Σαν σήμερα 112 χρόνια πριν γεννήθηκε ο άνθρωπος που σηματοδότησε με το όνομα του το Θέατρο Τέχνης στην νεότερη Ελλάδα .Τα λόγια του,το έργο, είναι συνυφασμένα με την αληθινή εικόνα της ιστορίας μας
«Λέμε αποστολή και ούτε σκιαζόμαστε τη λέξη, μήτε μας ενοχλεί η ιδέα,γιατί μονάχα με απόλυτη πίστη, με απόλυτη θυσία του εαυτού μας σε μια ανώτερη ιδέα μπορούμε ν΄ αποχτήσουμε τη δύναμη, την οντότητα και να φέρουμε στην επιφάνεια τον ψυχικό πλούτο που βρίσκεται θαμμένος μέσα μας για την πραγματοποίησή της. Πρέπει να πιστεύουμε σε θαύματα για να γίνουν θαύματα»

Ο Κάρολος Κουν του Ερρίκου, ήταν κορυφαίος Έλληνας θεατρικός σκηνοθέτης.
Φοίτησε στη Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης και σπούδασε αισθητική στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
Το 1929 διορίστηκε καθηγητής αγγλικών στο Κολλέγιο Αθηνών. Η πρώτη του εμφάνιση ως σκηνοθέτη ήταν στο Τέλος του ταξιδιού του Σέριφ και με μαθητές του, από το Κολλέγιο, παρουσίασε έργα του Αριστοφάνη (Όρνιθες, Βάτραχοι, Κύκλωπας, Πλούτος) και του Σαίξπηρ (Όνειρο Θερινής Νυκτός). Ίδρυσε τη Λαϊκή Σκηνή (1934-36) και συνεργάστηκε με διάφορους θιάσους (Κατερίνας, Κοτοπούλη, κ.ά.). Το 1942 ίδρυσε το Θέατρο Τέχνης όπου και ανέβασε Ίψεν, Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, Πιραντέλλο και μετά την απελευθέρωση για πρώτη φορά στην Ελλάδα Λόρκα, Τένεσι Ουίλιαμς, Μίλερ κ.ά. Επίσης το ίδιο έτος (1942) ίδρυσε τη Δραματική Σχολή του θεάτρου του, στην οποία μαθήτευσαν οι σημαντικότεροι σκηνοθέτες και ηθοποιοί της μεταπολεμικής γενιάς.
Οικονομικές όμως δυσχέρειες ανάγκασαν το Θέατρο Τέχνης να διαλυθεί (1949) το οποίο άνοιξε πάλι το 1954 σε μορφή κυκλικού θεάτρου. Τη περίοδο εκείνη (1950-53) ο Κουν συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, σκηνοθετώντας Τσέχοφ (Ο θείος Βάνιας, Οι τρεις αδερφές), Πιραντέλο (Ερρίκος Δ΄), κ.λπ. Με μαθητές της Δραματικής Σχολής του όταν συγκρότησε και πάλι το 1954 το Θέατρο Τέχνης, με τη μορφή κυκλικού θεάτρου, εκτός τους παλαιούς συγγραφείς ο Κουν παρουσίασε τα καινούργια ρεύματα του ξένου μεταπολεμικού θεάτρου (Μπρεχτ, Ιονέσκο, Μπέκετ, Πίντερ, Ντάριο Φο, Αραμπάλ κ.ά.) και παράλληλα παρουσίασε έργα πολλών νέων Ελλήνων προικισμένων συγγραφέων – Σεβαστίκογλου, Καμπανέλλη, Κεχαΐδη, Σκούρτη, Αναγνωστάκη και Ευθυμιάδη επιστρέφοντας σε έργα των αρχαίων τραγικών και του Αριστοφάνη. Από το 1957 ανεβάζει αρχαίο δράμα, αρχικά στο θέατρό του παρουσίασε τον Πλούτο και το 1959 τους Όρνιθες του Αριστοφάνη, που θεωρήθηκε παράσταση-σκάνδαλο λόγω της πρωτοποριακής της μορφής, και στη συνέχεια στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, για να συνεχίσει στο “Θέατρο των Εθνών” του Παρισιού, Λονδίνο, Ζυρίχη, Μόναχο, Μόσχα, Λένινγκραντ, Βαρσοβία, Βενετία, Φεστιβάλ Βιέννης, Διεθνές θεατρικό Φεστιβάλ Βελιγραδίου, Ελληνική Εβδομάδα του Ντόρτμουντ, Φεστιβάλ Φλάνδρας και σκανδιναβικές πρωτεύουσες με τα έργα “Όρνιθες”, “Πέρσες“, “Επτά επί Θήβας“, “Αχαρνής“, “Οιδίπους Τύραννος“, “Λυσιστράτη“, “Βάκχες” και “Ειρήνη“.
