Πολλά έχουν ειπωθεί για τον Μάνο Χατζιδάκι, προσωπικότητα που άφησε πίσω της έργο. Σήμερα 26 χρόνια μετά τον θάνατο του , προσπαθούμε να σας παρουσιάσουμε κάποιες πτυχές της προσωπικότητας του μέσω κάποιων συνέντεύξεων του αλλά και μέσω των δικών του λόγων.

Σε μια συνέντευξη του το 1988, η δημοσιογράφος Όλγα Μπακομάρου γιατο Περιοδικό “Γυναίκα” , χαρακτηρίζε τον Χατζιδάκι “πνευματική προσωπικότητα… που μετέδωσε την ποιότητα… και έκανε καλό στον τόπο”. O Χατζιδάκις αρνείται όλους τους χαρακτηρισμούς και ανέφερε όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνεται στο παρακάτω απόσπασμα.

Τελικά, πείτε μου, αν είναι δυνατόν με δυο λόγια, ποιος είστε κ. Χατζιδάκι;
Ένας Ξανθιώτης με κρητική καταγωγή, που ζει στην Αθήνα από το ’31.
Πέραν αυτού;
Τίποτε άλλο.
Όλα αυτά, η παρουσία σας στην καλλιτεχνική ζωή του τόπου, οι επιτυχίες σας…
Δεν με απασχολούν. Σας δίνω το λόγο μου. Εμένα εκείνα που με απασχόλησαν είναι άλλα πράγματα, τα οποία τα πραγματοποίησα εν πολλοίς.
Δηλαδή;
Άσχετο.
Στην ιδιωτική σας ζωή;
Στην ιδιωτική μου ζωή.
Στην τελείως ιδιωτική σας;
Στην εντελώς. Και γι’ αυτό θεωρώ τον εαυτό μου επιτυχή. Από κει και πέρα, η μουσική μου δραστηριότητα και η απήχηση της δουλειάς μου στον κόσμο ουδόλως με ενδιαφέρει.
Να το πιστέψω αυτό;
Τι φταίω εγώ αν δεν το πιστέψετε; Εγώ ενεργώ, βέβαια, βάσει ορισμένων κανόνων που με χαρακτηρίζουν, δεν μπορώ για παράδειγμα να είμαι πρόχειρος στις εκδηλώσεις μου, αλλά πέραν αυτού, αδιαφορώ για την απήχηση που μπορεί να έχω. Εξίσου ενθουσιάζομαι με τριάντα ανθρώπους και εξίσου ενθουσιάζομαι μ’ έναν άνθρωπο και εξίσου με χίλιους. Oι παραπάνω λιγάκι μ’ ενοχλούν. (…)

Λένε ότι μοιάζετε με παιδί. Είστε λίγο σαν ένα παιδί;
Εγώ μιλάω σοβαρά. Τώρα αν οι άλλοι με παίρνουν σαν παιδί, δεν φταίω εγώ. Έτσι είμαι όταν είμαι μόνος σπίτι μου.
Αισθάνεστε καθόλου παιδί, ωστόσο;
Όσο μου επιτρέπει η ηλικία μου. Είμαι 63 ετών.
Κάνετε σκανταλιές;
Όσες μπορώ.
Σαν τι θα μπορούσατε να κάνετε;
Έκανα πολλές. Έγινα Διευθυντής της Κρατικής, έγινα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Λυρικής. Όλα αυτά ήταν σκανταλιές. Ενώ οι άλλοι τα ‘καναν σοβαρά, εγώ τα ‘κανα για παιχνίδι. Μόνο που δεν τους άφησα να το υποπτευθούν.
Σας αρέσει να τους την φέρνετε έτσι, καμιά φορά;
Όχι, δεν έχω τέτοια πρόθεση. Εμένα με ενδιαφέρει να παίξω για να κοιμηθώ.
Να παίξετε για να κοιμηθείτε!
Ναι. Όπως κάνουν τα παιδιά, που παίζουν όλη τη μέρα, να ξοδέψουν τη ζωτικότητά τους και το βράδυ να πάνε να κοιμηθούν.
Σας ανέχονται όμως.
Δεν ξέρω αν με ανέχονται, εγώ πάντως κάνω εκείνο που θέλω.
Σας ανέχονται.
Ε, τότε, δόξα τω Θεώ, θα πει ότι εργάστηκα καλά μέχρι τώρα, ώστε να ανέχονται τις σκανταλιές μου.
Είναι φανερό ότι είστε ευχαριστημένος.
Από τη ζωή μου; Καλά πήγε.
Και πάει.
Και πάει.

