Ο δρόμος προς την Α’ Εθνοσυνέλευση και το Σύνταγμα της Επιδαύρου οδηγεί στην γέννηση του Ελληνικού κράτους

«Ἀπόγονοι τοῦ σοφοῦ καὶ φιλανθρώπου ἔθνους τῶν Ἑλλήνων, σύγχρονοι τῶν νῦν πεφωτισμένων καὶ εὐνομουμένων λαῶν τῆς Εὐρώπης καὶ θεαταὶ τῶν καλῶν, τὰ ὁποία οὗτοι ὑπὸ τὴν ἀδιάρρηκτον τῶν νόμων αἰγίδα ἀπολαμβάνουσιν, ἦτον ἀδύνατον πλέον νὰ ὑποφέρωμεν μέχρις ἀναλγησίας καὶ εὐηθείας τὴν σκληρὰν τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους μάστιγα, ἥτις ἤδη τέσσαρας περίπου αἰῶνας ἐπάταξε τὰς κεφαλὰς ἡμῶν καί, ἀντὶ τοῦ λόγου, τὴν θέλησιν ὡς νόμον γνωρίζουσα, διῴκει καὶ διέταττε τὰ πάντα δεσποτικῶς καὶ αὐτογνωμόνως. Mετὰ μακρὰν δουλείαν ἠναγκάσθημεν, τέλος πάντων, νὰ λάβωμεν τὰ ὅπλα εἱς χεῖρας καὶ νὰ ἐκδικήσωμεν ἑαυτοὺς καὶ τὴν πατρίδα ἡμῶν ἀπὸ μίαν τοιαύτην φρικτὴν καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀρχὴν αὐτῆς ἄδικον τυραννίαν, ἥτις οὐδεμίαν ἄλλην εἶχεν ὁμοίαν, ἢ κἂν δυναμένην ὁπωσοῦν μετ’ αὐτῆς νὰ παραβληθῇ δυναστεία.»

Το παραπάνω απόσπασμα αποτελεί την πρώτη παράγραφο της Διακήρυξης της Α’ Εθνικής Συνέλευσης, με την οποία οι επαναστατημένοι Έλληνες γνωστοποιούσαν στην Ευρώπη την προσπάθεια απελευθέρωσης του έθνους των Ελλήνων από την τυραννία των Οθωμανών και τον τρόπο με τον οποίο επιθυμούσαν να ιδρύσουν το νέο ελληνικό κράτος. Η χρήση του όρου «Έθνος», η διεξαγωγή Εθνοσυνέλευσης, η σύνταξη Συντάγματος και το αίτημα για ελευθερία είναι πλέον ενδεικτικά για να καταδείξουν τη νέα πολιτική ιδεολογία που εισήγαγαν η Αμερικανική και η Γαλλική Επανάσταση, οικειοποιήθηκαν οι Έλληνες διανοούμενοι (Φαναριώτες, γόνοι εύπορων, εμπορικών, κυρίως, οικογενειών) και νοηματοδότησαν τον αγώνα τους για την πατρίδα. Ακόμη και οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις (πρόκριτοι/κοτζαμπάσηδες) του ελλαδικού χώρου συνδιαλέγονταν χρησιμοποιώντας το νεωτερικό λεξιλόγιο, ωστόσο η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο σύνθετη για να αλλάξει εν μία νυκτί μία τάξη πραγμάτων που ίσχυε για τετρακόσια χρόνια.