Επίσης, παρουσίασε έργα ξένων συγγραφέων, όπως των Ουάιλντερ (Μικρή μας πόλη), Σαρτρ (Κεκλεισμένων των θυρών), Πάτρικ (Αυγουστιάτικο φεγγάρι), Ουίλιαμς (Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, Τριαντάφυλλο στο στήθος, Καλοκαίρι και καταχνιά), Μπρεχτ (Ο κύκλος με την κιμωλία, Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν), Ιονέσκο (Ρινόκερος), Μίλερ (Ο θάνατος του εμποράκου), Ο’ Νιλ (Ο παγοπώλης έρχεται), Μπέκετ (Περιμένοντας τον Γκοντό), Πίντερ, Άλμπι, Αραμπάλ, Ζενέ, Βάις, κ.ά. Οι περισσότεροι μάλιστα απ’ αυτούς τους συγγραφείς πρωτοπαρουσιάστηκαν στην Ελλάδα από το Θέατρο Τέχνης. Παράλληλα, σκηνοθέτησε έργα νέων Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων, όπως των Καμπανέλλη, Κεχαΐδη, Σκούρτη, Σεβαστίκογλου, Αρμένη, Λ. Αναγνωστάκη (Η αυλή των θαυμάτων, Αγγέλα, Η πόλη, Βαβυλωνία, κ.λπ.)…

Απ’ τα έργα που σκηνοθέτησε τα τελευταία χρόνια ξεχωρίζουν: Το παιχνίδι της σφαγής του Ε. Ιονέσκο (1970-71), Τρωίλος και Χρυσηίδα του Σαίξπηρ (1972-73), Ο τρόμος και η αθλιότητα του Γ΄ Ράιχ του Μπ. Μπρεχτ (1974-75), Τρεις αδερφές του Α. Τσέχοφ (1975-76), Η αληθινή απολογία του Σωκράτη του Κ. Βάρναλη (1976-77), Ο αυτόχειρ του Ν. Έρντμαν (1977-78), Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού του Ι. Καμπανέλλη (1978-79), Δάφνες και Πικροδάφνες των Δ. Κεχαΐδη – Ε. Χαβιαρά (1979-80), Το σόι του Γ. Αρμένη (1980-81), Το Πιστοποιητικό του Ν. Έρντμαν (1981-82), Το Πανηγύρι του Δ. Κεχαΐδη (1982-83), Θαμμένο παιδί του Σ. Σέπαρντ (1983-84), Ούτε κρύο ούτε ζέστη του Φ. Κρετς (1984-85), Ριχάρδος Γ΄ του Σαίξπηρ (1985-86), Εσωτερικές φωνές του Ε. ντε Φιλίππο (1986-87), Ο ήχος του Όπλου της Λ. Αναγνωστάκη (1986-87). Το Θέατρο Τέχνης συμμετείχε σε πολλά ελληνικά (Αθηνών, Επιδαύρου, Φιλίππων κ.ά.) και ξένα (Λονδίνου, Παρισιού, Μονάχου, Βιέννης κ.ά.) φεστιβάλ.
Το 1984 το ελληνικό κράτος παραχώρησε έναν χώρο στην Πλάκα, για την ανέγερση του θεάτρου Κ. Κουν.