Ο Μάνος Χατζιδάκις όμως μπορούσε να σκιαγραφήσει ο ίδιος την εποχή του αλλά και το μέλλον μέσα από τα κείμενα του όπως το παρακάτω.

“Τώρα βλέπεις μιαν άλλη, εξίσου άσχημη κατάσταση: η… μη πολιτικοποίηση. Αδιαφορία. Κι αυτό δε μ’ αρέσει επίσης καθόλου. Είναι άθλιο. Ένας νέος  που δεν μετέχει στα κοινά είναι ανάξιος να λέγεται νέος. Δεν μπορεί ένας νέος να εξαντλείται στα ερωτικά του ενδιαφέροντα, στα χορευτικά και στην… ιδεολογία του Ολυμπιακού! Η νεολαία σήμερα απέχει από τα κοινά κι αυτό θα δημιουργήσει πολίτες αδιάφορους. Και πολίτες αδιάφοροι ανοίγουν τις πόρτες σε δεινά. Πιστεύω  πως μια κυβέρνηση που θα προκύψει μελλοντικά, πρέπει να φροντίσει ώστε να τοποθετήσει ανάμεσα στους νέους τις έννοιες της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας. Ώστε όλα τα σκοταδιστικά στοιχεία, οποθενδήποτε προερχόμενα, να αντιμετωπίζουν την αντίδραση της υγιούς νεολαίας. Μόνο έτσι θα είμαστε ήσυχοι ότι ο τόπος θα προχωρήσει σωστά. Φτιάξε ελεύθερους ανθρώπους για να έχεις ελεύθερο χώρο.”

“Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη.Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.

Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος.”

“Πάντα μ’ απασχολούσε το γνωστό εμβατήριο “Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει”. Έλεγα μέσα μου, εφόσον η Ελλάδα δεν πεθαίνει ποτέ, πάει να πει πως και ποτέ δεν θα αναστηθεί.”

διάβασε και αυτό  Τρίτη το τελευταίο Αντίο στον Σπύρο Κυπριδάκη στα Τρίκαλα

“Ποτέ δεν πρόκειται να τελειώσει η ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και η ανθρώπινη ευπιστία. Πάντα ο άνθρωπος θα πιστεύει πως τα όνειρά του θα δικαιωθούν. Αλλά και πάντα θα αγνοεί πως ο ίδιος καταστρέφει τα όνειρά του με το να ξυπνά κάθε πρωί. Κάθε πρωί κι όχι για πάντα, μια και μόνη φορά.”

