Μάνος Χατζιδάκις ένα κράμα ανθρώπινης ύλης και αστερόσκονης. Μυήθηκε στην τέχνη της μουσικής ήδη από την ηλικία των τεσσάρων ετών με την διδαχή του πιάνου, του βιολιού και του ακορντεόν. Γαλουχημένος σε ένα αυστηρά πατριαρχικό μοτίβο οικογενείας, όντας και υιός δικηγόρου. Παρ’ όλα αυτά χρειάστηκε να ριχτεί μαχόμενος στην διάταξη μιας εποχής που τα «πρέπει» ξεπερνούσαν τις επιθυμίες και κάθε λογής ψυχικής και πνευματικής ανάγκης. Το ζην προηγούνταν του ευ ζην . Πώς αυτό λοιπόν συνδυάζεται με την σημερινή εποχή; Πώς η ξαφνική πανδημία ενός ενδεχομένως αγνώστου προελεύσεως ιού δημιούργησε ένα κενό όμοιο με το άκρα του τάφου σιωπή, όπως αναφέρει ο εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, στους ελεύθερους πολιορκημένους ή το κρανίου τόπος  δηλαδή τον Γολγοθά του Ιησού που περιγράφεται στην καινή διαθήκη;

Μήπως αυτό έχει τις ρίζες του βαθύτερα σε κάτι ειδυλλιακό, απρόσμενα αληθινό και συνάμα μη ορατό; Άλλωστε οι σκέψεις, τα λόγια, ο αέρας δεν έχουν υφή και όμως δρουν ανενόχλητα δημιουργώντας στον άνθρωπο την αίσθηση της έλλειψης, της μετάλλαξης σε ένα πιο εξελιγμένο είδος που σαν το γύρισμα της σελίδας ενός βιβλίου, προχωρά στοχεύοντας σε ένα νέο άγραφο κεφάλαιο αποζητώντας και αναζητώντας την κατάλληλη γραφίδα.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στον πολιτισμό σε μία εμπορευματοποιημένη εποχή της τεχνολογίας και του φαίνεσθαι που παραγκωνίζεται η έννοια της καταγωγής, ρίζας, του έθνους των Ελλήνων και δη των αρχαίων ημών προγόνων που καλλιέργησαν την υψηλή τέχνη, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Μία «γέννα» που μόνο ο Σωκράτης γνώριζε εκ θεμελίων τα στάδια που χρειάζεται να ακολουθηθούν. Ο πολιτισμός ήσαν και είναι ένας παλλόμενος και πολυδιάστατος όρος που εξηγεί, αφυπνίζει και εξυμνεί την ιστορία ενός γένους που συνθλίβεται καθημερινώς. Ποια είναι τελικά η ταυτότητα; Υπάρχει ή σκιάζεται από τα συνεχή κύματα της αφρικανικής σκόνης;  Υπάρχει ειλικρίνεια; Γιατί ο άνθρωπος απολύει την παιδικότητα του μεγαλώνοντας;  Πόσο αυθόρμητο ή μη είναι;

διάβασε και αυτό  Οι Onirama στη Γλυφάδα

Όλα έλεγε, είναι ένας χείμαρρος αυτοσχεδιαστικών αντιδράσεων σε όλες τις περιοχές του δημόσιου βίου μας (…), και απορρέουν από την ανασφάλεια που μας προσδίδει μια αίσθηση νεότητας.

Ο Κύριος Μάνος, όπως αναφέρεται σε πολλές εκδηλώσεις , αντιμετώπιζε την ζωή με σαρκασμό, απογυμνώνοντας τις εξουσίες των εποχών, υιοθετώντας ένα απλοϊκό μα διόλου απαθές ύφος, απαλύνοντας τον πόνο της ψυχής από την αφαίμαξη ενός ανίδεου/ιδεατού δικαίου. Η σύνθεση ήταν το προσωπικό ιδίωμα του και οι νότες συλλαβές μιας γλωσσικής κοσμοθεωρίας που αγγίζει και δεν αγγίζεται, που αγγίζεται και δεν αγγίζει. Εικάζεται ότι για αυτό και πλησίασε την τέχνη του κινηματογράφου για να λειάνει την μορφή μιας άγνωστης πατρίδας, και το πέτυχε. Σαν από φωτογραφικό φακό μιας άλαλης μορφής εναλλασσόμενης στην νύχτα και την μέρα, βωβός παρατηρητής μιας λευκής οθόνης τόσο ηχηρής που στροβιλίζεται σε μία ονειρική δύνη ζωής και θανάτου.

«Η γέννηση του Χριστού παραμένει πια μια επέτειος άγονη και χωρίς αίσθημα. Και η Αθήνα, σαν καπνιστό τσουκάλι οινομαγειρείου χωρίς φωτιά και θέρμανση, ζει την αγιότητα των ημερών, σκυθρωπά, άχαρα και κουρασμένα. Οι δρόμοι σκοτεινοί, φαντάζουν απείρως σκοτεινότεροι έτσι καθώς περιέχουν ολοένα και περισσότερο, αναίδεια, αναπηρία και ανανδρία».  

Ας κρατήσουμε μονάχα την αίσθηση και την εικόνα των χρωματιστών και φωτεινών υφάνσεων της ζωής, σαν ανυψωτικής μηχανής στα βάθη του ωκεανού και του απείρου.

«Το μυστικό είναι να μην συνηθίσεις στην ασχήμια».

_Άρθρο της Βαλσαμίας Αθανασιά_

Facebook Comments Box

Απάντηση