Τιμήθηκε με το παράσημο Φοίνικα, το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το βραβείο Θεάτρου των Εθνών. Με τη διαθήκη του, που δημοσιεύτηκε λίγες μέρες μετά το θάνατό του τον Φεβρουάριο του 1987, κληροδότησε τον τίτλο Θέατρο Τέχνης στους Γ. Λαζάνη, Μ. Κουγιουμτζή και Γ. Αρμένη με την προτροπή να συνεχίσουν τη συνεργασία τους στο Θέατρο Τέχνης Κ. Κουν.

Έγραψε τις μελέτες “Η αρχαία τραγωδία-κωμωδία” και “Ο σκηνοθέτης και το αρχαίο δράμα”. Υπήρξε γεγονός πως ως σκηνοθέτη τον Κουν απασχολούσε το σύγχρονο νεοελληνικό έργο, η νεοελληνική θεατρική παράσταση, το αρχαίο δράμα και το κλασσικό θέατρο σε σύγχρονη απόδοση.
Ο Κάρολος Κουν ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών (οδό Λυκαβηττού) και μιλούσε επίσης αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
.
Από αυτά τα σπαράγματα αναμνήσεων δεν περιμένεις μια πλήρη βιογραφία του Κ. Κουν. Επειδή όμως έχουν την πατίνα του χρόνου και τη θέρμη ενός μορφωμένου και ανιδιοτελούς ανθρώπου, που πίστεψε στο νέο όραμα του Θεάτρου Τέχνης, διαβάζονται απνευστί. Ολο το κείμενο έχει την ταχύτητα της αναπνοής του γράφοντος, από την πρώτη ώς την τελευταία αράδα.
Από την πικρία που ένιωσε ο Κάρολος Κουν, με τους καθυβρισμένους «Ορνιθες» του 1959, ο Βίκτωρ Θ. Μελάς «πηδάει» στο 1964, χρονιά που ο Κ. Κουν ανεβάζει εκ νέου την πρωτοποριακή αριστοφανική παράσταση, στο θέατρο «Πορεία». Εμπόδιο τώρα στέκεται η απαγόρευση χρήσης της μουσικής από τον Μ. Χατζιδάκι. Τελικώς, θα επέλθει συμβιβασμός: «Η συμφωνία ήταν απλή: θα γινόταν νέα ηχογράφηση της ίδιας ακριβώς μουσικής, χωρίς καμία αλλαγή, αλλά από μια ορχήστρα “εμπλουτισμένη”, με περισσότερα όργανα, ώστε ο ήχος να είναι “πλουσιότερος”».
Ιονέσκο. Σημαντική στιγμή στην ιστορία του Θεάτρου Τέχνης είναι η έλευση του Ιονέσκο στην Αθήνα, το 1963, για να δει το έργο του «Ο βασιλιάς πεθαίνει». Ο Κουν δίσταζε να τον προσκαλέσει. Τελικώς ο Βίκτωρ Θ. Μελάς έπραξε το αυτονόητο. Του έγραψε μια επιστολή για να τον προσκαλέσει στην παράσταση κι ο Ρουμάνος συγγραφέας, του θεάτρου του παράλογου απάντησε: «Πολύ ευχαρίστως». «Ο Ιονέσκο είπε ότι ενθουσιάστηκε, ότι ήταν από τις καλύτερες παραστάσεις -νομίζω ότι είπε “η καλύτερη”- που είχαν δοθεί για τον “Βασιλιά”. Δεν έμοιαζε να λέει ψέματα. Ο Κουν ήταν ευτυχής. Κι όλοι εμείς μαζί του». Δεν είναι άγνωστο ότι το Θέατρο Τέχνης αντιμετώπιζε πάντα οικονομικό πρόβλημα. Ωσπου σε μια κρίσιμη στιγμή και μάλιστα μέσα στη χούντα, το 1968, ήρθε αρωγός, με τη μεσολάβηση της Καίτης Κασιμάτη – Μυριβήλη, το Ιδρυμα Φορντ.