“Στην Αθήνα όταν τελειώνει το καλοκαίρι είναι γιορτή. Και η νύχτα είναι πιο όμορφη κι από την πιο όμορφη γυναίκα. Μια τέτοια νύχτα, πάνω σε μια ταράτσα με πολύ κόσμο που μίλαγε και τραγουδούσε, ο Καζάν μου φώναξε από μακριά: “Θέλεις να γράψεις τη μουσική για το America, America;” Κείνη την ώρα ακριβώς, η Ακρόπολη, χρωματισμένη σαν γλυκό συνοικιακού ζαχαροπλαστείου από το Ήχος και Φως, με Δωρικές τρομπέτες και Ιωνικές συγχορδίες, ετρόμαξε κι αυτόν κι εμένα, ενώ μια τρομερή φωνή μας υπενθύμιζε πως πριν τρεις χιλιάδες χρόνια οι Αθάνατοι Έλληνες φτιάξανε τον Αθάνατο Παρθενώνα… και η Ακρόπολη άλλαζε χρώματα από την ντροπή της. Τη στιγμή που είπα στον Καζάν ότι δέχομαι, η Ακρόπολη είχε γίνει “πράσινη” από το κακό της και οι κιθάρες άρχισαν να παίζουν γλυκανάλατα τα Παιδιά του Πειραιά. Ακούγοντάς το ο Καζάν, μου φώναξε αγαναχτισμένα πως δε θέλει στη μουσική που θα του φτιάξω μπουζούκια ή οτιδήποτε που να θυμίζει την άλλη “αθάνατη” δημιουργία το Ποτέ την Κυριακή. “Συμφωνώ”, του απάντησα. Κι έτσι άρχισε το πρόβλημα. Τι όργανα θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω στη μουσική του America, America. Αυτά έγιναν το 1962.

Μια άλλη νύχτα, στη Νέα Υόρκη του Σεπτέμβρη το 1963, βρήκα επιτέλους πως θα ταίριαζε πολύ στις αντιδράσεις του Σταύρου -του ήρωα της ταινίας- ένα σαντούρι, που να κυριαρχεί πάνω σ’ όλα τα άλλα όργανα. Τι είναι το σαντούρι; Μια μπαγκέτα που χτυπά δυνατά πάνω σε μια γυμνή χορδή. Κάτι σαν τσέμπαλο. Τουλάχιστον έτσι το θέλησα εγώ. Έντεκα νύχτες, καθόλου όμορφες, στην Αθήνα του Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, έγραψα μες σ’ ένα στούντιο τέσσερις ενότητες μουσικής για το America, America σύμφωνα με τα αρχικά μου σχέδια. Για το χωριό, για την πόλη, για την αστική οικογένεια των Σινίκογλου και για το βαπόρι που ταξιδεύει για την Αμερική. Μια άλλη νύχτα, στις 26 Οκτωβρίου του 1963, επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, χάνω τα αρχικά μου σχέδια με την τσάντα μου σ’ ένα ταξί. Μα ευτυχώς η μουσική μου είχε τελειώσει.

Και μια βροχερή νύχτα στο Figaro του Greenwich Village έγραψα αυτά τα λίγα λόγια, μαζί με την αγάπη μου για τον Καζάν και την ταινία του, που μου έδωσαν την ευκαιρία να γράψω αυτή τη μουσική.”

“Δε μ’ αρέσει να παριστάνω τον πολύ Έλληνα. Θέλω να είμαι όσο είμαι. Καιρός είναι η έννοια Έλληνας να δώσει τη θέση της στην έννοια άνθρωπος. Και τότες πιστεύω πως θα συνδεθούμε με μια πιο βαθιά παράδοση που, κατά σύμπτωση, είναι κι αυτή γνησίως ελληνική.”

«H εξουσία είναι μια εγωπαθής και ανεγκέφαλη κυρία που αγαπάει τους εραστές της και καταδιώκει όσους την αντιπαθούν και την εχθρεύονται.»”Νιώθω Έλληνας αν αυτό σημαίνει Ευρωπαίος. Κι Ευρωπαίος, αν αυτό συμπεριλαμβάνει την ελληνικότητά μου.”

“Προτιμώ χίλιες φορές τις ανίσχυρες κυβερνήσεις από τις ισχυρές. Η Ιταλία, χάρη στις ανίσχυρες κυβερνήσεις της, μεταπολεμικά, χαμογελούσε συνεχώς και αναπτυσσότανε. Σε αντίθεση με μας, που μετά τον πόλεμο, αν και “νικητές”, δακρύσαμε πολλές φορές, κάτω από “σιδηρές πυγμές” κυβερνήσεων και… μείναμε υποανάπτυκτοι.”