ΘΕΜΑ 1 2

Όμως, η ελληνική επανάσταση, όπως και κάθε επανάσταση, επέσπευσε τις κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές διαδικασίες ανοίγοντας ρωγμές στο χρόνο κι επέτρεψε γοργά άλματα προόδου, έννοια που συνιστά αυτοσκοπό των κοινωνιών κατά τον Διαφωτισμό. Η ανάγκη νομιμοποίησης και οριοθέτησης του στόχου της προκάλεσε άμεσα τη δημιουργία πολιτικών σωμάτων με σκοπό τον συντονισμό του Αγώνα και τη διοίκηση των απελευθερωμένων περιοχών, τα οποία μέσα από συνελεύσεις σχημάτισαν και τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα που προέβλεπαν την μελλοντική σύσταση της «Βουλής του Έθνους». Τα σημαντικότερα εξ’ αυτών ήταν ο Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας, που ιδρύθηκε στην Μονή Καλτεζών στις 26 Μαΐου από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο Οργανισμός της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, που συστάθηκε από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στις 9 Νοεμβρίου και ο Οργανισμός του Αρείου Πάγου της Ανατολικής Ελλάδος, που συγκροτήθηκε υπό τις οδηγίες του Θεόδωρου Νέγρη έξι μέρες αργότερα στα Σάλωνα.

Σε γενικές γραμμές, τα προαναφερθέντα τοπικά πολιτεύματα αποτέλεσαν τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες εθνικής αυτοδιάθεσης και πολιτικής αυθυπαρξίας, περιλαμβάνοντας στο καταστατικό τους άρθρα που αφορούσαν ζητήματα εκλογής των τοπικών αρχόντων. Εντούτοις, ο τοπικιστικός τους χαρακτήρας δεν ωφελούσε σε καμία περίπτωση τον Αγώνα, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, διότι η απουσία μιας κεντρικής αρχής καθιστούσε ανέφικτο τον συντονισμένο στρατιωτικό σχεδιασμό, ενώ απέτρεπε παράλληλα την ενιαία πολιτική οργάνωση ενός κράτους που πιθανόν να κατάφερνε να καθησυχάσει τις ανησυχίες της Ιεράς Συμμαχίας για το είδος των διεκδικήσεών του. Καθώς λοιπόν ο χρόνος πίεζε, παλαιός και νέος πολιτικός κόσμος συναντήθηκαν τον Δεκέμβρη στο Άργος κι από εκεί στην Πιάδα (Νέα Επίδαυρος) για να συγκαλέσουν την Α’ Εθνοσυνέλευση και να ψηφίσουν την 1η Ιανουαρίου 1822 το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα, το οποίο ονομάστηκε «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος».

Η ονομασία αυτή δεν ήταν καθόλου τυχαία, αφού εξυπηρετούσε διπλωματικά το μέλλον του Αγώνα. Η επιτροπή που το συνέταξε, δίπλα στην οποία παρευρίσκονταν ο σεσημασμένος καρμπονάρος Βιντσέντζο Γκαλίνα και ο ριζοσπάστης φιλελεύθερος, Αναστάσιος Πολυζωίδης, το επέλεξε συνειδητά και με σκοπό να παρουσιάσει τις πολιτικές προθέσεις των εξεγερμένων Ελλήνων, ούτως ώστε να «εγκριθεί» ο Αγώνας από την Ιερά Συμμαχία και να διασφαλιστεί η συνέχισή του έως την τελική απελευθέρωση. Επιπλέον, τόσο ο Νέγρης, όσο και ο Μαυροκορδάτος που επεξεργάστηκαν το συνταγματικό κείμενο, κατανοούσαν πως ο πολυδιάστατος χαρακτήρας της εξουσίας που χρειαζόταν να θεσπιστεί για να συγκλίνουν οι πολιτικές δυνάμεις του ελλαδικού χώρου, δεν ήταν ευνοϊκός για τη δημιουργία ενός ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους. Έτσι, με τη συνέχιση της λειτουργίας των τριών τοπικών Διοικήσεων συγχρόνως με τη Γενική Διοίκηση, δημιουργήθηκε μία οιονεί ομοσπονδιακή διακυβέρνηση, που αφενός, για την εποχή εκείνη, θέσπισε ένα από τα πιο φιλελεύθερα και δημοκρατικά συντάγματα, αφετέρου η εφαρμογή του πρόσκοψε στα θεσμικά αδιέξοδα που προκαλούσαν οι παραδοσιακές τακτικές διατήρησης και εξασφάλισης της εξουσίας.

