Ενας άνθρωπος απλός, οικείος, φιλικός, παιδί μεταναστών ανθρακωρύχων στο Βέλγιο, είναι ο δήμαρχος των Βρυξελλών Χρήστος Δουλκερίδης, ο οποίος νωρίτερα είχε διατελέσει υφυπουργός Στέγασης (ένα από τα σοβαρότερα υπουργεία στο Βέλγιο). Στην περιφέρεια των Βρυξελλών τα ποσοστά των Οικολόγων εκτοξεύτηκαν εξαιτίας του τόσο ψηλά, ώστε οι πολιτικοί αναλυτές να κάνουν λόγο για «πράσινο κύμα».
Ο Χρήστος Δουλκερίδης αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, αντι – ξενοφοβίας, με την εκλογή του ως δημάρχου στην πρωτεύουσα της Ευρώπης.
Στη συνέντευξή του στον Άκη Γκάτζιο, αναφέρεται στους μετανάστες, αλλά και στον τρόπο που ασκεί τα δημαρχιακά του καθήκοντα «ακούγοντας» πολίτες και οργανώσεις και λαμβάνοντας συμμετοχικά τις αποφάσεις του.
ΔΕΙΤΕ ΤΟ VIDEO ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ένας μετανάστης, παιδί μεταναστών, δήμαρχος στις Βρυξέλες. Αυτό σημαίνει κάτι για την Ελλάδα;
ΔΟΥΛΚΕΡΙΔΗΣ: Θα ήταν σημαντικό να καταλάβει η Ελλάδα ότι ένα παιδί μεταναστών στο Βέλγιο, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, μπορεί να γίνει βουλευτής, υπουργός – όπως έγινα κι εγώ – , να γίνει δήμαρχος – όπως τώρα έγινα. Και αυτό γιατί γίνεται; Όχι επειδή εγώ έχω περισσότερες αξίες ή εξουσίες. Είναι επειδή η χώρα που γεννήθηκα, μου έδωσε τελικά το δικαίωμα, να μπορέσω να γίνω εκλεγμένος και να αντιπροσωπεύω τους Βέλγους, επειδή θεωρεί ότι είμαι ένα από τα παιδιά της. Έξω από το ότι γεννήθηκα Έλληνας. Και αυτό νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό σαν μάθημα. Τα παιδιά μας που ζουν εδώ, τους ανθρώπους που ζουν εδώ, πρέπει να τους βλέπουμε ως πολίτες. Όποια κι αν είναι η καταγωγή τους.
Οι Έλληνες νομίζω ότι πρέπει να το καταλάβουν αυτό, ακόμα περισσότερο από όλους τους άλλους, διότι εμείς έχουμε πάει παντού. Και παντού εκλεχτήκαμε. Όταν βλέπουμε πόσους βουλευτές, πόσους υπουργούς, πόσους δημάρχους έχουμε παντού στον κόσμο, σημαίνει ότι οι άλλες χώρες έκαναν μερικά βήματα, που εμείς δεν τα κάνουμε.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Το αντίστροφο πάντως δεν ισχύει για ένα κομμάτι των Ελλήνων – έστω κι αν είναι μειοψηφία –. Υπάρχει μια καχυποψία. Αναφέρομαι στους μετανάστες που έχουν έρθει στη χώρα μας, τους οποίους κάποιοι τους βλέπουν με κακό μάτι.
ΔΟΥΛΚΕΡΙΔΗΣ: Αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω και να το παραδεχθώ. Γιατί θα έπρεπε εμείς πρώτοι να το καταλάβουμε από τη δική μας ιστορία. Είναι σημαντικό να είμαστε συνεπείς και να έχουμε τέτοια συμπεριφορά προς τους δικούς μας πρόσφυγες ή αλλοδαπούς, όπως συμπεριφέρθηκαν οι άλλες χώρες σε εμάς. Αυτό είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβουμε δηλαδή;
ΕΡΩΤΗΣΗ: Σε ποιους τομείς δίνετε προτεραιότητα στο δήμο, απ΄ όταν αναλάβατε;
ΔΟΥΛΚΕΡΙΔΗΣ: Δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι πρέπει να βάλουμε την οικολογία στο κέντρο της πολιτικής. Δεν γίνεται αλλιώς. Γιατί ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι αυτός. Δεν υπάρχει δηλαδή μέλλον αν δεν λύσουμε αυτά τα προβλήματα. Το δεύτερο είναι ότι ο πολιτικός πρέπει οπωσδήποτε να συμμετέχει περισσότερο με τους πολίτες. Οι αποφάσεις δεν ανήκουν στον πολιτικό. Οι αποφάσεις πρέπει να παίρνονται με τους πολίτες. Εμείς δεν έχουμε όλες τις απαντήσεις. Και δεν είναι απαράδεκτο να το παρατηρήσουμε. Είναι λογικό. Οι απαντήσεις χτίζονται από τους πολίτες, οργανώσεις κλπ. Έτσι, αν δεν κατορθώσουμε να έχουμε καλύτερη συμμετοχή που βασίζεται στις οργανώσεις και στους πολίτες, δεν θα μάθουμε και δεν θα προχωρήσουμε.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Οι Έλληνες συνάδερφοί σας δήμαρχοι πιστεύετε ότι λειτουργούν σε αυτή τη λογική;
ΔΟΥΛΚΕΡΙΔΗΣ: Νομίζω ότι στην τοπική αυτοδιοίκηση τα πράγματα γενικά είναι έτσι. Γιατί ένας δήμαρχος ξέρει ότι δεν έχει μεγάλο προϋπολογισμό. Και έτσι πρέπει συνεχώς να είναι δημιουργικός για να βρει λύσεις. Και ξέρει ότι οι λύσεις είναι καλύτερες όταν συμμετέχουν οι πολίτες, οι οργανώσεις, και όχι όταν κλεινόμαστε μέσα στο δικό μας το κτήριο των πολιτικών.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Προφανώς και δεν εξαρτούνται όλα τα ζητήματα από την οικονομία κάθε δήμου.
