Άρθρο του Λευτέρη Κούμα
Ο “μήνας του μέλιτος” που ακόμη διανύουμε με την κυβέρνηση δεν πρέπει να μας στερεί τη δυνατότητα να έχουμε σαφή αντίληψη της πραγματικότητας: Πως είναι εξαιρετικά δύσκολο για οποιαδήποτε παράταξη να οδηγήσει μόνη της τη χώρα από το πεδίο του “νοικοκυρέματος” στο πεδίο της πραγματικής ανάπτυξης. Όχι μόνο λόγω του πλήθους και της δυσκολίας των προβλημάτων, αλλά και γιατί ο “βασικός κανόνας” της πολιτικής ζωής -με τον οποίο συμβιβαζόμαστε διαρκώς- είναι οι ατέρμονες κομματικές αντιδικίες και η υποχωρητικότητα σε πολυειδή συμφέροντα.
1η ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
Καταρχάς, το πολιτικό ζητούμενο -εδώ και μια δεκαετία- δεν είναι η διαμόρφωση ενός νέου στείρου δικομματισμού. Ή η οχύρωση -σώνει και καλά- των τριών πρώτων κομμάτων σε ανυπέρβλητες διαφορές. Αλλά η οχύρωση της Ελλάδας σε ένα “modus vivendi” επίτευξης συναινέσεων. Έτσι ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα νοικοκυρέματός της, ν’ αποφεύγονται τ’ αδιέξοδα και οπισθοδρομήσεις, και να εισέλθουμε πατώντας πιο σταθερά στα πόδια μας σε τροχιά ανάπτυξης.
Είναι λοιπόν αδιανόητο να μη συζητούν μεταξύ τους κυβέρνηση και αντιπολίτευση πώς, για παράδειγμα, η μείωση της φορολογίας (η “σημαία” της κυβέρνησης) θ’ αποτελέσει τη βασική παράμετρο μιας αναπτυξιακής πορείας, γνωρίζοντας ότι δεν αρκεί από μόνη της ώστε να προκύψει η δυναμική που θα στηρίξει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ή πώς μπορούν να ενδυναμώσουν την πορεία της χώρας η Συνταγματική Αναθεώρηση, ο εκλογικός νόμος, το θεμελιώδες τρίπτυχο της Πολιτείας “Αξιοκρατία-Ανεξαρτησία Θεσμών-Διαφάνεια”, κ.ά.
Βεβαίως, δεν είναι εύκολη υπόθεση για τον πολιτικό κόσμο να επιδείξει, από τη μια μέρα στην άλλη, το σθένος να εγκαταλείψει τη νοοτροπία ή το πρόσχημα των ανυπέρβλητων διαφορών και ν’ αναπτύξει κουλτούρα συναινέσεων. Αυτό μπορεί να λάβει υπόσταση -κυρίως- με πίεση “από κάτω προς τα πάνω”. Από τους πολίτες. Συζητώντας το διαρκώς. Και κρατώντας αποστάσεις, τόσο από τις άνευ τέλους πολιτικές αντιδικίες, όσο και από τη σύναψη σχέσεων “εξάρτησης” με τον πολιτικό κόσμο.
2η ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
Επίσης, πρέπει να έχουμε συνείδηση πως η λογική της υποχωρητικότητας σε “συμφέροντα” και η επίτευξη πραγματικής ανάπτυξης δεν πάνε μαζί. Είναι άλλο πράγμα η ανάπτυξη που θα έχει ως κεντρικό στόχο να προάγονται η επιχειρηματικότητα, η εργασία και οι κοινωνικές παροχές, με ανθεκτικούς όρους διαφάνειας και αξιοκρατίας. Δηλαδή που θα ωφελεί με δικαιοσύνη όλο και περισσότερους. Και άλλο πράγμα μια “αλά καρτ” ανάπτυξη που θα μεροληπτεί υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων. Η οποία, ενδεχομένως, θα στηρίζεται και στην προπαγάνδα πως όλα πάνε πρίμα, πως η Ελλάδα πλέει σε πελάγη κανονικότητας. Αυτή θα είναι μια προβληματική κατάσταση που θα μας επιφυλάσσει διεύρυνση των ανισοτήτων, καθώς και νέα αδιέξοδα και οπισθοδρομήσεις.
Εξάλλου, η πραγματική, η δίκαιη, ανάπτυξη θα επιτρέψει υπό προϋποθέσεις να τεθεί και ο κορυφαίος στόχος για την επιβίωση -σε βάθος χρόνου- της Ελλάδας: Ν’ αποκτήσει μια διακριτή, σημαίνουσα, θέση στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Έχουμε άραγε ως λαός αποθέματα ταλέντου έτσι ώστε, με την ενθάρρυνση μιας “νοικοκυρεμένης και δίκαιης Πολιτείας”, να διακριθούμε διεθνώς στο πεδίο της τεχνολογίας, των επιστημών, της πνευματικής δημιουργίας;
3η ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
Η ΝΔ επειδή “απαίτησε” την αυτοδυναμία, κι επειδή για να κερδίσει τις εκλογές βασίστηκε αρκετά στην επικοινωνιακή στρατηγική που προμοτάριζε επί τρία χρόνια τον Μητσοτάκη ως μετριοπαθή, σύγχρονο πολιτικό, που μπορεί να νοικοκυρέψει την Ελλάδα και να την καταστήσει μια σταθερά αναπτυσσόμενη χώρα, μόλις ανέλαβε τη διακυβέρνηση φρόντισε να στείλει το “μήνυμα” πως ήρθε έτοιμη για να κυβερνήσει. Έτσι ώστε να κερδίσει τις εντυπώσεις.
