Τί γνωρίζουμε ως ύπαρξη Εκκλησιαστική, ή τι έχουμε συνηθίσει ως τώρα στη νοηματοδότηση αυτής της επισκοπικής «ύπαρξης»; Αναρωτηθήκαμε με ποία κριτήρια και από ποιόν βγαίνει η ετοιμηγορία «ανύπαρκτος»;
Από την ημέρα της εκλογής του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου – είδαμε την γλώσσα του σώματός του: Τόσο τα χέρια όσο και οι λιγοστές κινήσεις κατέληγαν εκεί που παίζεται το στοίχημα: Στο μέρος της καρδιάς. Το σώμα πάντα λέει την αλήθεια. Οι κινήσεις του δεν ήταν βερμπαλιστικές. Διότι η Εκκλησία με τη ρηματική σιγή μιλά. Εκεί όποιος ξέρει δεν μιλάει και όποιος μιλάει δεν ξέρει». Και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δεν έχει μάθει αλλά έχει πάθει τα κατά Θεόν. Μιλά χωρίς πολλά μαλάματα και αυτό τον κάνει ανύπαρκτο στους κενούς θορύβους και στους βροντερούς λαϊκισμούς.
Η σιωπή του δεν είναι παραίτηση αλλά θέση, παραίνεση, ικανή να εμπνέει το φιλότιμο, να ξυπνά την ταπείνωση. Η σιωπή του αχρηστεύει τα πολλά κενά λόγια και δίνει προτεραιότητα στον Λόγο. Η σιωπή που μιλά με αυτό που σημαίνει και είναι, δίχως να νοιάζεται για τον απόηχο της αντιπαροχής και οικοδομεί παρήγορα. Μέσα στην ηχορύπανση η Ιερωνυμική φωνή, είναι ο τρόπος της Εκκλησίας, που απευθύνεται στην καρδιά της κοινωνίας. Προτείνει ένα τρόπο ύπαρξης: «Να αγαπάτε τους ανθρώπους, να τους περιθάλπετε με αγάπη». Τελικά όταν μιλά ακούγεται ο Λόγος Του, και όταν σιωπά, Εκείνος πάλι ακούγεται. Η αλήθεια είναι πως η σιωπή του πολλές φορές παρερμηνεύεται είτε επιπόλαια, είτε σκόπιμα κάτι που δεν θα έπρεπε τουλάχιστον από Χριστιανούς που είναι ταγμένοι να ενώνουν, να μεταμορφώνουν και όχι να παραμορφώνουν.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ποτέ δεν είχε ως στόχο να αναπτύξει την ψυχολογία του «νικητή»: Ούτε ακόμα και στην εκλογή του ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Όχι μόνο γιατί στην Εκκλησία δεν υπάρχουν «ηττημένοι», αλλά διότι είπε όχι από την αρχή στους διαχωρισμούς, στα «πείσματα και στα σχίσματα», στη σωματειακή δομή της Εκκλησίας και στις οργανώσεις, όχι σε μια εκκλησία τεχνοκρατική, σε μια εκκλησία που ποινικοποιεί, και στιγματίζει Λέει ο ίδιος : «…ποτέ η Εκκλησία δεν είναι αστυφύλακας, ποτέ δεν βγαίνει περιπολία να ψάχνει να δει τι συμβαίνει γύρω[1]».
Από την αρχή ήταν ανύπαρκτος σε μια συντονισμένη στράτευση ως σταυροφορία[2], σε μια «στρατευμένη τέχνη»[3], ήσυχος μα καθόλου εφησυχασμένος δεν συνταγολογεί. Ξέρει να προσκαλεί αλλά και να περιμένει. Ανύπαρκτος στο «φαίνεσθαι», στην «κρούστα» και στην επιφάνεια της ζωής. Ανύπαρκτος στην εικόνα ενός δυνάστη που θέλει να αγιοποιηθεί από το αξίωμά του, που θέλει να επιβάλλει μια θρησκευτική δύναμη επί του ανθρώπου με αυθεντία και κύρος. Ταπεινά επαληθεύει την ανθρώπινη αδυναμία του, μέσα στην Σύναξη των ταπεινών, που προσπίπτει στο Θεό.