“Την εποχή εκείνη στο “Εθνικό Θέατρο” ήταν διευθυντής ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο οποίος θαύμαζε πολύ το ταλέντο μου και μ’ άφηνε να κάνω ό,τι μου κάπνιζε. Στο “Όνειρο θερινής νύχτας” μάλιστα, εκτός από τη μουσική ήθελα να κάνω και τη χορογραφία. Ο Θεοτοκάς μου έδωσε να την κάνω. Με μάγεψε το ότι είδα στις αφίσες του “Εθνικού” όχι το: “Μουσική Μάνου Χατζιδάκι” – που το είχα συνηθίσει – αλλά: “Χορογραφίες Μάνου Χατζιδάκι”.

Λοιπόν έγινε η πρεμιέρα, όλος ο κόσμος με κοίταζε σαν ένα παιδί θαύμα, σαν τον Σγούρο της εποχής, με συγχαίρανε, έρχεται και ο Γκάτσος πολύ αυστηρός και μου παρατηρεί μπροστά σε όλους: “Ελπίζω να σταματήσεις να κάνεις αυτές τις ανοησίες”. Ο Θεοτοκάς του λέει: “Μα Νίκο, πώς μιλάς έτσι στον Μάνο;”. “Ξέρω, ξέρω” λέει αυτός, μας χαιρέτησε κι έφυγε. Εγώ έμεινα αποσβολωμένος.

διάβασε και αυτό  Τζον Λένον – Τιμή «μαμούθ» για ακυκλοφόρητο τραγούδι του θρυλικού σκαθαριού

Ενώ ζούσα έναν θρίαμβο, ξαφνικά έρχεται εκείνος και μου δίνει μια τεράστια ψυχρολουσία. Μια βδομάδα έκανα να μιλήσω μαζί του. Αλλά τελικά κατάλαβα ότι είχε δίκιο. Είχα μεθύσει από την επιτυχία μου σε όλα τα επίπεδα, και έκανα ανοησίες. Αυτά είναι χαρακτηριστικά ανεκδοτολογικά δείγματα. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω πολλές φορές μαζί του για χιλιάδες θέματα και να μου μάθει να σκέπτομα ακριβά κι όχι εύκολα. Διότι έπρεπε ν’ ανταποκριθώ στη σκέψη του. Ο Γκάτσος γνωρίζει πολύ περισσότερα από όσα σου αφήνει να καταλάβεις όταν είσαι σε μια κατευθείαν συνομιλία μαζί του.

Αυτό είναι ίδιον των σοφών ανθρώπων: δεν σου κάνουνε επίδειξη γνώσεων, σου λένε τ’ απαραίτητα, και σε σένα εναπόκειται ν’ αντιληφθείς ότι αυτά τ’ απαραίτητα εμπεριέχουν βαθύτατη γνώση, και δεν είναι απλώς μια στοιχειώδης έκφραση τυχαίων απόψεων.”

«Τώρα που ζω με τον εαυτό μου βαθειά κι απόλυτα, θέλω να μάθω ο ίδιος ποιος υπήρξα, τι σκέφτηκα, πώς έζησα και τι είναι αυτό που συνθέτει την μελλοντική μου απουσία«. (σημείωμά του στο δίσκο «Αθανασία»)

«Αδιαφορώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ».

“Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενυσχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.

Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.”

«Λένε πως οι καλλιτέχνες είναι είτε κομμουνιστές είτε ομοφυλόφιλοι. Εγώ πάντως δεν είμαι κομμουνιστής…»

«Οι εκ παραδόσεως αρσενικοί φροντίζουν να είναι ακριβείς στα ραντεβού τους με τους φίλους τους». (επίπληξη στον Βασίλη Βασιλικό)

«Ο,τι έχω ιερό: Να περιφρονώ τις συνήθειες των πολλών, τη λογική του κράτους και την «ηθική» των συγγενών μου. Να αγαπώ με πάθος τους κυνηγημένους, τους ανορθόδοξους και τους αναθεωρητές».

