Βουλευτικές εκλογές µήνα Ιούλιο στην Ελλάδα δεν έχουν ξαναγίνει τα τελευταία τουλάχιστον 120 χρόνια
Ιούνιο έχουν (τα έτη 1935, 1985, 1989, 2012), όπως άλλωστε και Αύγουστο (τα έτη 1910 και 1928). Μήνα Ιούλιο όµως ποτέ. Και εθνικές εκλογές µόλις έναν µήνα έπειτα από άλλες διπλές εκλογές (ευρωεκλογές, αυτοδιοικητικές) επίσης δεν έχουν ξαναγίνει. Οπως, επίσης, δεν έχει συµβεί ποτέ στο παρελθόν να οδεύει µια κυβέρνηση προς τις κάλπες, έχοντας µόλις υποστεί µια ήττα σε άλλες διπλές κάλπες και µάλιστα µε σχεδόν 10 ποσοστιαίες µονάδες διαφορά.
Ενώ, επίσης, δεν έχει ξανασυµβεί ξαφνικά όχι µία αλλά πολλές παρατάξεις (Το Ποτάµι, Ανεξάρτητοι Ελληνες) να αποσύρονται από την προεκλογική κούρσα, η µία µετά την άλλη, µόλις τέσσερις εβδοµάδες πριν από την κάλπη…
Η Ελλάδα οδεύει, µε άλλα λόγια, προς την αναµέτρηση της 7ης Ιουλίου µέσα σε συνθήκες από πολλές απόψεις πρωτόγνωρες. Η χώρα αφήνει πίσω της ένα σύστηµα (εκείνο της παραµονής του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία) που δεν πρόλαβε να παγιωθεί, και πλέον βάζει πλώρη για ένα άλλο… νέο πολιτικό τοπίο (εκείνο ενός νέου διπολισµού ή δικοµµατισµού), το οποίο όµως ακόµη διαµορφώνεται. Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις επερχόµενες εθνικές κάλπες θεωρείται πια προεξοφληµένη.
Για όλους τους παραπάνω λόγους (τον µήνα που θα είναι για πρώτη φορά Ιούλιος, τις διπλές εκλογές που προηγήθηκαν στις 26 Μαΐου, τις σχεδόν 10 µονάδες διαφορά από τη Ν∆, τα κόµµατα που «διαλύονται» προετοιµάζοντας το έδαφος για διαρροές προς την παράταξη του Κυριάκου Μητσοτάκη), η επερχόµενη ήττα ενδέχεται να είναι βαριά για την παράταξη του Αλέξη Τσίπρα. Βραχυπρόθεσµα το πολιτικό µέλλον της χώρας έχει κριθεί.
Η Νέα ∆ηµοκρατία είναι πολύ πιθανό, µάλιστα, να βγει ακόµη και αυτοδύναµη. Μεσοµακροπρόθεσµα ωστόσο, το πολιτικό µέλλον της χώρας ακόµη παίζεται. Ως προς αυτό, πολλά θα εξαρτηθούν από το ποσοστό που θα καταφέρει να εξασφαλίσει ο ΣΥΡΙΖΑ στις επερχόµενες κάλπες. Εάν εκείνος ξεπεράσει το 25% ή επιτύχει να προσεγγίσει και το 30%, τότε θέτει «πολλά υποσχόµενες» βάσεις για το µέλλον. Ενα µέλλον το οποίο αναµένεται, βέβαια, να κριθεί και από το ποσοστό που θα λάβει το Κίνηµα Αλλαγής.
Εάν η παράταξη της Φώφης Γεννηµατά µείνει κοντά στο 8% την πρώτη Κυριακή του Ιουλίου, τότε η διαπραγµατευτική της δύναµη παραµένει µεν ζωντανή, πλην όµως περιορίζεται σηµαντικά εν όψει των όποιων διεργασιών για το (κοινό ή µη, µένει να φανεί) µέλλον της Κεντροαριστεράς. Εάν, από την άλλη, εκείνη καταφέρει ξαφνικά να γίνει διψήφια, τότε το πράγµα προφανώς και αλλάζει υπέρ της, πολύ δε περισσότερο εάν µια διψήφια επίδοση του ΚΙΝΑΛ συνδυαστεί παράλληλα και µε ένα ποσοστό κοντά στο 20% για τον ΣΥΡΙΖΑ. Υπενθυµίζεται, πάντως, ότι η τελευταία φορά που το ΠΑΣΟΚ ξεπέρασε το φράγµα του 10% ήταν στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012, µε επικεφαλής τότε τον Ευάγγελο Βενιζέλο, η σκιά του οποίου εξακολουθεί να πλανάται πάνω από τις εξελίξεις προβληµατίζοντας κοινό και δηµοσκόπους.