Τόπος συνάντησης διαφορετικών πολιτισμών ανά τους αιώνες, σύμβολο αποκλεισμού και ανθρώπινου πόνου, αλλά και μοναδικό παράδειγμα πείσματος και αποφασιστικότητας για ζωή και προκοπή. Η Σπιναλόγκα είναι ένας τόπος που κατέχει μια ξεχωριστή θέση όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στην παγκόσμια ιστορία. Το αίτημα για αναγνώριση από την Unesco ως Μνημείου Παγκόσμιας Κληρονομιάς βρίσκει την απόλυτη συμπαράσταση της Επιτροπής «Ελλάδα 2021».
«19 Ιουνίου 1957. Η τελευταία [άρρωστη] των λεπρών ημέρα Τετάρτη». Σε αυτές τις δέκα λέξεις, τις οποίες έγραψε αχνά πάνω στην πόρτα του πάλαι ποτέ φαρμακείου με τη βοήθεια ενός κακοξυσμένου μολυβιού, η τελευταία κάτοικος της Σπιναλόγκας κατάφερε να χωρέσει μια ιστορία ανείπωτου πόνου. Μια ιστορία κοινωνικού αποκλεισμού, απομόνωσης και προκατάληψης που κράτησε για περισσότερα από 50 χρόνια. Οικογένειες χωρίστηκαν με βία σε μια στιγμή, αγαπημένοι χάθηκαν για πάντα, άνθρωποι καταδικάστηκαν σε μια ιδιότυπη φυλακή για να σώσουν τον πλησίον τους. Ψυχές βίωσαν ζωντανές μια «κάθοδο στον Άδη»…

Κι όμως η Σπιναλόγκα δεν είναι απλώς ένα ακόμη σύμβολο της ανθρώπινης δυστυχίας. Είναι μια μοναδική εκδήλωση σπουδαίων και πανανθρώπινων αξιών οι οποίες σήμερα, στους καιρούς της πανδημίας, μοιάζουν πιο επίκαιρες από ποτέ. Η αγάπη για την ελευθερία, το πείσμα για τη ζωή, η ανθεκτικότητα και η έμπρακτη πίστη ότι ο άνθρωπος, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, μπορεί και πρέπει να ανυψώνεται πάνω από την συνθήκη της απλής διαβίωσης και να επιδιώκει συλλογικά το ευ ζην.
“Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη: «Υποχρέωση της Επιτροπής είναι να προβάλουμε την ιστορία μας, ό,τι ιερό έχει συμβεί αυτά τα 200 χρόνια, και να μιλήσουμε για τις αξίες που μας κληροδότησε αυτή η πορεία, ξεκινώντας από 1821. Αυτές τις αξίες συναντάμε στη Σπιναλόγκα. Την αγάπη για την ελευθερία, την αγάπη για τη ζωή, την ανθεκτικότητα, τη γενναιότητα, τη αντοχή που έδειξαν όλοι οι άνθρωποι που βρέθηκαν κάποτε εδώ».
Στον αυτόν τον μικρό και άγονο βράχο κατοίκησαν στο πέρασμα των αιώνων άνθρωποι με πολύ διαφορετικά κοινωνικά, πολιτισμικά και εθνοτικά χαρακτηριστικά. Από τον 16ο έως τον 20ο αιώνα, η Σπιναλόγκα άλλαξε τρεις φορές πληθυσμιακή σύνθεση. Υπήρξε βενετικό φρούριο από το 1579 ως το 1715, οθωμανικό φρούριο και οικισμός από το 1715 ως το 1898 και λεπροκομείο από το 1904 ως το 1957. Τα υλικά κατάλοιπα αυτής της ανθρώπινης δραστηριότητας στο χώρο έχουν συνθέσει ένα μοναδικό μνημειακό παλίμψηστο, όπου συνυπάρχουν τα λαμπρά δημιουργήματα της βενετικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής του 16ου αιώνα, τα γοητευτικά ερείπια ενός οθωμανικού οικισμού του 18ου και 19ου αιώνα και τα κτίρια του 20ού αιώνα. Η Σπιναλόγκα δέχεται κάθε χρόνο περίπου 380.000 επισκέπτες. Κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο αποβιβάζονται στη βραχονησίδα περισσότεροι από 4.000 επισκέπτες ημερησίως, γεγονός που καθιστά τη Σπιναλόγκα τον δεύτερο σε επισκεψιμότητα αρχαιολογικό χώρο στην Κρήτη μετά την Κνωσσό.