Ο Κάρολος Κουν πέρασε δύσκολες ώρες, γιατί δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι θα ζητούσε χρήματα από ένα αμερικανικό Ιδρυμα, ενώ είχε την εξουσία μια δικτατορία. Τελικώς συμφώνησε να πάρει την επιχορήγηση, αλλά να βάλει τους αυτονόητους όρους για ένα καλλιτεχνικό σχήμα: ότι ο χορηγός δεν θα είχε καμία ανάμειξη, ούτε σε θέματα ιδεολογίας ούτε στην επιλογή των έργων. Η μόνη «υποχώρηση» έπρεπε να γίνει ως προς το νομικό καθεστώς του θεάτρου. Ετσι, με δικηγόρο τον Βίκτωρα Θ. Μελά, μετετράπη σε μη κερδοσκοπικό νομικό πρόσωπο, με την επωνυμία «Ελληνική Εταιρεία Θεάτρου – Θέατρο Τέχνης». Ενα άλλο στιγμιότυπο από τη σχέση του Μελά με τον Κουν έχει κι αυτό ως ιστορικό πλαίσιο τη δικτατορία και το ανέβασμα του «Δράκου» του Σοβιετικού συγγραφέα Γεβγκένι Σβαρτς. Επειδή το έργο είχε λογοκριθεί από το σοβιετικό καθεστώς, ο Κουν, μ’ αυτό τον δούρειο τρόπο, προσπάθησε να κοροϊδέψει τους συνταγματάρχες, κάτι που τελικά το κατάφερε.
Αλλες απολαυστικές σελίδες, πάντα με την αμεσότητα της ανάμνησης, που αφήνεται σ’ έναν «παραλυτικό» λόγο, ο Γιάννης Χρήστου ανασταίνεται, με τον ηλεκτρονικό Οιδίποδά του. Η «Οπερέτα» του Βίτολντ Γκομπρόβιτς αναζητά χρήματα, για ν’ ανέβει, και μ’ αυτή την αφορμή παραδέχεται ότι η Ρένη Πιττακή είναι «η καλύτερη ηθοποιός που έχουμε σήμερα στην Ελλάδα». Το σπίτι του Κουν, το επονομαζόμενο «Ζούγκλα», λόγω των φυτών που μεγάλωναν με όρους ζούγκλας, έχει κι αυτό το μερίδιό του. Σ’ αυτή το πιο επικίνδυνο «φυτό» ήταν ο σκύλος του, ο Ξανθίας.

Ο Μελάς θυμίζει τη συμπάθεια του μεγάλου θεατράνθρωπου στους πολιτικούς Ηλία Ηλιού και Γιάννη Ζίγδη. Μας ανοίγει το εργαστήρι του, δηλαδή τον τρόπο που δούλευε ο φίλος του με τους ηθοποιούς, στις πρόβες. Δεν παραλείπει να αναφέρει την επίσκεψη του Κουν στο Προεδρικό Μέγαρο, όταν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ήταν πλέον Πρόεδρος της Δημοκρατίας και τα αρχαία πάθη είχαν σβήσει.
