασία δεν προσφέρει. Μόνο ανθρώπους έτοιμους και ικανούς, για όλα. Ακόμα, και για φόνο! Ανατρίχιασε.

«Μόνο, οι ωραίες γυναίκες με τρελαίνουν,» της έπιασε το χέρι. «Εσύ,…»

Ένα ρίγος διέσχισε την ράχη της. Μετά τον θάνατο του Μάκη, δεν την είχε αγγίξει άντρας. Τραβήχτηκε, από δίπλα του.

«Μπορεί να βρέξει,», μια αστραπή, για λίγο, έλαμψε απ’ έξω και φώτισε το δωμάτιο. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την μπαλκονόπορτα, την έκλεισε. «Ίσως, δεν έπρεπε να σου ανοίξω.» Του γύρισε την πλάτη της. Τάχα είχε σκαλώσει η κουρτίνα. Από την μια, είχε αναστατωθεί. Από την άλλη, οι ενοχές κι οι απαγορεύσεις της ζωής της, έμπαιναν φρένο.

«Γιατί δεν παντρεύτηκες; Γιατί, ζεις αποκλεισμένη απ’ όλους και απ’ όλα;.»

«Σ’ ενδιαφέρει η ζωή μου;»

«Για να σε γνωρίσω καλύτερα,» την πλησίασε πάλι, στάθηκε δίπλα της. Την παρότρυνε να καθίσουν στον καναπέ. «Κακό πράγμα, η μοναξιά,» της ψιθύρισε στο αυτί. 

Στο μεταξύ, η καταιγίδα είχε ξεσπάσει.  Μαινόταν. Το φάντασμα του Μάκη είχε γυρίσει από την κόλαση. Την ποθούσε. «Είχες δίκιο. Δεν έπρεπε να σου ανοίξω.» Τώρα, όλα ήταν  ανάστατα μέσα της. Ξύπνησαν παλιοί πόθοι κι έσμιξαν με τον φόβο. Τώρα, όλα είχαν αλλάξει. Δεν ήξερε να χειριστεί την κατάσταση. «Δεν είσαι καλός,» ψέλλισε, μισομπερδεύοντας τις συλλαβές. «Ούτε αληθινός. Είσαι φάντασμα. Εισβάλλεις ξαφνικά στην ζωή μου  και πας να ξανανάψεις την φωτιά. Το αντέχω;»

Τον συνέχεε με τον πρώτο της έρωτα.  Η λογική της είχε παραλύσει. Δεν της έφταναν τα παράλογα, αιφνίδια, έπεσε μαύρο σκοτάδι, αφού κόπηκε το ρεύμα.

«Αγάπη μου. Μοναδική,» σιγομουρμούρισε εκείνος και την τράβηξε πάνω του.

Μέσα στο σκοτάδι, όλα συνέβησαν αστραπιαία. Τα σώματά τους ενώθηκαν, ενώ ψίθυροι και σβησμένα βογκητά ίσα, που έβγαιναν από το στόμα τους.  Μόλις άναψαν τα φώτα, αυθόρμητα τραβήχτηκαν, σαν παιδιά, που έκαναν ζημιά και το συνειδητοποίησαν. Έστρωσαν τα ρούχα τους, κουμπώθηκαν κι ύστερα έμειναν βουβοί να κοιτάζουν το ταβάνι.

«Δεν έπρεπε να σου ανοίξω,» του είπε με συγκινημένα μάτια. «Θα φύγεις κι εγώ θα μείνω εδώ. Να θυμάμαι. Να σε νοσταλγώ, πάλι.» Νόμιζε ότι μίλαγε στο φάντασμα του αγαπημένου της. Ο άλλος, χωρίς να δίνει σημασία στα λόγια της, προσπάθησε να καλέσει ξανά το συνεργείο.  Μετά από λίγο, παράτησε το τηλέφωνο κι άναψε τσιγάρο.

«Μείνε. Να ετοιμάσω κάτι,» του έκανε και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. «Τώρα, δεν θα σ’ αφήσω να φύγεις ξανά.»

Τελικά, σαν από θαύμα, το τηλέφωνο λειτούργησε κι ο Γιάννης μίλησε με την οδική βοήθεια. Μέσες άκρες, έδωσε το σημείο, που βρισκόταν το σπίτι. Λόγω των καταστροφών από  την κακοκαιρία, του τόνισαν, πως θα αργούσαν. Στο κούφωμα της πόρτας εμφανίστηκε η Ζαχαρένια με τον δίσκο. Τον απόθεσε στο τραπέζι και του έκανε νόημα να πλησιάσει.

«Μείνε,» του είπε, έχοντας το μυαλό της στον Μάκη. «Καλά θα περάσουμε.» Ο τύπος κάθισε και χωρίς καν να την κοιτάξει, άρχισε να δοκιμάζει από το πιάτο. Τον παρακολουθούσε να τρώει,  συγκινημένη. Άλλες εικόνες κυριαρχούσαν στο νου της.

Ξαφνικά, ο Γιάννης μελάνιασε, έκανε με τα χέρια να αγγίξει τον λαιμό του κι ύστερα, βγάζοντας ένα δυνατό βόγγο, έσκασε στην καρέκλα. Η Ζαχαρένια, μιλώντας του, τον έσερνε πάνω στο χαλί. «Δεν θα σ’ αφήσω να φύγεις ξανά. Γύρισες κι, είσαι δικός μου. πια» Τον κατέβασε με μόχθο, στον κήπο. Έσκαψε τον τάφο του, κάτω από τις τριανταφυλλιές. Σίγουρα, δεν θα μπορούσε να το σκάσει, από κει.

Όταν της χτύπησε η οδική βοήθεια, είχε μεσημεριάσει για τα καλά. Ακούστηκε αρκετές φορές το κουδούνι της εξώπορτας, πριν ανοίξει. Δεν ήξερε, τι να πει, πώς να φερθεί.  Μισανοίγοντας την πόρτα, ο δυνατός ήλιος την έκανε να κλείσει τα μάτια της, λόγω του σκοταδιού, μέσα στο σπίτι. Ένας νεαρός άνδρας, με μπλου τζην φόρμα, την ρώτησε για τον οδηγό, που είχε παρατήσει το αυτοκίνητό του, στον δρόμο.

-«Όχι. Κανείς δεν μου κτύπησε,» του απάντησε. Αμέσως, όμως, άλλαξε την διάθεσή της. Φορώντας το χαμόγελό της, συνέχισε: «Θέλετε ένα λικεράκι;» 

Ο άντρας σκέφτηκε, ότι είχε μπροστά του μια ωραία γυναίκα. Έστω, κάπως μεγάλη στα χρόνια. 

-«Γιατί ,όχι;» Έβγαλε το τζόκεϊ, από το κεφάλι του και, πέρασε μέσα στο σπίτι της.

-«Το φτιάχνω μόνη, ξέρετε. Από βατόμουρα.»

Facebook Comments Box

Απάντηση