ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ
Μια θρησκεία, ένας νόμος, ένα δίκαιο:/ Η δουλιά του εργάτη.
Ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψει κάποιος, πως ο άνθρωπος που έγραψε αυτούς τους στίχους ήταν 17 ετών. Ακόμη δυσκολότερο ήταν να πιστέψει πως καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Τέλος, θα ήταν μάλλον αδύνατον να δεχτεί πως στα παραπάνω θα έπρεπε να προσθέσει, ότι ο ποιητής ήταν και δόκιμος στη ναυτική σχολή της Κωνσταντινούπολης!
Βρισκόμαστε στα 1919. Η Επανάσταση του Οχτώβρη ατσαλώνεται μέσα στη φωτιά και το σίδερο του εμφυλίου και της ιμπεριαλιστικής, ασφυκτικής περικύκλωσης. Οι ιδέες και το μήνυμά της απλώνεται στις καρδιές των καταπιεσμένων όλου του πλανήτη. Ο νεαρός Τούρκος δόκιμος θα έκανε πολύ σύντομα, τη δική του έφοδο προς την αιωνιότητα…
«24 ώρες Λένιν…»
Όλα έδειχναν πως το μωρό που γεννήθηκε στις 15 Γενάρη 1902 στην, τουρκοκρατούμενη τότε, Θεσσαλονίκη, θα είχε μπροστά του μια άνετη και πλούσια ζωή. Ο πατέρας του, Χικμέτ Μεχμέτ, ήταν μέλος του Νεοτουρκικού Κομιτάτου και διευθυντής του γραφείου Τύπου του τμήματος του υπουργείου Εξωτερικών της Διοίκησης Θεσσαλονίκης. Για ένα διάστημα διετέλεσε και πρόξενος της χώρας του στο Αμβούργο. Ωστόσο, κάποια στιγμή απολύθηκε και μέχρι το τέλος της ζωής του εργαζόταν σαν διαχειριστής σε κινηματογράφο. Ο παππούς του, Μεχμέτ Ναζίμ Πασάς, ήταν γνωστός ποιητής, εκπρόσωπος της αυλικής λογοτεχνίας της εποχής του. Για τη μητέρα του δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία, εκτός από το ότι ήταν κόρη του γλωσσομαθή και μορφωμένου Ενβέρ Πασά ο οποίος ήταν γερμανοπολωνικής καταγωγής. Συνεπώς, ο μικρός Χικμέτ μεγάλωσε μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο, αν μη τι άλλο, ευνοούσε την πνευματική του ανάπτυξη.
Η εκπαίδευση του Χικμέτ στη ναυτική σχολή της Κωνσταντινούπολης δεν ολοκληρώθηκε γιατί αποβλήθηκε, το πιθανότερο λόγω των πολιτικών αντιλήψεών του. Αλλες πηγές αναφέρουν πιο συγκεκριμένα ότι συμμετείχε σε μια σπουδαστική επαναστατική κίνηση. Η αφορμή πάντως για την έξοδό του από το ναυτικό το 1920, μετά από ένα χρόνο θητείας σε ένα κρουαζιερόπλοιο, ήταν η γνωμάτευση ενός υγειονομικού συμβουλίου που τον απάλλαξε για «λόγους υγείας». Την περίοδο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Τουρκίας – που για την Ελλάδα κατέληξε σε μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της, το τίμημα του τυχοδιωκτισμού της ελληνικής αστικής τάξης για την εξυπηρέτηση του αγγλικού ιμπεριαλισμού – ο Χικμέτ βρισκόταν στη Μικρά Ασία με τον φίλο του, Βαλά Νουρετίν και εργαζόταν σαν δάσκαλος. Οι δύο φίλοι και συναγωνιστές συμμετείχαν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και αργότερα ταξίδεψαν στην ΕΣΣΔ. Στη Χώρα των Σοβιέτ, οι δύο φίλοι σπούδασαν στη Σχολή Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών της Μόσχας. Εκτός όμως από την ακαδημαϊκή μόρφωση, ο Χικμέτ είχε την ευκαιρία να εμβαθύνει στη μαρξιστική φιλοσοφία και ιδεολογία, αλλά και να γνωρίσει προσωπικά τον, κατά έξι χρόνια μεγαλύτερό του, μεγάλο ποιητή του Οχτώβρη, Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι.