Τελευταία παράσταση
Μέχρι να έρθει ο θάνατος του Κουν, είχαν μεσολαβήσει η δημοσίευση της διαθήκης του και η τελευταία παράσταση «Ο ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη, που τιτλοφορεί και το ακροτελεύτιο κεφάλαιο του Β. Θ. Μελά, με τον παραλλαγμένο τού θεατρικού τίτλο «Ο τελευταίος ήχος του όπλου». Ο Πίτερ Ντόμπνι είχε πει: «Στην Ελλάδα, ο Κάρολος Κουν είναι ένας θρύλος». Και η ιστορία της τέχνης βασίζεται σε μύθους, που δεν αργούν να γίνουν θρύλοι. Ο Κουν πρώτα έγινε μύθος και μετά θρύλος. *
Ο Οδυσσέας Ελύτης στο άρθρο του “Ο Κάρολος Κουν και η Εποχή του” αναφέρει: Μ’ έναν τρόπο ανάλογο, θα έλεγα ότι αν μπορούσε να δει κάνεις την εποχή μας στη βαθύτερη ουσία της, αν αγνοούσε τα χαρακτηριστικά που συγκροτούν την πρόσοψή της και κρατούσε μονάχα τις δραματικές της στιγμές και το διαλογικό της χαρακτήρα θα βρισκότανε μπροστά σ’ ένα παράξενο έργο που η σφραγίδα της σκηνοθεσίας του θα ‘χε καταπληκτική ομοιότητα με τη σφραγίδα της σκηνοθεσίας του Καρόλου Κουν. Μ’ αυτό δε θέλω να πω ότι ο Θεός του 20ου αιώνα είναι μαθητής του Κουν, αλλά ότι ο Κουν ασφαλώς είναι μαθητής του Θεού (θα έπρεπε να πω: του δαίμονα) των ημερών μας. Η ζωή, ο κόσμος, οι σχέσεις των ανθρώπων, οι φανερές και οι κρυφές, οι κρυφές προπάντων, δεν υπάρχουν γι’ αυτόν παρά για να οργανωθούν έτσι ώστε να ξεφύγει το φαινόμενο της ζωής από την ψυχρή παράταξη άψυχων εικόνων και να μεταβληθεί σε όνειρο και σε θαύμα. Ό,τι είναι οι λέξεις για τον ποιητή, ή τα χρώματα για τον ζωγράφο, είναι γι’ αυτόν το καθημερινό σκόρπιο υλικό της εκφραστικής των ανθρώπων. Οι κινήσεις, οι σιωπές, οι φωτισμοί, ο τόνος της φωνής, και χίλια δυο άλλα, που για μας περνούν απαρατήρητα, είναι τα υλικά που του αρκούν για ν’ ανεβάσει την πραγματικότητα στο αυθεντικό της επίπεδο, που είναι το επίπεδο της ψυχής. Τι είναι αλήθεια; Τι δεν είναι; Τι θέλει αυτή η γυναίκα που μας κοιτάζει απ’ αντίκρυ με τα σκοτεινά και δακρυσμένα μάτια της; Αυτός ο χτύπος, έξω στο δρόμο, άραγε να σήμανε για μας; Για τη μοίρα μας; Αύριο, μεθαύριο, θα ‘μαστε ακόμη εδώ ή μακριά — πολύ μακριά; Θεέ μου, τι απίθανες ιστορίες κείτονται αποκοιμισμένες πίσω απ’ αυτά τα χλωμά, κέρινα πρόσωπα, των νυχτερινών λεωφορείων… Ω ναι, μια άλλη ζωή παίζεται μέσα σε τούτη. Σα σκοτεινή τεθλασμένη διατρέχει τις ημέρες μας, και όταν ο ήλιος τις φωτίζει, παρατείνουν ένα σκοτάδι με πολλαπλές αποχρώσεις. Οι άνθρωποι μίλησαν πολύ με τα πιστόλια, και αυτό οι άξιοι δραματικοί συγγραφείς του καιρού μας το υπονοήσανε, ακόμη και όταν έβαλαν στα χείλη των ηρώων τους λόγια λατρείας και τρυφερότητας. Ο Κάρολος Κουν έθεσε την ευαισθησία του στην υπηρεσία της δεύτερης αυτής ζωής των έργων, που κλείνεται δυνάμει μέσα στην πρώτη. Και αυτήν ζήτησε να ζωντανέψει στο στενό κύκλο της σκηνής του που — πρέπει να το ομολογήσουμε — λειτούργησε σαν πελώριος συγκεντρωτικός φακός στα χέρια του.