Η Σπιναλόγκα και τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση
Η αναμνημόνευση του αγώνα των ασθενών της Σπιναλόγκας για ισονομία, για αξιοπρέπεια, για δικαιώματα, για αξίες τις οποίες οι Έλληνες υπερασπίστηκαν πολλές φορές στην ιστοριά τους, αλλά και η ανάδειξη της οικουμενικής διάστασης της νησίδας στην οποία συναντήθηκαν τόσοι διαφορετικοί πολιτισμοί, αποτελεί ένα ξεχωριστό καθήκον της Επιτροπής «Ελλάδα 2021», στο πλαίσιο της επετείου των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.
«Η Επιτροπή “Ελλάδα 2021”, με επίγνωση του ρόλου που έχει να αναδείξει την μοναδική ιστορία της χώρας μας, βρίσκεται σήμερα εδώ με σεβασμό και με συγκίνηση» ανέφερε κατά την επίσκεψή της στο νησί, στις 9 Ιουλίου 2020, η Πρόεδρος της Επιτροπής “Ελλάδα 2021” Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη. Δεσμεύθηκε μάλιστα ότι τόσο η ίδια όσο και η Επιτροπή θα υποστηρίξουν με όλες τους τις δυνάμεις τον φάκελο υποψηφιότητας που έχει κατατεθεί στην Unesco προκειμένου η Σπιναλόγκα να ανακηρυχθεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
«Η Σπιναλόγκα είναι ένα οικουμενικό μνημείο. Θα με ρωτήσετε πώς σχετίζεται αυτό με την δουλειά της Επιτροπής; Υποχρέωση της Επιτροπής είναι να προβάλουμε την ιστορία μας, ό,τι ιερό έχει συμβεί αυτά τα 200 χρόνια, και να μιλήσουμε για τις αξίες που μας κληροδότησε αυτή η πορεία, ξεκινώντας από 1821. Αυτές τις αξίες συναντάμε στη Σπιναλόγκα. Την αγάπη για την ελευθερία, την αγάπη για τη ζωή, την ανθεκτικότητα, τη γενναιότητα, τη αντοχή που έδειξαν όλοι οι άνθρωποι που βρέθηκαν κάποτε εδώ. Αυτά πρέπει να αναδειχθούν μέσα από την ανακήρυξη της Σπιναλόγκας ως Μνημείου Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco. Για να προβληθεί αυτός ο τόπος και εμείς να είμαστε υπερήφανοι που, με την ευκαιρία της επετείου των 200 χρόνων από την Επανάσταση, κάναμε κάτι που θα μείνει ως παρακαταθήκη για το μέλλον» ανέφερε.
Ιστορίες από το νησί
Ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης ήταν μόλις 21 χρονών όταν συνελήφθη από τις αρχές στην Αθήνα. Τα σημάδια της λέπρας είχαν πλέον αρχίσει να γίνονται εμφανή στο σώμα του. Τριτοετής φοιτητής Νομικής το 1936, ένιωσε τη ζωή του να σταματά πριν καν προλάβει να κάνει τα πρώτα δειλά όνειρα για το μέλλον του. Λίγους μήνες μετά, ζήτησε ο ίδιος να μεταφερθεί στη Σπιναλόγκα όπου βρισκόταν η αδελφή του, επίσης χτυπημένη από τη νόσο του Χάνσεν. Άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό και οραματιστής, δεν το έβαλε όμως ποτέ κάτω.
Στα 20 χρόνια που παρέμεινε στη Σπιναλόγκα, η βούλησή του να ζήσει κατάφερε να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τους κατοίκους του νησιού να διεκδικήσουν και εκείνοι με τη σειρά τους καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Μέσα από τη σύσταση της «Αδελφότητας Ασθενών Σπιναλόγκας», οι χανσενικοί άρχισαν να πιστεύουν ξανά στις δυνάμεις τους. Ασβέστωσαν τα σπίτια τους, άρχισαν να καθαρίζουν τους δρόμους, δημιούργησαν θέατρο, κινηματογράφο, υπηρεσίες καθαριότητας και ηλεκτροδότησαν τους δρόμους. Η φρίκη έδωσε τη θέση της στην αλληλεγγύη, την αμοιβαία φροντίδα και την αυτοπεποίθηση της συλλογικής διεκδίκησης. «Αφού η ζωή μου είναι χαμένη, θα τη δώσω όλη για να πολεμώ για τους λεπρούς της Σπιναλόγκας» είχε πει κάποτε ο Ρεμουντάκης στον γαλλο-ελβετό φιλέλληνα αρχιτέκτονα και εθνολόγο Maurice Born, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με τη μελέτη της ιστορίας της Σπιναλόγκας. Ο Born έφυγε δυστυχώς πρόσφατα από τη ζωή πριν προλάβει να δει το εμβληματικό του βιβλίο με τίτλο «Vies et morts d’un Crétois lépreux» («Ζωές και θάνατοι ενός Κρητικού λεπρού») μεταφρασμένο στα ελληνικά.