ΔΟΥΛΚΕΡΙΔΗΣ: Νομίζω ότι ένα κομμάτι έχει σχέση με τον προϋπολογισμό και με τη δυνατότητα να ψάξεις για χρηματοδοτήσεις. Αλλά χρειαζόμαστε και δημιουργικότητα. Αυτή τη δημιουργικότητα, οι πολίτες την έχουν. Και πρέπει να βοηθήσουμε να αναπτυχθεί (η δημιουργικότητα) και να είμαστε δίπλα τους, να μπορέσουμε να τους υποστηρίξουμε και να πάνε πιο μακριά από αυτό που θα έκαναν αν ήταν μόνοι τους.
Ο Χρήστος Δουλκερίδης και η ιστορία του…
Ποιος είναι όμως ο Χρήστος Δουλκερίδης ο οποίος πέτυχε να εκλεγεί δήμαρχος στις Βρυξέλλες; Αναφέρει ο ίδιος στο προσωπικό του Blog:
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ είναι Χρήστος Δουλκερίδης. Γεννήθηκα στις Βρυξέλλες το 1968, σε μια συνοικία από τις πιο φτωχές της πόλης, κοντά στην Gare du Νord. Έμεναν κυρίως Τούρκοι και Έλληνες μετανάστες και κάποιοι ηλικιωμένοι Βέλγοι. Μέχρι επτά χρονών μείναμε εκεί, σε ένα δυάρι. Στο ένα δωμάτιο κοιμούνταν οι γονείς και το άλλο λειτουργούσε ως σαλόνι, καθιστικό, κουζίνα και υπνοδωμάτιο για μας τα παιδιά. Δεν υπήρχε λουτρό. Κάναμε μπάνιο όπως παλιά, ζεσταίναμε το νερό και πλενόμασταν στη λεκάνη.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ είναι Πόντιος στην καταγωγή. Η οικογένειά του ήρθε στην Ελλάδα από την Τουρκία, στις αρχές του περασμένου αιώνα, εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία. Ο πατέρας μου μετανάστευσε στο Βέλγιο για να δουλέψει στα ανθρακωρυχεία, στο Λιμβούργο, στη φλαμανδική πλευρά, στο Βόρειο Βέλγιο. Έπαθε ατύχημα και ήρθε στις Βρυξέλλες για να βρει δουλειά. Δούλεψε οικοδόμος, ταξιτζής, παντοπώλης. Στο τέλος έκανε εμπόριο ελληνικών προϊόντων στις λαϊκές μαζί με τη μητέρα μου. Η μητέρα μου είναι Ροδίτισσα. Ήρθε στο Βέλγιο για να επισκεφθεί τον αδελφό της αλλά από τη δεύτερη μέρα έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο. Γνώρισε τον πατέρα μου στις Βρυξέλλες, με προξενιό.
ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΜΑΣ έλεγαν : « Θα τελειώσετε το δημοτικό και θα επιστρέψουμε στην Ελλάδα ». Μετά έλεγαν : « Θα τελειώσετε το γυμνάσιο και θα επιστρέψουμε ». Τελειώσαμε το λύκειο, το πανεπιστήμιο και οι γονείς μου επέστρεψαν στην Ελλάδα όταν βγήκαν στη σύνταξη. Για να το πω καλύτερα, όταν κουράστηκαν υπερβολικά. Οι γονείς μου προσπαθούσαν να μετακομίσουν σε καλύτερες συνοικίες κάθε φορά. Η τελευταία συνοικία όπου πήγαν ήταν μόνο με Βέλγους. Ήθελαν διαρκώς να βελτιώσουν το κοινωνικό τους στάτους. Θυμάμαι ότι έδιναν μεγάλη σημασία στη φιλοξενία. Σε αυτό, έλεγαν, δεν έπρεπε να γίνουμε σαν τους Βέλγους. Εγώ μεγάλωσα με δύο γλώσσες, γαλλικά και ελληνικά. Στο σχολείο όπου πήγαινα υπήρχαν παιδιά μεταναστών από όλα τα μέρη.