[…]
Ο χαμηλός τόνος και η συνειρμική του ονείρου, που πρώτη αυτή εδίδαξε, πέρασε σχεδόν ταυτόχρονα στη δραματική έκφραση με πρωταγωνιστή και φορέα της τον ιδρυτή του «Θεάτρου Τέχνης» και της ομώνυμης Σχολής του. Τα στελέχη της, οι νέοι που θα έχουν αποφοιτήσει ως τότε, όποιο δρόμο κι αν έχουν πάρει, θα κρατούνε, φαντάζομαι, στην ανάμνησή τους, πέρα απ’ αυτά τα ιστορικά και χρήσιμα, κάτι άλλο πιο πολύτιμο ακόμη: την παροιμιώδη, τη φανατική προσήλωση του Δασκάλου τους στο αυστηρό νόημα της τέχνης. Θα τον βλέπουν, ακόμη και σ’ έναν άλλο κόσμο, εκεί που το πάθος, έξω από το χρόνο, εξακολουθεί να πραγματοποιείται επ’ άπειρον, καθισμένο μπροστά σ’ ένα τασάκι φορτωμένο αποτσίγαρα, να παρατά ξαφνικά το μεγάλο φλιτζάνι με τον διπλό καφέ του και να πετάγεται όρθιος, κάτω από τους σαράντα πέντε προβολείς της σκηνής του, για να διορθώσει σ’ έναν ασήμαντο ηθοποιό μιαν ασήμαντη χειρονομία, με την ιερή αγανάκτηση εκείνου που ξέρει ότι κι αυτό το ελάχιστο ακόμη είναι ικανό ν’ ανατρέψει την ιδανική τάξη και τη συγκλονιστική ομορφιά του οράματός του.
Ο Κάρολος Κουν μέσα από τις συνεντεύξεις του
Η σκέψη του θεατρικού δασκάλου μέσα από ένα μικρό απάνθισμα συνεντεύξεών του. (Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)
Για την περίοδο ίδρυσης του Θεάτρου Τέχνης (1942):Αισθανόμασταν την ανάγκη για έναν σωστότερο κόσμο, ένα κόσμο με λιγότερες ανθρώπινες ατέλειες, γι’ αυτούς από μας που θα επιζούσανε. Αψηφούσαμε το θάνατο και κυνηγούσαμε με μανία τη ζωή, χωρίς περίσκεψη και προφύλαξη και ταπεινές σκέψεις. Ήμασταν γνήσιοι και αληθινοί. (…) Ήμασταν όλοι στην αντίσταση και σχεδόν όλοι στις γραμμές του ΕΑΜ. Δεν μπορώ μέσα μου ν’ απαρνηθώ και να ξεχάσω εκείνα τα χρόνια. Τα χρόνια που πιστεύαμε ακόμα σ’ ένα κόσμο απαλλαγμένο από μικρότητες και βία. Με την απελευθέρωση και την μετακατοχική περίοδο, όλα διαλυθήκανε.
Συνέντευξη στον Βάιο Παγκουρέλη, ΤΟ ΒΗΜΑ, 4 Οκτωβρίου 1981.
Για την πολιτική διάσταση της τέχνηςΚάθε έργο τέχνης αναγκαστικά εφόσον έχει για βάση τη γνώση, την αλήθεια, την επικράτηση του δίκαιου και του σωστού, δεν μπορεί παρά να είναι και πολιτικοποιημένο και να συνάπτεται με την κατά καιρούς πραγματικότητα. Αυτό όμως δε σημαίνει καθόλου ότι ένα έργο τέχνης πρέπει να προβάλλει θέσεις στενά κομματικές, να προβάλλει συνθήματα πολιτικά ή να προπαγανδίζει, δημοσκοπικά, περιστασιακές θεωρίες. Τέτοια έργα τέχνης συνθέτουν μια εικόνα μόνο με πρόσκαιρα βιώματα, μια τέχνη που δεν αντέχει στο χρόνο και που κατά βάθος δεν είναι τέχνη.
Συνέντευξη στη Μαίρη Παραπονιάρη, ΑΚΡΟΠΟΛΗ, 17 Δεκεμβρίου 1978.