Γι’ αυτή την πρώτη περίοδο της παραμονής του στην ΕΣΣΔ, μας πληροφορεί ο ίδιος ο ποιητής με στίχους όπως: «Στο εικοσιτετράωρο: 24 ώρες Λένιν/ 24 ώρες Μαρξ/ 24 ώρες Ενγκελς/ εκατό δράμια μαύρο ψωμί/ 20 τόνους βιβλία/ και 20 λεφτά για…».
Για μια επαναστατική ποίηση
Εδώ αξίζει να κάνουμε μία παρένθεση που έχει σημασία για τη διαμόρφωση του ποιητικού λόγου του Χικμέτ. Αν και μεγάλο μέρος της κριτικής εκτιμά πως ο Χικμέτ δέχτηκε μεγάλη επίδραση από τον Μαγιακόφσκι, κυρίως στον τομέα της τεχνοτροπίας, ο μεταφραστής του Χικμέτ στα ελληνικά, Στέλιος Μαγιόπουλος, εκτιμά πως αυτή η επίδραση -αν υπήρχε- ήταν ασήμαντη και δεν έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ποιητική του δημιουργία. Αντίθετα, κάνει λόγο για «τυχαία συνάντηση των δύο μεγάλων ιδιοφυιών, που συμπτωματικά κι οι δυο θελήσανε να σπάσουνε τα δεσμά της σκέψης και της τέχνης…». Θα πρέπει να σημειωθεί ωστόσο, πως το 1921 που ο Χικμέτ γνωρίζει τον Μαγιακόφσκι, ο τελευταίος είναι πασίγνωστος και ήδη ταυτισμένος στη συνείδηση των λαών της ΕΣΣΔ σαν ο ποιητής της Επανάστασης. Τα ποιήματά του κυκλοφορούν παντού και οι στίχοι του βρίσκονται σε όλα τα χείλη. Ο Μαγιόπουλος έχει απόλυτο δίκιο όταν επιχειρεί να υπερασπιστεί το έργο του Χικμέτ από τους «καλοθελητές» που τον ήθελαν -ίσως και να τον θέλουν ακόμη- σαν έναν όχι και τόσο δυνατό ποιητή όσο ο Μαγιακόφσκι.
Ωστόσο οι δύο ποιητές δεν μπορούν να μπουν ούτε καν σε φιλολογική αντιπαράθεση, γιατί, παρά τα ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά τους, είναι και οι δύο εκφραστές της κουλτούρας, κατ’ αρχήν, των λαών τους. Συνεπώς, η ποιητική τους δύναμη είναι ισάξια. Πάντως, ο Χικμέτ δεν είχε στο νου του τον Μαγιακόφσκι όταν έγραφε: «Την ορμή μου την έχω πάρει εγώ απ’ τους αιώνες./ Κάθε στίχος δικός μου θυμίζει κι ένα ηφαίστειο./ Δεν έκλεψα εγώ μήτε έναν παρά/ απ’ τον ίδρω του λαού/ και μήτε στίχο απ’ την τσέπη αλλουνού ποιητή». Οι στίχοι αυτοί ταιριάζουν περισσότερο για να περιγράψουν την περίοδο που ο ποιητής θα αντιμετώπιζε όχι μόνο την καταστολή του καθεστώτος της πατρίδας του, αλλά και τις πολλές απόπειρες κατασυκοφάντησης της προσωπικότητας και του έργου του, όπως θα δούμε αργότερα.