Πιο αναλυτικά, στην Εθνοσυνέλευση συμμετείχαν 59 «παραστάτες» πληρεξούσιοι που εκπροσωπούσαν το Έθνος, ανάμεσα στους οποίους ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ορίστηκε να την προεδρεύσει, με γραμματείς τους Δημήτριο Τομαρόπουλο και Γεώργιο Σταυρίδη. Ο τρόπος εκλογής των «παραστατών» δεν ήταν ιδιαιτέρως αντιπροσωπευτικός του ελληνικού λαού, όπως αρχικά διακήρυξε στην Προκήρυξη της 6ης Οκτωβρίου 1821, ο Δημήτριος Υψηλάντης, καλώντας τους άρρενες ενηλίκους όλων των κοινωνικών στρωμάτων να ψηφίσουν. Η εκλογή των μελών πραγματοποιήθηκε με έμμεσο τρόπο, ενώ περιορίστηκε στους ευυπόλυπτους κατοίκους της επαναστατημένης Ελλάδας, δηλαδή στις κοινωνικές ομάδες των γαιοκτημόνων, των πλοιοκτητών, των διανοουμένων, των στρατιωτικών αρχηγών, των μεγαλεμπόρων και του ανώτατου κλήρου, διαμορφώνοντας και μία άνιση γεωγραφική εκπροσώπηση των απελευθερωμένων περιοχών. Επιπλέον, οι διανοούμενοι είχαν σχηματίσει με τους πρόκριτους έναν άτυπο συνασπισμό, αποκλείοντας τους Στρατιωτικούς από τη συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις της Α΄ Εθνοσυνέλευσης και τις θέσεις εξουσίας. Όμως, τα πολιτικά παιχνίδια, οι πλάγιες τακτικές, τα θεσμικά αναχώματα και οι πρακτικές εδραίωσης στην εξουσία σε ένα κράτος που μόλις γεννιόταν, ήταν λίγο πολύ αναμενόμενα αν και καθόλου επιθυμητά και αρκετά κατακριτέα. Εκείνο που συνιστά την πραγματική έκπληξη και είναι άξιο θαυμασμού για τον πρωτοποριακό του χαρακτήρα και τη θεμελίωση των νεωτερικών ιδεών είναι το συνταγματικό κείμενο που ενέκρινε η Εθνοσυνέλευση.