Τώρα δυστυχώς, σε μερικές συνοικίες των Βρυξελλών, τα σχολεία γίνονται γκέτο, υπάρχουν παιδιά μεταναστών μόνο από μία εθνότητα. Οι παρέες μου ήταν με Βέλγους και άλλες εθνότητες. Οι γονείς μου δεν επιδίωκαν να έχω παρέες μόνο με Έλληνες… Ήξερα ότι είχα μια διαφορά από τα άλλα παιδιά επειδή το απόγευμα έπρεπε να πάω σε ελληνικό σχολείο. Ήξερα επίσης ότι οι γονείς μου δεν ήταν Βέλγοι. Παρ΄ όλ΄ αυτά δεν ένιωσα ξένος. Είχα την τύχη να πέσω σε καλούς καθηγητές που δούλευαν με ζήλο με τα παιδιά των μεταναστών… Από πολύ νωρίς άρχισα να βοηθώ τους γονείς μου στο παντοπωλείο. Όταν άρχισαν να κάνουν εμπόριο στις λαϊκές τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα. Εμείς τα παιδιά δεν είχαμε δικό μας δωμάτιο. Μέναμε σε ένα δωμάτιο δύο επί τέσσερα, με ένα ναυτικό κρεβάτι. Η κουζίνα λειτουργούσε και ως σαλόνι, υπήρχε ένα τραπέζι όπου οι γονείς μου ετοίμαζαν τα προϊόντα που πωλούσαν, μουσακά, κεφτέδες, ντολμαδάκια. Ήταν κάτι σαν εργαστήριο. Και εκεί έπρεπε να διαβάσω και να κάνω τις σχολικές μου ασκήσεις. Οι γονείς μου δεν είχαν τον χρόνο να παρακολουθήσουν την πρόοδό μας στο σχολείο. Συχνά πήγαινα εγώ να ενδιαφερθώ για τον αδελφό μου. Μπορώ να πω ότι η ζωή με ανάγκασε να μεγαλώσω πρόωρα. Έχω συχνά την αίσθηση ότι δεν ήμουν ποτέ παιδί…
ΕΜΕΙΣ έχουμε γνωρίσει τους γονείς μας μόνο σε ένα μοντέλο : το εργατικό. Σταματούσαν μόνο για να πάμε στην Ελλάδα το καλοκαίρι. Πηγαίναμε με ένα μικρό Νταφ 33. Κάναμε τρεις, τέσσερις μέρες ταξίδι. Είχε πλάκα… Ο παππούς και η γιαγιά στη Σκύδρα ήταν αγρότες και φτωχοί. Δυσκολευόμουν γιατί οι τουαλέτες ήταν τούρκικες, γεμάτες μύγες, τα φαγητά ποντιακά, δεν ήμασταν μαθημένοι σ΄ αυτά. Ήμουν μικρός και δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω την ποντιακή μου καταγωγή. Στη Ρόδο το σπίτι ήταν καλύτερο. Η θάλασσα της Ρόδου, αυτό το υπέροχο μπλε, είναι κάτι το αξέχαστο. Όταν με πήγε ο πατέρας μου για πρώτη φορά στη θάλασσα του Βορρά και αντίκρυσα το γκρι χρώμα της, έβαλα τα κλάματα. Τον κατηγόρησα ότι μου είπε ψέματα, γιατί αυτή δεν ήταν θάλασσα πραγματική. Με τα χρόνια έμαθα να απολαμβάνω και την ομορφιά της γκρίζας, βόρειας θάλασσας.
ΣΤΑ ΔΕΚΑΟΚΤΩ μου ήθελα να είμαι ανεξάρτητος. Όπως είπα, δεν είχα καν χώρο να διαβάσω στο σπίτι. Όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο πήγα σε μια πόλη έξω από τις Βρυξέλλες, στο Νουβέλ Ανέβ, να σπουδάσω νομικά. Ήταν μια νέα πόλη, όπου έμεναν κυρίως φοιτητές. Εκεί ήμουν ανεξάρτητος αλλά ένιωθα άβολα. Ερχόμουν από μια ζωντανή διαπολιτισμική πόλη, τις Βρυξέλλες, και έπεσα σε μια πόλη όπου υπήρχαν μόνο Βέλγοι, πλουσιόπαιδα κυρίως. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα απροσάρμοστος. Αποφάσισα να εγκαταλείψω το πανεπιστήμιο. Στο λύκειο υπήρχε ένας καθηγητής που με βοηθούσε και ήταν ο πρώτος που μου μίλησε για το οικολογικό κίνημα. Ήταν βουλευτής όταν εγκατέλειψα το πανεπιστήμιο και μου πρότεινε να γίνω γραμματέας του. Από τότε μπήκα στο οικολογικό κίνημα και στην πολιτική…
ΠΗΓΗ…ΕΔΩ