Το σίγουρο είναι πως ο Χικμέτ ήταν ανοιχτός στα νέα λογοτεχνικά ρεύματα και δε φοβόταν τον πειραματισμό στη μορφή. Ο πειραματισμός αυτός όμως ήταν συνειδητά υποταγμένος στην ανάγκη έκφρασης του οράματος του κομμουνιστή ποιητή, που δεν ήταν άλλο από την απελευθέρωση από την ταξική καταπίεση, τη φτώχεια και τον πόλεμο. Για τη σύνθεση του ποιήματος έλεγε (όπως το μεταφέρει ο Μαγιόπουλος) πως «πρέπει να είναι τέτοια που αν αφαιρέσει κανείς κι ένα κόμμα, όχι μονάχα να μην μπορούμε να φτάσουμε στο ουσιαστικό, στο εξαίρετο, μα το παν να καταρρεύσει». Αν και δεν είναι ο πρώτος Τούρκος λογοτέχνης που έγραψε σε ελεύθερο στίχο, ωστόσο ήταν αυτός που μετέτρεψε τον ελεύθερο στίχο σε λογοτεχνικό «όπλο» του καταπιεσμένου λαού του. Άλλωστε είχε αποδείξει πως κατείχε πολύ καλά και την τεχνική της παραδοσιακής μετρικής ποίησης.
Στράτευση και καταστολή
Λογική συνέχεια της μέχρι τότε πορείας του νεαρού ποιητή και επαναστάτη ήταν η στράτευσή του, το 1923, στο παράνομο Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας. Ένα χρόνο αργότερα επιστρέφει στην Τουρκία και αρχίζει να γίνεται γνωστός. Στη γνωριμία του έργου του ποιητή με το ευρύ κοινό βοηθά και η ιδιόμορφη κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Τουρκίας εκείνη την εποχή, η οποία, αν και έχει το τούρκικο ΚΚ στην παρανομία, ωστόσο, η αστική κεμαλική δημοκρατία δεν έχει περάσει ακόμη στην πλήρη αντιδραστική της φάση και αναζητά «ανοίγματα» και συνεργασίες που θα την εδραιώσουν στη λαϊκή συνείδηση. Έτσι, ο Χικμέτ γράφει ελεύθερος τα έργα του, τα απαγγέλλει στο ραδιόφωνο της Κωνσταντινούπολης, ηχογραφούνται και κυκλοφορούν παντού. Παράλληλα εργάζεται σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες που φιλοξενούν και ποιήματά του. Συγχρόνως, ο ποιητής γνωρίζει από κοντά την ανυπόφορη ζωή και την εξαθλίωση της εργατικής τάξης της χώρας του, για την οποία δεν έχει αλλάξει τίποτα, ουσιαστικά, από την εποχή των πασάδων.
Η περίοδος της αλογόκριτης «ευφορίας» πέρασε πολύ γρήγορα για την Τουρκία του μεσοπολέμου και φυσικά και για τον ποιητή. Αρχίζει η περίοδος που ο Χικμέτ θα αρχίσει να αισθάνεται την πολύπλευρη πίεση του καθεστώτος, ενώ θα δει και τον φίλο του Νουρετίν να προσχωρεί στις εθνικιστικές απόψεις του «τουρκισμού» και στην αντίδραση. Ηδη έχει αρχίσει να χρησιμοποιεί στα άρθρα του στις εφημερίδες ψευδώνυμο (Ορχάν Σελίμ). Το 1925 ο Χικμέτ ξαναπάει στην ΕΣΣΔ και επιστρέφει το 1928. Ενώ βρίσκεται σε δημιουργική έξαρση και γράφει ασταμάτητα όλα τα είδη του λόγου με την ποίηση να βρίσκεται σε πρώτη προτεραιότητα, το καθεστώς αρχίζει να τον κυνηγά: σχεδόν μετά από κάθε έκδοση έργου του, ακολουθεί δίκη. Η καταστολή όμως δεν μπορεί να σταματήσει την αυξανόμενη απήχησή του στο λαό. Το καθεστώς βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση και αντιδρά σπασμωδικά, ακόμη και κωμικοτραγικά. Για παράδειγμα, το 1930, μερικά ηχογραφημένα του ποιήματα (μην ξεχνάμε τον αναλφαβητισμό που μάστιζε τον τουρκικό λαό, με αποτέλεσμα ο Χικμέτ να επιστρέφει, έστω και με τη βοήθεια της τεχνολογίας, στην πρακτική των «βάρδων») πουλήθηκαν μέσα σε 20 μόλις μέρες. Όχι μόνο αυτό, αλλά οι ηχογραφήσεις ακούγονταν σε κάθε δημόσιο χώρο. Για να μπορέσει να σταματήσει η αστυνομία την «ενοχλητική» αυτή φωνή… αναγκάστηκε να αγοράσει τα δικαιώματα των ηχογραφήσεων από την εταιρία!