Για την ελληνικότηταΗ λέξη «ελληνικότητα» είχε μια άλλη έννοια το 1930 κι έχει μια άλλη έννοια σήμερα. Οι κοινωνικές αλλαγές και η πρόοδος της τεχνολογίας βοήθησαν να ξεπεραστούν τα σύνορα, μας έχουν εντάξει σε ένα διεθνή χώρο. Την εποχή που άρχιζε η προσωπική μου περιπέτεια με το θέατρο, ζούσα την «αποκάλυψη» που μου προσέφερε ο Κόντογλου, ένα θάμπωμα που μ’ εμπόδιζε να δω οτιδήποτε άλλο. Σιγά σιγά, αυτό το πρωτοφανέρωτο αίσθημα καταστάλαξε μέσα μου, πήρε τη σωστή του διάσταση. Κι ύστερα ήρθαν άλλα και προστέθηκαν. (…) Για μένα, ελληνικότητα σήμερα είναι το συγκέρασμα όλων αυτών, η ζωντανή δημιουργική σύζευξη Ανατολής και Δύσης, έτσι όπως εκφράζεται σ’ ένα καινούργιο χώρο ελληνικό, με καινούργιους προβληματισμούς.
Συνέντευξη στη Σούλα Αλεξανδροπούλου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 6 Αυγούστου 1978.
Για τη θεατρική του διδασκαλίαΕπιδίωξή μου ήταν και είναι η διαμόρφωση ενός θεάτρου οργανικού, όπου με την προβολή της ποίησης και της αλήθειας της ζωής να δημιουργείται η θεατρική μαγεία. Ένα θέατρο όπου νους, αισθήσεις, κίνηση και φωνή θα πειθαρχούν απόλυτα στη μορφή και στους στόχους του έργου. Είναι μια θεατρική διδασκαλία που στις τεχνικές βάσεις και λεπτομέρειες εξελίχθηκε σταδιακά και διαμορφώθηκε εμπειρικά. Δεν μου είναι δυνατόν να δουλέψω προγραμματισμένα· ούτε καν να σκεφθώ μπορώ προγραμματισμένα. Δουλεύω εμπειρικά και ερεθίζομαι βλέποντας και ακούγοντας. Μόνο το ζωντανό σώμα, η φωνή, ο λόγος και η κίνηση με κεντρίζουν και με καθοδηγούν.
Συνέντευξη στον Γιώργο Πηλιχό, ΤΑ ΝΕΑ, 4 Οκτωβρίου 1973.
Για την κριτικήΗ αμερόληπτη κριτική δεν υπάρχει μέσα στην ανθρώπινη φύση, παρά μόνο ίσως αν υπάρχουν άνθρωποι με μια ιδιαίτερη κυτταρολογική σύσταση. Όμως, εκείνο που εγώ προσωπικά θεωρώ αρνητικό, ακόμα κι αν υπάρχουν άριστες προθέσεις, είναι η κριτική των άμεσα συνδεδεμένων με θεατρικούς οργανισμούς, και η κριτική που γίνεται βάσει μιας στρατηγικής με στόχο την επιβολή του συγκεκριμένου κριτικού πάνω στη θεατρική ζωή του τόπου. Ούτε η μία, ούτε η άλλη αποτελούν κριτική που θα βοηθήσει το θέατρο. Αντίθετα, αποτελούν κινδύνους για το θέατρο, που έχουν αρχίσει πια να γίνονται άμεσοι.
Συνέντευξη στη Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου, ΕΠΙΚΑΙΡΑ, 4 Σεπτεμβρίου 1980.
Για το λαό και τη θεατρική δημιουργίαΘέλησα πάντα τα έργα μου ν’ απευθύνονται στο λαό, αλλά χωρίς να κάνω συμβιβασμούς σ’ αυτό που πιστεύω. Κάνω θέατρο που προσπαθεί να τραβήξει όσο γίνεται περισσότερο κόσμο. Μ’ ενδιαφέρει ο αγνός άνθρωπος του λαού. Αν δεχτούμε πως το κοινό δημιουργεί ένα κύκλο, μ’ ενδιαφέρουν αυτοί που είναι στην αρχή του, για την αγνότητά τους κι αυτοί που είναι στο τέλος, για την πείρα και τη σοφία τους. Αδιαφορώ για τους μεσαίους.
Συνέντευξη στη Σούλα Αλεξανδροπούλου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 6 Αυγούστου 1978.
πηγή Μουσικά Προάστια-homouniversales-εκπομπή Φρέντυ Γερμανού
επιμέλεια Δημήτρης Μπιζιώτας