ΘΕΜΑ 1 3

Με πρότυπο το αμερικανικό σύνταγμα του 1787 και τα γαλλικά επαναστατικά συντάγματα του 1793 και 1795, το ελληνικό Σύνταγμα αποτελούμενο από 110 σύντομες παραγράφους που χωρίζονταν σε «τίτλους» και «τμήματα», θεμελίωνε την αρχή της αντιπροσώπευσης, προέβλεπε τη σαφή διάκριση των τριών εξουσιών και όριζε την αρχή της ισότητας απέναντι στο νόμο («Όλοι οι Έλληνες εισίν όμοιοι ενώπιον των νόμων άνευ τίνος εξαιρέσεως ή βαθμού, ή κλάσεως, ή αξιώματος»). Μάλιστα, η καθολικότητα της ισχύος του νόμου στο νέο ανεξάρτητο κράτος στηρίχθηκε στο φυσικό δίκαιο, με βάση το οποίο υπάρχουν απαράβατα δικαιώματα των ανθρώπων που κανείς δεν μπορεί να καταπατήσει. Ο βαθμός της δημοκρατικότητας και του φιλελεύθερου προσανατολισμού του συντάγματος είναι επίσης ενδεικτικός στην απουσία διάκρισης ανάμεσα σε αυτόχθονες ή ετερόχθονες, καθώς προβλεπόταν νόμος πολιτογράφησης για όσους επιθυμούσαν να ενταχθούν στο ελληνικό κράτος («η Διοίκησις θέλει φροντίσει να εκδώση προσεχώς νόμον περί πολιτογραφήσεως των ξένων, όσοι έχουσι την επιθυμίαν να γίνωσιν Έλληνες», ενώ εξασφάλιζε την ανοχή απέναντι σε οποιοδήποτε άλλο θρήσκευμα (…ανέχεται όμως η Διοίκησης της Ελλάδος πάσαν άλλην θρησκείαν και αι τελεταί και ιεροπραγίαι έκαστης αυτών εκτελούνται ακολύτως») πέραν της «Ανατολικής Ορθόδοξου του Χριστού Εκκλησίας», που θεσπίστηκε ως η επικρατούσα κρατική θρησκεία.
Γύρω από τον πυρήνα της φιλελεύθερης πολιτικής σκέψης εγκρίθηκαν και τα υπόλοιπα άρθρα που αφορούσαν την προστασία της ιδιοκτησίας, της τιμής και της ασφάλειας των Ελλήνων, την ισότητα στη φορολογία με την αρχή της νομιμότητας του φόρου, την απαγόρευσης της σύλληψης και της ποινής της δέσμευσης, χωρίς δικαστικό ένταλμα και την κατάργηση των βασανιστηρίων. Επί προσθέτως, η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εξασφάλιση της ισότητας και της ατομικής ελευθερίας, δύο αξίες που λειτουργούσαν ως άξονες νομοθέτησης, εξοβέλισαν το καθεστώς της δουλείας από το νέο ελληνικό κράτος, όταν ακόμη αυτό συνιστούσε κανονικότητα σε πολλά δυτικά κράτη.

Ακόμη, με το Σύνταγμα της Επιδαύρου καθιερώθηκε ο τρόπος οργάνωσης της εξουσίας μέσα από τη συγκρότηση δύο συλλογικών οργάνων με ενιαύσια θητεία, του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού, τα οποία αποτελούσαν τη Διοίκηση και αναλάμβαναν τη νομοθετική παραγωγή, καθώς και το ενδεκαμελές Δικαστικό σώμα, που λειτουργούσε ανεξάρτητα από τα άλλα δύο. Ο τρόπος εκλογής και ο αριθμός των βουλευτών δε διευκρινιζόταν, παρά μόνο ότι έπρεπε να είναι Έλληνες άνδρες των τριάντα ετών και άνω και να εκπροσωπούν γεωγραφικά όλες τις ελληνικές περιοχές. Τα μέλη του Βουλευτικού υποχρεούνταν να αναλάβουν, πέραν των άλλων, την έγκριση του ετήσιου κρατικού απολογισμού και προϋπολογισμού, την εξέταση των προαγωγών των στρατιωτικών και των αμοιβών τους που ρυθμίζονταν από το Εκτελεστικό, ενώ είχαν το χρέος να εμποδίσουν οποιαδήποτε πολιτική συμφωνία του Εκτελεστικού έθετε σε κίνδυνο το Έθνος.

Το Εκτελεστικό από την άλλη, απαρτιζόμενο από 5 μέλη, αναλάμβανε το διορισμό των υπουργών της κυβέρνησης στα 8 υπουργεία που είχαν δημιουργηθεί, των πρέσβεων και των διπλωματών στις ξένες αυλές, ενώ ανάμεσα στις διάφορες αρμοδιότητές του ήταν και η απόφαση της λήψης δανείων με τη συγκατάθεση του Βουλευτικού. Έτσι, μετά τη λήξη της Α΄ Εθνοσυνέλευσης στις 16 Ιανουαρίου 1822, την πρώτη ελληνική κυβέρνηση στελέχωναν ο Θεόδωρος Νέγρης στο υπουργείο Εξωτερικών, εκτελώντας παράλληλα χρέη αρχιγραμματέα της Επικρατείας (σημερινός πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου), ο Ιωάννης Κωλέττης στο Εσωτερικών, ο Πανούτσος Νοταράς στο υπουργείο της Οικονομίας, ο Νότης Μπότσαρης στο υπουργείο Πολέμου, μία τριμελής επιτροπή από την Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά στο υπουργείο του Ναυτικού, ο Θεόδωρος Βλάσιος στο υπουργείο Δικαίου, ο επίσκοπος Ανδρούσης, Ιωσήφ στο υπουργείο των Θρησκευτικών και ο Λάμπρος Νάκος στο υπουργείο της Αστυνομίας. Επιπλέον, ως προσωρινή διοικητική πρωτεύουσα του κράτους ορίστηκε η Κόρινθος, ενώ καθορίστηκαν και τα εθνικά σύμβολα της σημαίας με το γαλανό και το λευκό χρώμα, και των κρατικών σφραγίδων με την Αθηνά.