Παράλληλα, οι διανοούμενοι του καθεστώτος προσπαθούν να συκοφαντήσουν τον ποιητή στο λαό και στους συναγωνιστές του. Με αφορμή τη χρήση του ψευδωνύμου διαδίδουν πως ο Χικμέτ έχει αρχίσει να αλλάζει την ιδεολογία του και να ασπάζεται τις εθνικιστικές ιδέες. Τη συκοφαντία αυτή τη «στηρίζουν» με το εξωφρενικό «επιχείρημα» πως το ψευδώνυμο «Ορχάν Σελίμ» είναι αμιγώς τουρκικό, σε αντίθεση με το αραβικής προέλευσης, Ναζίμ Χικμέτ! Ο ποιητής τους ξεσκεπάζει μέσα από το έργο του. Βλέποντας ότι δεν τα καταφέρνουν, από το 1935 προσπαθούν να εμφανίσουν τον Χικμέτ ακόμη και ως αγράμματο! Ενώ υπήρξαν και άλλοι χαρακτηρισμοί όπως «τρελός»! Όλες οι κατηγορίες των, σίγουρα πληρωμένων από το καθεστώς, κονδυλοφόρων, πέφτουν στο κενό: όχι μόνο ατσαλώνουν ακόμα πιο πολύ τον ποιητή, αλλά δεν μπορούν να σταματήσουν και τη διάδοση του έργου του.
«Η καρδιά μου πάλι θα χτυπήσει!»
Το 1935 παντρεύεται με την πρώτη του γυναίκα. Συνεχίζει να γράφει με διάφορα ψευδώνυμα, ενώ εργάζεται και σαν σεναριογράφος. Την ίδια περίοδο θα γράψει και θεατρικά έργα. Το 1938 το καθεστώς τον καταδικάζει σε 40 χρόνια φυλακή. Σε όλη τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, ο Χικμέτ θα γνωρίσει «από μέσα» πολλές φυλακές σε όλη την επικράτεια της χώρας. Ο ποιητής όμως δε θα λυγίσει: «Τρύπησαν την καρδιά μου από δεκαπέντε μεριές./ Θάρρεψαν πως δε θα χτυπάει πια η καρδιά μου από τη λύπη της!/ Η καρδιά μου πάλι χτυπά/ η καρδιά μου πάλι θα χτυπήσει!!».
Κάτω από την πίεση της παγκόσμιας κατακραυγής, το καθεστώς αναγκάζεται να απελευθερώσει τον ποιητή, ο οποίος είχε ξεκινήσει απεργία πείνας, το 1950. Την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης. Ωστόσο παρακολουθείται συνεχώς. Αρχίζει και πάλι να εργάζεται σαν σεναριογράφος αλλά οι πιέσεις συνεχίζονται. Αν και απαλλαγμένος από τη στρατιωτική θητεία, το καθεστώς τον καλεί να καταταγεί! Το 1951 φεύγει κρυφά στη Ρουμανία και την ίδια χρονιά του αφαιρείται η τουρκική ιθαγένεια, η οποία του δόθηκε και πάλι… μόλις πέρυσι (το 2001). Ταξιδεύει σε πολλές χώρες και το 1952 εκλέγεται μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης. Το 1960 παντρεύεται για δεύτερη φορά στην ΕΣΣΔ. Τα ξημερώματα της 3ης Ιούνη 1963, η μεγάλη καρδιά που χώρεσε όλον τον κόσμο έπαψε να χτυπά. Αλλά, όπως και ο ίδιος προέβλεψε, συνεχίζει να «χτυπά» μέσα από το έργο του…
πηγή: http://www.toperiodiko.gr