«Ποτέ δεν πρόκειται να τελειώσει η ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και η ανθρώπινη ευπιστία. Πάντα ο άνθρωπος θα πιστεύει πως τα όνειρά του θα δικαιωθούν. Αλλά και πάντα θα αγνοεί πως ο ίδιος καταστρέφει τα όνειρά του με το να ξυπνά κάθε πρωί. Κάθε πρωί κι όχι για πάντα, μια και μόνη φορά».«Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει: Πάντα μ’ απασχολούσε το γνωστό εμβατήριο όσες φορές τ’ άκουγα. Έλεγα μέσα μου, τι άραγες εννοεί; Σκέφτηκα, σαν κάτι να φωτίστηκε μέσα μου, εφόσον η Ελλάδα δεν πεθαίνει ποτέ, πάει να πει πως και ποτέ δεν θα αναστηθεί».

 “Η παράδοση έχει αξία μονάχα όταν δεν στηρίζεται στην αναπαράσταση, αλλά στην καθημερινή και δίχως επιτήδευση ζωή μας. Όταν δηλαδή το κληροδότημα χρησιμοποιείται φυσικά, και δίχως την ανάγκη επεξήγησης. Τότε μονάχα οφείλει να υπάρχει. Διαφορετικά, θάναι καλό να εξαφανιστεί μέσα στον Χρόνο, κι ας έχουμε πιο δεύτερες συνήθειες αποκτήσει. Γιατί η ποιότητα της κληρονομιάς ανήκει στη ζωντανή ύλη που περιέχουμε, κι όχι στο ήθος ή στο ύφος αλλοτινών καιρών. Να λοιπόν γιατί τα γκρεμισμένα δεν πρέπει να τα κλαίμε. Και να γιατί θα πρέπει να επιλέγουμε αυτά που συνυπάρχουνε και ζουν μαζί με μας και τον καιρό μας, κι όχι αυτά που υπήρξαν κάποτε με τους δικούς μας. Και μες από τις άπειρες και διαφορετικές επιλογές, ίσως βρεθεί το αληθινό μας εκμαγείο, που θα προσφέρει στους απόγονους σαφήνεια, μέτρο και περισυλλογή. Κι αυτό είναι χρέος υπέρτατο και προπατορικό. «Δε μ’ αρέσει η αναμνησιολογία, την απεχθάνομαι. Είναι χειρότερη κι από μνημόσυνο. Τι πάει να πει «μνημόσυνο»; Κάποιον που δεν θυμάμαι και μια δεδομένη στιγμή, καθορισμένη, οφείλω να τον θυμηθώ».

O Μάνος Χατζιδάκις, γεννήθηκε στις 23 Οκτωμβρίου 1925 στην Ξάνθη, «τη διατηρητέα κι όχι την άλλη, τη φριχτή, που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες», όπως έλεγε και ο ίδιος.

διάβασε και αυτό  Νέα αποκάλυψη στην υπόθεση της άτυχης Καρολάιν

Ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι και της Αλίκη Αρβανιτίδου. Μετά τον χωρισμό των γονιών του, το 1932, ο Μάνος Χατζιδάκις με τη μητέρα του και την αδελφή του εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα.

Εν τω μεταξύ, από τα τέσσερά του χρόνια έχει αρχίσει μαθήματα πιάνου με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, αρμενικής καταγωγής. Παράλληλα διδασκόταν βιολί και ακορντεόν.

Παγοπώλης και φορτοεκφορτωτής

Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης, ο Μάνος Χατζιδάκις εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Συγχρόνως αρχίζει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής, και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες ποτέ δεν ολοκλήρωσε.

Την εποχή εκείνη γνωρίζεται με καλλιτέχνες και διανοούμενους (ΓκάτσοςΣεφέρηςΕλύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος.