Ανύπαρκτος ως «ασύνειδος ηθοποιός» της εικονικής πραγματικότητας της ψεύδο – εκκλησίας. Για τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο η Εκκλησία δεν «ήταν αφετηρία για κάτι άλλο.. αλλά ο τελικός προορισμός[4]». Ανύπαρκτος στην καύχηση ενός ένδοξου και χαρισάμενου παρελθόντος, έχει ποιμαντική έγνοια για το σήμερα, αναφέροντας σε ένα κήρυγμά του «Αν η Παράδοση δεν μεταφράζεται σε ζωντανό χρήμα που θα ντύσει με αγάπη τον γυμνιτεύοντα άνθρωπο, τότε είναι μουσείο κάποιας εποχής που αφορά λίγους και όχι ζωντανή ζωή που δεν έχει άλματα και κενά»
Δεν είναι απόλυτος: «ότι καταντάει απόλυτο γίνεται αίρεση…» λέει. Ανύπαρκτος ως αντιπρόσωπος του Χριστού, ως τέρμα, υπάρχει ως δείκτης του τέρματος, και αυτό δηλώνει την αυτογνωσία του και την ευθύνη: «Δεν είμαστε αντιπρόσωποι του Θεού αλλά των ανθρώπων…» αναφέρει πατρικά προς χειροτονούμενο, ενώ αλλού τονίζει σε συνέντευξη του : «Η Εκκλησία αγαπάει όλους τους ανθρώπους – και μη Χριστιανούς και μαύρους και άσπρους και δεν χρειάζεται προστάτες» είχε πει χαρακτηριστικά ο Αρχιεπίσκοπος αποκηρρύσοντας την «προστασία» σε ακροδεξιά – φασιστικά μορφώματα που κινούνταν τότε κοντά σε διάφορους «θρησκευτικούς» κύκλους – κατά την επίσκεψή του στο Ιατρείο Κοινωνικής Αποστολής λόγια που δεν προκαλούσαν πάντα ικανοποίηση αλλά και πολλές αντιδράσεις.
Εμπνέοντας την ίδια την κοινωνία να απορρίψει και να γυρίσει την πλάτη σε ακροδεξιά μορφώματα. Δεν αντικαθιστά το Χριστό, αλλά αφήνει σε Εκείνον να κάνει τα περισσότερα. Ανύπαρκτος στους μεγαλόστομους μονολόγους με ξύλινη γλώσσα, στους δημαγωγικούς φιλιππικούς, μιλάει «με του λαού το στόμα», γνωρίζει ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να προσεγγίσει το νου και την καρδιά του ανθρώπου, από τον δρόμο της Ελευθερίας και τον τον τρόπο της Αγάπης.
Η 12ετής περίοδος Αρχιεπισκοπείας του, που διήλθε δεν ήταν καθόλου ανέφελη: Έδωσε και δίνει μάχες σε πολλά επίπεδα και δύσκολες, όπως η οικονομική κρίση, το προσφυγικό, η ανάδυση ακροδεξιών δυνάμεων, οι κοινωνικές ανισότητες, οι εναλλαγές κυβερνήσεων, δοκιμασία της «πυρκαγιάς» της πανδημίας, αλλά η ψυχή του πιο βαθιά, η καρδιά του πιο μεγάλη και εκείνος πάντα ενσαρκωτής της υπομονής και της πίστης του Σώματος που ζει, εκείνος ανύσταχτος εν πάσι, με την πύρινη ζέση της Αγάπης ανάβει εστίες στις καρδιές και πυρπολεί τα σπλάχνα, μειλίχια σπείρει το Λόγο που καθαγιάζει την Αποστολή… κρατά το καντήλι ταμάτων ιερών αναμμένο, μιας άλλης ευκλεούς Ελλάδας τώρα που όλα είναι πιο δύσκολα.
Κοντά στον κόσμο με το βάθος της σκέψης του, με την ευαισθησία της καρδιάς του όχι ως υπεράνθρωπος αλλά ως «συμπαθών φιλάνθρωπος». Ανύπαρκτος σε κάτι το εξωτερικό και εξω – επιβαλλόμενο για τον άνθρωπο, όχι μόνο δεν πολεμά αλλά σέβεται την όποια αντίθετη γνώμη και υπερασπίζεται το δικαίωμα της να υπάρχει. Προφητικός, τίθεται κατά του φόβου, της πνευματικής εξουσίας, κατά των σχισμάτων και των πεισμάτων. Ανύπαρκτος στα συνθήματα, στους μεγαλόφωνους λαϊκισμούς, στην πολιτική ανάμειξη. Κρατάει το αρχιερατικό του φρόνημα ανόθευτο από μια φτηνή πατριδολογία[5], αφού δεν την έχει ανάγκη.
