Τους τελευταίους μήνες μετακινούμαι με τον ηλεκτρικό, στη διαδρομή Ταύρος -Μοναστηράκι, κάθε Σάββατο. Γενικά δεν είμαι τύπος των συγκοινωνιών, τις βαριέμαι. Ο ηλεκτρικός όμως έχει μια δική του γοητεία, από παιδάκι μου άρεσε, ιδίως όταν μπορούσα να καθήσω με πλάτη προς τη κατεύθυνση του συρμού, καθώς ήθελα να βλέπω το τοπίο να απομακρύνεται. Ίσως ενστικτωδώς ένιωθα πως αυτός ήταν ένας τρόπος να βλέπεις το παρόν να γίνεται παρελθόν. 

Σε όλες αυτές τις διαδρομές, αλλα και όσο είμαι στην αποβάθρα περιμένοντας,   παρατηρώ. Συνοθύλευμα ανθρώπων, ένα χάος από χρώματα, φωνές, ήχους κινητών.  Είναι ένα τεράστιο patchwork, φοιτητές που πάνε Θησείο για καφέ, τουρίστες με χάρτες στα χέρια, οικογένειες που είδαν την ηλιόλουστη μέρα και είπαν να κάνουν μια βόλτα στο κέντρο, άνθρωποι κουρασμένοι που μισοκοιμούνται στη διαδρομή, πιτσιρικάδες με παράξενα χτενίσματα και άπειρα σκουλαρίκια, καλοντυμένοι τύποι που αν κατέβουν Μοναστηράκι θα κατευθυνθούν με ταχύ βήμα προς τις αποβάθρες του μετρό της μπλε γραμμής, τους ταιριάζει καλύτερα αυτή η διαδρομή, χωρίς τους ναρκομανείς να περιφέρονται γύρω τους.  Και πάντα, μα πάντα, σε κάθε βαγόνι, οι επαίτες. Ανεβοκατεβαίνουν από βαγόνι σε βαγόνι, από σταθμό σε σταθμό. Γιατί μου κάνουν εντύπωση, ίσως αναρωτηθείτε.  Ζούμε σε μια εποχή που σε κάθε γωνιά κεντρικού δρόμου θα υπάρχει κάποιος με απλωμένο χέρι, ζητώντας μια βοήθεια. Η επαιτεία, ένα φαινόμενο παλιό όσο και ο πλούτος, γεννιέται από τα σπλάχνα της κοινωνίας, εκτρέφεται από τρίτους αλλά και αυτοσυντηρείται, μπορεί να μας κάνει συχνά να γυρνάμε το κεφάλι μας προς την άλλη κατεύθυνση, διχάζει “δίνε, δεν τους λυπάσαι;” “μη δίνεις, διαιωνίζεις το φαινόμενο ή εξυπηρετείς μια απάτη”. Όμως όποια στάση κι αν υιοθετήσεις απέναντί της, δεν μπορείς παρά να παραδεχτείς ότι οι επαίτες του ηλεκτρικού είναι ένα ολόκληρο άλλο είδος. Δεν μπαίνουν στο βαγόνι απλώνοντας το χέρι. Όχι. Αυτοί έχουν μια ιστορία να διηγηθούν. Στη διάρκεια της διαδρομής από τον ένα σταθμό στον άλλον θα την πουν δυο φορές. Κάθε φορά με την ίδια ακριβώς διατύπωση, στο ίδιο τέμπο, με τον ίδιο μακρόσυρτο ρυθμό. Οι ανάσες, οι παύσεις, το κρεσέντο της φωνής, όλα μέσα σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Ίσως κανείς να μη δίνει σημασία στην ιστορία τους, όμως τη στιγμή που τους ακούς να λένε “έχετε παιδιά / εγγόνια και δε θα θέλατε ποτέ να τους συμβεί αυτό” νιώθεις ότι έστω και για δευτερόλεπτα μια ανατριχίλα έχει διαπεράσει τη σπονδυλική στήλη κάποιων επιβατών. Ιδίως αν η διατύπωση είναι “ποτέ να μη συμβεί στα παιδιά / εγγόνια σας”. Δεν ξέρω τι μπορεί να προκαλεί αυτο το ακαριαίο συναίσθημα -η σκέψη ότι μπορεί να συμβεί στον καθένα ή ένας μεταφυσικός φόβος που σου προξενεί το βλέμμα του επαίτη όταν εκστομίζει αυτή τη φράση, λες και μπορεί να τη φτύσει πάνω σου σαν κατάρα. Κάποιοι ίσως δώσουν κάτι, άλλοι θα συνεχίσουν τη διαδρομή τους μη δίνοντας καμία σημασία στον επαίτη και την ιστορία του. Έπειτα θα ανοίξουν οι πόρτες και η ίδια ιστορία θα ακουστεί στο επόμενο βαγόνι ή στον επόμενο συρμό. Κι αυτό φαντάζομαι γίνεται για μήνες, χρόνια. Οι ιστορίες ποικίλουν, χρόνιες ανίατες ασθένειες, βαριά τροχαία, ναρκωτικά. Πρόσφατα προστέθηκε κι ένα καινούργιο στοιχείο, αυτό της καταγωγής. “Συμπατριώτες μου Έλληνες” ήταν η προσφώνηση του συγκεκριμένου επαίτη, που φρόντιζε να επαναλαμβάνει τη φράση αρκετές φορές στις  επικλήσεις του, τρέφοντας ίσως την ελπίδα ότι όλο και κάποιος χρυσαυγίτης θα βάλει το χέρι στην τσέπη του, τι διάολο, τόσο ψηλά νούμερα τους δίνουν οι δημοσκοπήσεις, δε θα βρεθούν δύο σε ένα βαγόνι;

διάβασε και αυτό  Επίσκεψη στην Αθήνα του Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Μαργαρίτη Σχοινά και της Επιτρόπου κας Ελίζα Φερέιρα

Κανείς πραγματικά δεν μπορεί να ξέρει -ίσως ούτε καν και οι ίδιοι- πού ξεκινά και που σταματά η αλήθεια της ιστορίας τους, ποιοι είναι οι λόγοι που αυτοί οι άνθρωποι βρέθηκαν εδώ. Και όσο κι αν θέλω να τονίσω την ευαίσθητη πλευρά της κατάστασης στην οποία βρίσκονται, δεν μπορώ να αντισταθώ σ’ αυτό που τόση ώρα θέλω να πω: η επαιτεία βασίζεται κι αυτή σε ένα ολόκληρο μοντέλο επικοινωνίας, ίδιο με αυτό της διαφήμισης. Συναισθηματική εμπλοκή του στόχου, προβολή -εδώ ενός προβλήματος- πάνω στο υποκείμενο, ταύτιση. Οι επαίτες που ακολουθούν αυτό το μοντέλο επικοινωνίας ενδεχομένως να αγνοούν αυτές τις αρχές, ωστόσο τις χρησιμοποιούν. Το αποτέλεσμα βέβαια της πρακτικής αυτής όσο και η στάση ημών των υπολοίπων παραμένουν αμφιλεγόμενα: “δώσε, δεν τους λυπάσαι;” “μη δίνεις, διαιωνίζεις το φαινόμενο ή συντηρείς μια απάτη”.

*της Κατερίνας Δεβεζιάδου

Facebook Comments Box

Απάντηση