Γνωριμία με τον Κουν

Από το 1950 αρχίζει να γράφει μουσική για αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει «ντύσει» μουσικά την Ορέστεια, τη Μήδεια, τις Βάκχες, τις Εκκλησιάζουσες, τη Λυσιστράτη, τον Πλούτο, τις Θεσμοφοριάζουσες, τους Βατράχους και τις Όρνιθες.

Το 1959 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό τον Μίκη Θεοδωράκη, ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος» με τη Νάνα Μούσχουρη.

Χατζιδάκις και σινεμά

Μεγάλο κεφάλαιο αποτελούν και οι μουσικές που συνέθεσε για σπουδαίες ταινίες του ελληνικού και του διεθνούς κινηματογράφου. Αναφέρουμε ενδεικτικά την «Κάλπικη Λίρα» (Γ. Τζαβέλλα 1954), τη «Στέλλα» (Μ. Κακογιάννη, 1955), το «Δράκο» (Ν. Κούνδουρου, 1956), το «America-America» (Ελ. Καζάν, 1962), «Sweet Movie» (Ντ. Μακαβέγιεφ, 1974), κ.ά

Το 1960 κερδίζει το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», τραγούδι το οποίο θα συμπεριληφθεί στα δέκα εμπορικότερα του 20ού αιώνα.

Ωστόσο, η μουσική του για τον ελληνικό κινηματογράφο και μια σειρά ελαφρών τραγουδιών τού χαρίζει μια «λαϊκότητα ανεπιθύμητη», την οποία δεν θα αποδεχθεί ποτέ και θα τη μάχεται μέχρι το τέλος της ζωής του.

Πνεύμα ανήσυχο, ο Μ. Χατζιδάκις χρηματοδοτεί το Διαγωνισμό Πρωτοποριακής Σύνθεσης «Μάνος Χατζιδάκις» του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Δοξιάδη. Το βραβείο απονέμεται στον Ιάννη Ξενάκη, άγνωστο τότε στο ελληνικό κοινό.

Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις πηγαίνει στις ΗΠΑ, όπου ανεβάζει στο Μπρόντγουεϊ με τον Ζιλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο «Illya Darling». Στην Αμερική θα παραμείνει μέχρι το 1972 και η μουσική του αντίληψη θα επηρεαστεί σημαντικά από την pop music. Αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης είναι ο κύκλος τραγουδιών «Reflections» με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble.

Τo 1972, τον πιο σκοτεινό χρόνο της χούντας, επιστρέφει στην Αθήνα και ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», μέσα από το οποίο επιχειρεί να ανοίξει εκφραστικές διόδους στο μουσικό τέλμα της εποχής.

Η γέννηση του «Τρίτου»

Το 1975 αρχίζει η χρυσή εποχή του «Τρίτου». Γίνεται διευθυντής του κρατικού ραδιοσταθμού «Τρίτο Πρόγραμμα» (1975-81) τον οποίο, σε συνεργασία με μια ομάδα νέων και ταλαντούχων δημιουργών, γίνεται σημείο αναφοράς.

Το 1989-93 ιδρύει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων με μαέστρο τον Χατζιδάκι έδωσε 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου με Έλληνες και ξένους σολίστ.

Στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν διαρκώς παρών στην ελληνική δισκογραφία, με δεκάδες δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί: Ο Κύκλος με την Κιμωλία (1956), Παραμύθι χωρίς Όνομα (1959), Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη (1961), Δεκαπέντε Εσπερινοί (1964), Μυθολογία (1965), Καπετάν Μιχάλης (1966), Τα Λειτουργικά (1971), Αθανασία (1975), Τα Παράλογα (1976), Σκοτεινή Μητέρα (1985), Τα Τραγούδια της Αμαρτίας (1992) κ.ά.

Μοναδικός, ιδιοφυής και αεικίνητος, ο Μάνος Χατζιδάκις «έφυγε» από κοντά μας στις 15 Ιουνίου 1994.

πηγή περιοδικό Γυναίκα 1988, thessi..gr…ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ…

Facebook Comments Box

Απάντηση