Στην Α΄ Ιερατική σύναξη από της εκλογής του έλεγε : «Θέλω συνοδοιπόρους και συνεργάτες, όχι κόλακες…». Συνέχισε λέγοντας : «Σε κάθε περίπτωση αυτό που δεν είναι Εκκλησία είναι να φορέσουμε τα ρούχα την Κυριακή, εγώ τη μίτρα, να δώσουμε και μια ωραία συνέντευξη…πρώτα ο αρχιεπίσκοπος και μετά οι ιερείς, πιο απλή ζωή». Εγκαινιάζονται υπερσύγχρονα κέντρα γεροντολογίας που δεν παραπέμπουν σε ιδρυματικούς χώρους, ιδρύονται νέοι φορείς πολιτισμού μουσικής – ωδείο ως ανάχωμα στην κρίση, κέντρα για άτομα με σύνδρομο «down», ανακαινίζονται βρεφονηπιακοί σταθμοί, νέα ενοριακά κέντρα σίτισης, ενώ τα σισσίτια λειτουργούν εντατικά. Δείχνει «έργοις» την ευαισθησία του για τη διακονία της ηλικίας της νεότητας, δίδοντας υποτροφίες και βοηθήματα σε φοιτητές και φοιτήτριες που έχουν ανάγκη αλλά παράλληλα εργάζονται σκληρά και σπουδάζουν παράλληλα.
Ανύπαρκτος σε ένα κακέκτυπο – Εκκλησίας παραμορφωμένης – που βαυκαλίζεται με περασμένα μεγαλεία, στο κυνήγι της προβολής των μέσων μαζικής ενημέρωσης, θέλει πρόσωπα πέρα από τη μάζα. Είναι καλός γνώστης των ορίων στη «διαφήμιση» της πίστης. Όταν λέει στον ενθρονιστήριο λόγο του ότι «θα είμαι διάφανος», αφού «ζει εν εμοί Χριστός», το εννοεί : Ο «ανύπαρκτος» Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, κανένα δεν στιγμάτισε, κανένα δεν σταύρωσε, αντιθέτως άντεξε τόσες ανυπαρξίες που παραπέμπουν σε μια Ύπαρξη, σε μια πορεία, αθόρυβα διακονική, αδιάκοπα Σταυρωμένη και Αναστάσιμη.
Ο σημαντικός Λευτέρης Παπαδόπουλος ανέφερε λίγο μετά την εκλογή: «…Κάτι έχει αλλάξει στην Εκκλησία…κάτι μαλακό σα λαδάκι άρχισε να κυλάει και μια ταπείνωση να ρίχνει το βλέμμα της χαμηλά…». Είναι η αξιοπρέπεια της ταπείνωσης που πάσχει για τους ανθρώπους, χωρίς να αποζητά την ανθρώπινη επιβεβαίωσή τους. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος είναι έτσι και αλλιώς ένας αντισυμβατικός ιεράρχης. Όχι για να κάνει τη διαφορά. Απλά διότι έχει εκκλησιαστικά κριτήρια. Η κοσμική απουσία του ως μοναχική παρουσία, δίδει διακριτικά στον άλλο τη δυνατότητα να αναπνεύσει καθαρό αέρα, να σταθεί στα πόδια του, δίδει ένα άλλο άρωμα και έλκεσαι από Αυτόν, σε οδηγεί στην προσωπική σου ελευθερία, στην πραγμάτωση της μοίρας σου. Η «κεκρυμμένη» του δύναμη δεν επιβάλλεται, το «όχι» του στα φώτα της δημοσιότητας, σε μια εικόνα, σε μια ιδέα, σε μια υπερβολή, παραπέμπουν στο «ναι» του μέτρου της όντως Ζωής της Εκκλησίας. Και αυτό τον κάνει τίμιο με τα ανθρώπινα και συνεπή με το Θεό. Έτη πολλά Μακαριώτατε.
[1] Εφημερίδα Free Sunday, 22/6/2008, σ. 24.
[2] Συνέντευξη Αρχιεπισκόπου, Εφημερίδα Free Sunday, σ. 24.
[3] Ενθρονιστήριος λόγος: «Δεν σας καλώ να κατασκευάσετε στρατευμένη χριστιανική τέχνη. Σας προσκαλώ να ξανα-ανακαλύψουμε μαζί τους χυμούς που έθρεψαν τις ψυχές των προγόνων μας και γέννησαν τον πολιτισμό που κληρονομήσαμε».
[4] Εφημερίδα Free Sunday, 22/6/2008, σ. 24.
[5] Δηλώνει στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 23/11/2008 : «Αγαπώ τόσο την πατρίδα μου που ευχαρίστως θα έδινα και τη ζωή μου. Αλλά με έχει κουράσει, με έχει απογοητεύσει η πατριδολαγνεία και η εθνοκαπηλία[5]. Γνώρισα τέτοιους ανθρώπους πολλούς, οι οπίοι χρησιμοποιούν την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια ως σύνθημα…».
* Πανοσιολ. Αρχιμ. Τιμοθέου Γεωργίου, Εφημερίου Ι. Ν. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαροκόπου Καλλιθέας στο Arxon.gr