Τέλος, ακόμη και αν η διάρκεια του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος» ήταν σύντομη, το Σύνταγμα της Επιδαύρου έδωσε τις βάσεις για τα επόμενα συντάγματα του Αγώνα, αλλά κι εκείνα του νέου ελληνικού κράτους, θεμελιώνοντας την ανεξαρτησία του στις αξίες του κοινοβουλευτισμού, της ισότητας απέναντι στο νόμο και της ελευθερίας, τα οποία το καθιστούν διεθνώς πρωτοπόρο και ριζοσπαστικό για την εποχή του. Στο κείμενό του ενσαρκώνονταν οι ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης και κατοχυρώνονταν θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου που οδήγησαν σταδιακά στη συγκρότηση των φιλελεύθερων δημοκρατικών πολιτευμάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αξίας του συνιστούν και οι ποικίλες μεταφράσεις που γνώρισε την τριετία 1823-1825 σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως στα γαλλικά, στα γερμανικά, στα αγγλικά, στα ιταλικά και τα ρωσικά, μετατρέποντάς το κατά κάποιον τρόπο και ως σύμβολο αντίστασης στις απόλυτες μοναρχίες που επανεδραιώνονταν μετά το τέλος της Ναπολεόντειας αυτοκρατορίας.

Βιβλιογραφία:

 Αρχεία της Ελληνικής Παλιγεννεσίας (1971), τόμος 3ος: Εθνικές Συνελεύσεις: Α΄ εν Επιδαύρω 1821-1822, Β΄ εν ΄Αστρει 1823, Γ΄ εν Επιδαύρω 1826, Γ΄ κατ΄επανάληψη εν Ερμιόνη και Τροιζήνι 1827, εκδόσεις της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα. https://paligenesia.parliament.gr/periexomena.php?tm=3
 Αλιβιζάτος, Ν.Κ. (1981), Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, 1821-1941 (Τ.Α’), Σημειώσεις Πανεπιστημιακών Παραδόσεων, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή.
 Διαμαντούρος, Ν.Π. (2002), Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα.
 Μάνεσης, Α. (1980), Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη.
 Μάνεσης, Α.Ι. (1987), Η Φιλελεύθερη και Δημοκρατική Ιδεολογία της Εθνικής Επανάστασης του 1821, Πανηγυρικός Λόγος της 25ης Μαρτίου 1983, Ανάτυπο από τον 27ο Τόμο «Επίσημοι Λόγοι» Περιόδου από 1-9-1982 έως 18-5-1983, Πρυτανεία Σπ. Μουλόπουλου, Αθήνα.
 Πιζάνιας, Π. (επιμ.) Η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ένα Ευρωπαϊκό Γεγονός, Κέδρος, Αθήνα.
 Σβώλος, Α.(1934), «Συνταγματικόν Δίκαιον», τόμος Α΄, Αθήνα – παρατίθεται στο «Τα Συντάγματα του Αγώνα» (2014) , ένθετο της εφημερίδας «Αυγή»

Πηγή: greece2021.gr

Facebook Comments Box

Απάντηση