Στην πραγματικότητα η κεντρική ιδέα του Μητσοτάκη είναι απλή: Να μειωθεί η φορολογία και να διαμορφωθεί ένα περιβάλλον ευνοϊκό για ξένους και εγχώριους επενδυτές. Όμως, αυτή η συνταγή, αν και λογική, προκαλεί ανησυχία για το κατά πόσο θα είναι αποτελεσματική στην περίπτωση της Ελλάδας. Για συγκεκριμένους λόγους.
Σε γενικές γραμμές, όπως εκτιμούν οικονομικοί και πολιτικοί αναλυτές, δεν αρκεί η μείωση της φορολογίας για να προκύψει η δυναμική που θα στηρίξει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (4%), αλλά απαιτούνται -για παράδειγμα- και κατάλληλες δημόσιες επενδύσεις. Και όχι μόνο! Επίσης, για τη διάχυση των θετικών επιπτώσεών της απαιτείται χρόνος, και άρα θα πρέπει η Ελλάδα να είναι -εντωμεταξύ- τυχερή να μην περιέλθει η διεθνής οικονομία σε περιβάλλον ύφεσης. Και επιπλέον η οικονομία της χώρας έχει “σκληρές” ενδογενείς παθογένειες, δεν διαθέτει βιομηχανική παραγωγή, ενώ το κράτος είναι ιδιαίτερα δυσλειτουργικό. Είναι δικαιολογημένος προβληματισμός.
Προφανώς η άσκηση ενδελεχούς κριτικής αυτήν τη στιγμή στη ΝΔ, τόσο για την προοπτική του κεντρικού σχεδιασμού της, όσο και για τα ως τώρα νομοσχέδιά της, είναι “δύσκολη”. Γιατί βρίσκεται ακόμη στην αρχή της διακυβέρνησής της. Αλλά και γιατί απολαμβάνει -είναι γεγονός- την επικοινωνιακή προστασία πολλών, με αποτέλεσμα μόλις την αμφισβητήσει κανείς, να “κατηγορείται” πως ασκεί κριτική για την κριτική. Ασφαλώς, τα πράγματα θα είναι διαφορετικά μετά από έξι μήνες, έναν χρόνο, όταν θα έχει σπαταλήσει πολιτικό κεφάλαιο και τ’ αποτελέσματά της θα είναι μετρήσιμα στο πεδίο της πραγματικότητας.
ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΧΟΥΝ ΜΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΑ ΕΞΗΣ
Ο Μητσοτάκης υποσχέθηκε προεκλογικά -ακόμη και σε περίπτωση αυτοδυναμίας- “εθνική συνεννόηση”. Τι κάνει γι’ αυτήν; Έχει υπολογίσει την περίπτωση να λοξοδρομήσουν τα όποια συμφέροντα τον στηρίζουν και να διαβρωθεί εκ των έσω η κυβέρνησή του; Επίσης, από το βήμα της Δ.Ε.Θ. δήλωσε πως θ’ αγωνιστεί για τους ανθρώπους του μόχθου! Το εννοεί; Ή, τελικά, η κυβέρνησή του θα κάνει διακρίσεις υπέρ των “εχόντων και κατεχόντων”, υπέρ ημετέρων, υπέρ ορισμένων συντεχνιών, κ.ο.κ. ;
Κι ακόμη, υπάρχει ποτέ περίπτωση ν’ αναδείξει ο Μητσοτάκης στα διεθνή forum την ανάγκη για ένα κανονιστικό πλαίσιο που θα άρει τις υπερβολές των “αγορών”; Τα προτάγματα που θέτουν οι “αγορές” δεν αποτελούν θέσφατο. Η αντίληψη πως η πολιτική πρέπει να έπεται της οικονομίας είναι προβληματική.
Τέλος, η ΝΔ, επειδή βλέπει την κρίση που διέρχεται η κεντροαριστερά μετά την πτώση του ΠΑΣΟΚ, θα επιδιώξει -τώρα που επανήλθε στην εξουσία- την εδραίωση της πολιτικής της ηγεμονίας. Όμως, τι θα κάνει ο Μητσοτάκης, που έχει υποσχεθεί ένα “μετριοπαθές πρόσωπο”, αν τυχόν διαπιστώσει πως η κυβέρνησή του αποτυγχάνει; Θα παραδεχθεί την αποτυχία; Ή θα προσφύγει στην “ωραιοποίηση” του κυβερνητικού έργου και στην ακραία πόλωση;