Πολλοί ήταν εκείνοι που, όπως και ο ίδιος ο Ρεμουντάκης, παντρεύτηκαν στο νησί και έκαναν οικογένεια. Πολλά ήταν και τα παιδιά που γεννήθηκαν στη Σπιναλόγκα και δεν νόσησαν ποτέ. Έφυγαν το 1957 και ωστόσο κάποια στιγμή ένιωσαν την ανάγκη να επιστρέψουν. Υπάρχουν εκατοντάδες ιστορίες, μικρές και μεγάλες, ανθρώπων που γύρισαν. Μια από αυτές διηγήθηκε η αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λασιθίου κ. Γεωργία Μοσχόβη. Ενώ βρισκόταν μαζί με κάποιους συναδέλφους της σε ένα κτίριο του νησιού, μπήκε ξαφνικά μέσα στο χώρο μια κυρία, αποπνέοντας μια κάπως ακατανόητη «οικειότητα» και μια αδικαιολόγητη «άνεση». Όταν ρωτήθηκε από τους παριστάμενους για τους λόγους της επίσκεψής της, η απάντηση ήταν πράγματι αφοπλιστική: «Εγώ ήρθα στο σπίτι μου». Είχε φύγει από το νησί σε ηλικία 20 χρονών.
Αλλά και η τέχνη άρχισε δειλά-δειλά να συνδέει και να συνδέεται με το δράμα και τον αγώνα των κατοίκων του νησιού. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η πρώτη γυναίκα του Νίκου Καζαντζάκη, ήταν επίσης η πρώτη συγγραφέας που χρησιμοποίησε τη Σπιναλόγκα ως τόπο εξέλιξης της αφηγηματικής πλοκής ενός βιβλίου. Το 1914, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη, δημοσίευσε τη νουβέλα «Άρρωστη Πολιτεία», περιγράφοντας τη ζωή των ανθρώπων στο σκληρό καθεστώς της απομόνωσης. Ακολούθησε το έργο του Θέμου Κορνάρου, ωστόσο το βιβλιο της Βικτόρια Χίσλοπ ήταν εκείνο που άλλαξε την πρόσληψη της Σπιναλόγκας στην λαϊκή κουλτούρα. Η βρετανίδα συγγραφέας, μέσα από την αφήγηση μιας ιστορίας αγάπης που διαδραματιζόταν στη Σπιναλόγκα, κατάφερε να μεταδώσει ένα αίσθημα ενσυναίσθησης για όσα συνέβησαν σε εκείνο τον τόπο.
Σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, η τέχνη φαίνεται πως αποτέλεσε ένα είδος παρηγοριάς για τους αρρώστους. Στο δεύτερο όροφο ενός σπιτιού που βρισκόταν στον παλιό οθωμανικό οικισμό και επανακατοικήθηκε από χανσενικούς, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα ίχνη μιας ζωγραφιάς. Αυτή περιελάμβανε λουλούδια, κάποιες πόρτες καθώς και ένα μικρό… υδροπλάνο. Η εξήγηση στο “μυστήριο” δεν άργησε να δοθεί. Το 1936, η Ελούντα χρησιμοποιήθηκε ως βάση προσθαλάσσωσης για τα υδροπλάνα της εταιρίας Imperial της Αγγλίας. Αποκλεισμένος στο νησί, ο «ζωγράφος του υδροπλάνου» έβλεπε από μακριά έναν κόσμο να ζει και να εξελίσσεται χωρίς αυτόν.
πηγή ΕΛΛΑΔΑ 2021 αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λασιθίου κ. Γεωργία Μοσχόβη